Ο θρυλικός μπάρμπα Γιάννης Κανατάς, που γήτευε τις καρδιές των Αθηναίων

Έζησε μέσα στον θρύλο και την έξαψη της λαϊκής φαντασίας, αγαπήθηκε όσοι λίγοι άνθρωποι στην παλιά Αθήνα, η ζωή του εκσπάζοντας τα όρια του «εθνικού ήρωα», μεταλαμπαδεύτηκε στις εστίες του παροικιακού ελληνισμού και αποθεώθηκε, όσο τίποτε άλλο, του απέδωσαν μεταξύ σοβαρού και αστείου υψηλά κρατικά αξιώματα της εποχής, όπως Νομάρχη και Εισαγγελέα, για να χαθεί σαν μετέωρο από την ζωή της πρωτεύουσας – χωρίς ποτέ να ανακαλύψει κανείς τα ίχνη του – και να μείνει έτσι έκτοτε στους Αθηναίους ως ανάμνηση, η γλυκιά γεύση της ανθρώπινης και καλοκάγαθης φυσιογνωμίας του. Δεν ήταν άλλος από τον θρυλικό Μπαρμπαγιάννη τον Κανατά, που στα χρόνια της παρουσίας του στην πόλη, με την γραφική φιγούρα του, τα ευφυή καμώματά του, αλλά και τις ευτράπελες πιρουέτες του, γέμιζε την κοινωνική ζωή της Αθήνας και είχε γίνει σημείο αναφοράς της. Το περίφημο τραγούδι της ζωής του, του οποίου η μουσική ήταν πάνω σε μια παραδοσιακή ιταλική καντσονέτα, τραγουδήθηκε από γενεά, σε γενεά και έγινε σύμβολο μιας ανέμελης και αθώας εποχής, που εκφράζονταν από την «γειτονιά», τις ζεστές και ανιδιοτελείς ανθρώπινες σχέσεις, την αδελφοσύνη και την αλληλεγγύη.

Μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες /Μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες

Μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες / και με τα σταμνάκια σου

και με τα σταμνάκια σου /να χαρείς τα μάτια σου

Πρόσεξέ μη σε γελάσει / καμιά έμορφη κυρά

μπάρμπα Γιάννη Κανατά / Και σου φάει το γαϊδούρι

και σ’ αφήσει την ουρά / Μπάρμπα Γιάννη Κανατά

Μπάρμπα Γιάννη πέσε πρώτος / στου Φαλήρου τα νερά

μπάρμπα Γιάννη Κανατά / Να σε δουν τα κοριτσάκια

και να πέσουνε κι αυτά / μπάρμπα Γιάννη Κανατά

Ο μπάρμπα Γιάννης ο Κανατάς, κρύβοντας επιμελώς το όνομά του, που τελικά και μέχρι την εξαφάνισή του – θάνατό του; δεν θα μάθει κανείς. Ψηλός, ξανθός, ξερακιανός, με μακριά και επιβλητικά μουστάκια. Μάλιστα ένεκα και της αινιγματικής εξαφάνισής του, αλλά και για το ξανθό του μουστάκι, οι Αθηναίοι, θα ερμηνεύσουν την ιδιότητά του, ως Βούλγαρου ή Σλάβου κατασκόπου ! Ο μπάρμπα Γιάννης θρυλήθηκε σε όλη την Ελλάδα, για το περίφημο τραγούδι του, που τότε αποτελούσε σλόγκαν της εποχής. Οι στίχοι του τραγουδιού του μάλιστα, υποδηλώνουν και ένα προσωπικό του δράμα και δη την εγκατάλειψή του, από μια πανέμορφη γυναίκα, που την είχε παράφορα ερωτευτεί. Για τούτο και ο στιχουργός που το έγραψε λέει υπαινικτικά :

«Πρόσεξέ μη σε γελάσει / καμιά έμορφη κυρά

μπάρμπα Γιάννη Κανατά / Και σου φάει το γαϊδούρι

και σ’ αφήσει την ουρά / Μπάρμπα Γιάννη Κανατά» !!!

Αχ αυτή η έμορφη κυρά, κατά πώς φαίνεται, του έφαγε και τη ζωή και το γαϊδούρι … Και αυτή εξάλλου η άφατη ηθική πίκρα, ήταν που εξώθησε τον μπάρμπα Γιάννη, να εκδώσει στα 1873 ένα βιβλίο υπο τον τίτλο «Τα δημώδη τραγούδια του μπάρμπα Γιάννη του Κανα-τά και διάφορα άλλα ερωτικά, συλλεχθέντα και τυπωθέντα δι εξόδων του. Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Ι.Σ. Ραζή 1873».Το βιβλίο αφιερώνονταν «Τη ευγενεστάτη και φιλομούσω Κυρία Αικατερίνη Παναγιωτοπούλου, που προφανώς ήταν η μεγάλη του ανευόδωτη αγά-πη, αλλά και «σε όλους τους εύπορους Έλληνες» !!! Στον πρόλογό του σημείωνε χαρακτη-ριστικά : «Επειδή πολλοί εκ των ομογενών της Τουρκίας, ως και της Γαλλίας και της Αγγλίας δι΄ επιστολών των μου ζητούσαν όπως τους πέμψω τα τραγούδια μου … εκδίδω το παρόν μικρόν φυλλάδιον. Αλλα επειδή οι εκτός ομογενείς δεν με γνωρίζουν, δια τούτο ηναγκάσθην όπως θέσω την εικόνα μου εις το βιβλιάριον τούτο εις δυο φωτογραφήσεις ήτοι εις με την πρώτην παριστώμαι και φορών την καθημερινήν ενδυμασίαν μου και μετά του γαϊδάρου μου πωλών τας στάμνας μου, εις δε την άλλην την εορτινήν ως συχνάζων εις τα καφενεία και εις την μουσικήν».

Η φαντασία, αλλά και η ευρηματικότητα των Αθηναίων όμως, γύρω από την ζωή του θρυλικού μπάρμπα Γιάννη, που τόσο ωραία χρωμάτιζε ηθικά τη ζωή τους, με τα σκέρτσα και τα καμώματά του, κάλπαζε και γονιμοποιώντας την πραγματικότητα με τον μύθο, έπλαθε απίστευτα σενάρια για αυτόν, όπως ότι ήταν κατάσκοπος Βούλγαρος και άλλα παρόμοια… Βάσει των διαδόσεων της εποχής, ο μπάρμπα Γιάννης, είχε έλθει στην Ελλάδα, από την Βουλγαρία, όταν η τελευταία απελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Με την απελευθέρωση κατά τους εμπόρους που επισκέπτονταν την Βουλγαρία και δοθέντος, ότι δεν υπήρχε επάρκεια υψηλού μορφωτικού επιπέδου σε στελέχη, δίνονταν κρατικές θέσεις και σε χαμηλής μόρφωσης πολίτες, όπως μανάβηδες και γαλατάδες. Σε μια τέτοια εκδοχή ο μπάρμπα Γιάννης, είχε διοριστεί στην Βουλγαρία Νομάρχης ή εισαγγελέας ! Ενώ για κάποια άλλη μερίδα Αθηναίων, είχε χρηματίσει έπαρχος ! Ανεξιχνίαστη ήταν και αυτή η ζωή του στην Βουλγαρία, που επίσης κατά μια αδιασταύρωτη φήμη, είχε και μια ωραία γυναίκα που υπεραγαπούσε. Ωστόσο κάποια μέρα, επιστρέφοντας από το γραφείο του επάρχου σπίτι του, έπιασε στα πράσα την γυναίκα του, με τον εραστή της, που ω της τραγικής ειρωνείας, ήταν ο ίδιος ο αδελφός του. Φόνευσε έτσι την άπιστη σύζυγό του, καταχέρισε τον αδελφό του και εξαφανίστηκε από την Βουλγαρία. Μια άλλη όμως εκδοχή της περιπετειώδης ζωής του, δίνεται στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» στο φύλλο της 16 Σεπτεμβρίου 1936 και σε άρθρο του Ιωάννη Δαμβέργη, για τον μπάρμπα Γιάννη τον Κανατά. Κατά τον δημοσιογράφο της «ΕΣΤΙΑΣ» Δαμβέργη, ο τελευταίος είχε συναντήσει τον μπάρμπα Γιάννη, όταν ήταν 16 χρο-νών, στην πανέμορφη Σμύρνη. Μάλιστα κατά τον συντάκτη της εφημερίδας, ο θρυλικός μπάρμπα Γιάννης : «ήταν κυριακάτικος και σε εμφάνιση και σε ιδέες. Πολλοί που τον έβλε-παν στους δρόμους της Σμύρνης, τον έδειχναν, σαν σπουδαία αθηναϊκή φυσιογνωμία». Και σε αυτό το κλίμα κύρους για τον μπάρμπα Γιάννη, πρωτοπαίχθηκε τότε σε θέατρο της Σμύρνης, από τον ορχήστρα του θιάσου Αλεξιάδη, το περίφημο τραγούδι – «ύμνος» στην εμβληματική μορφή του. Και ειδικότερα κατά το άρθρο του Δαμβέργη, όταν ο μπάρμπα Γιάννης παρουσιάστηκε στο θέατρο του Αλεξιάδη, οι θεατές χειροκροτούσαν ατέλευτα και η ορχήστρα παιάνιζε πάλι και πάλι. Προς τιμήν του μπάρμπα Γιάννη !

Αλλά ας γυρίσουμε στην ζωή του αξεπέραστου αυτού γραφικού της Αθήνας, που συνέγειρε κάθε Κυριακή τα πλήθη. Ο μπάρμπα Γιάννης εγκαταβιούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα, στην συμβολή των οδών Αθανασίου Διάκου και Καλλιρρόης. Είχε χάσει την γυναίκα του νέος και είχε αποκτήσει δυο κόρες. Στις καθημερινές όπως προαναφέραμε αλώνιζε τις γειτονιές της Αθήνας, φωνάζοντας «στάμνες, κανάτια» και τις Κυριακές σαν μεγαλόσχημος της εποχής, έκανε τις επιβλητικές εμφανίσεις του στα καλά στέκια της Αθήνας, ντυμένος στην πένα, σαν κόντες αληθινός ! Ράβονταν στον περίφημο τότε ράφτη της Αθήνας Π. Λαμπίκη, ο οποίος έραβε και τον διαπρεπή πρόεδρο της γαλλικής δημοκρατίας, Λέοντα Γαμβέτα ! Για τον εκκλησιασμό του τις Κυριακές, επέλεγε τον Άγιο Γεώργιο τον Καρύκη, με την κοινωνική νομενκλατούρα της εποχής. Ενώ για τον μετέπειτα καφέ του επέλεγε, το πολυσύχναστο αριστοκρατικό καφενείο «Η ωραία Ελλάς» στην Σταδίου. Και το απόγευμα ξεκινούσε το «νούμερό» του. Κατέφθανε στην Πλατεία Συντάγματος, που ήταν κατάφορτη από κόσμο, δοθέντος ότι στην Πλατεία ήταν η Φιλαρμονική του Δήμου και έπαιζε χαρμόσυνους σκο-πούς, βάλς, μενουέτα και μαζούρκες, αποτελώντας το γεγονός της εβδομάδας. Τότε ο μπάρμπα Γιάννης προσήγγιζε στην εξέδρα, χαιρετούσε ιπποτικά τον αρχιμουσικό, ανέβαινε στο πάλκο και παραλαμβάνοντας την μπαγκέτα από τον αρχιμουσικό, διηύθυνε το θρυλικό κομμάτι που αναφέρονταν σε αυτόν και προξενούσε στον κόσμο «πυρετό» !!! Για να κλείσει την Κυριακή του ο μπάρμπα Γιάννης, επέλεγε την Πατησίων που ήταν τότε το καλό σημείο συνάντησης της αστικής Αθήνας. Και την άλλη μέρα ξεκίναγε πάλι, αυτός ο δύσκολος, αλλά και τόσο ανθρώπινος, καθημερινός κύκλος του θρυλικού μπάρμπα Γιάννη, που γήτευε τις καρδιές των ανθρώπων. «Στάμνες, κανάτια, στάμνες κανάτια» !!! τόσο απέριττα και τόσο καθημερινά. Με την πιτσιρικάδα να τρέχει «μπουλουκιές» από πίσω του και τις νοικοκυρές να φωνάζουν περιπαιχτικά «γυναίκες, ο κανατάς» ! Εξάλλου τότε δεν υπήρχαν σαν μέσα συντήρησης των φαγωσίμων, ο πάγος και το ηλεκτρικό ψυγείο και επομένως οι πήλινες στάμνες που διατηρούσαν δροσερό το νερό, ήταν για τα νοικοκυριά σημαντικές και χρήσι-μες. Περαίνοντας να αναφέρουμε, ότι το τραγούδι του μπάρμπα Γιάννη του Κανατά, κυκλο-φόρησε σε δίσκο το 1993 και σε εκτέλεση του τενόρου Νίκου Επιτροπάκη.

Αυτή ήταν εν σπέρματι η ζωή του θρυλικού μπάρμπα Γιάννη του Κανατά, που σμίλευσε ανεξάλειπτα τις καρδιές των Αθηναίων, άφησε αναλλοίωτο το αποτύπωμά του, στην κοινω-νική ζωή της πόλης και μετεωρίστηκε ανάμεσα στην φαντασία και τον θρύλο – που τον ήθελε Νομάρχη, εισαγγελέα ή κατάσκοπο – αλλά και στην πεζή πραγματικότητα, που τον ήθελε έναν ταπεινό κανατά… Πόσο ωραίος ήταν αυτός ο έξοχος τύπος, που ποτέ δεν μάθα-με για το θλιβερό φευγιό του από την ζωή, αλλά έμεινε ζωντανή για πάντα στις καρδιές μας, η ζεστή και ανθρώπινη φωνή του, «Στάμνες κανάτια, στάμνες κανάτια» ! Σε χαιρετού-με με πολλήν αγάπη εκεί ψηλά, αλησμόνητε, μπάρμπα Γιάννη Κανατά !!!

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων

Μοίρασε το άρθρο!