Ο Δρόμος έχει την δική του Ιστορία: Λεωφόρος Νίκης

Μια πόλη, μεγάλοι δρόμοι και οι ιστορίες που κρύβουν εντός τους. Καταστήματα, κτίρια, γεγονότα μικρά και μεγάλα που σημάδεψαν τον ρου της ιστορίας. Οι ποιητές και συγγραφείς που τους μνημόνευσαν στα έργα τους, οι άνθρωποι που περπάτησαν και περπατούν πάνω τους, η καθημερινότητα μιας πόλης που συνεχίζει μέσα στα χρόνια, γράφοντας την δική της ιστορία.

Εικόνα: Άγγελος Ζυμάρας 

Γνωστή ως παραλιακή ή παλιά παραλία, η Λεωφόρος Νίκης, με ιστορία 150 χρόνων, αποτελεί μέχρι και σήμερα το πιο ακριβό κομμάτι της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου τα διαμερίσματα είναι για τους λίγους και εκλεκτούς, αλλά στα καφέ και τα μπαράκια της συγκεντρώνονται εκατοντάδες κόσμου από όλη την πόλη. Με επιχειρήσεις που έγραψαν ιστορία, αλλά και με την ανάπλαση της παραλίας και του λιμανιού να έχουν αλλάξει την γεωγραφία της πόλης, αποτελεί σήμερα το ωραιότερο σημείο για μια βόλτα, αλλά και μήλον της έριδος – αφορμή για διαμάχη μεταξύ αυτών που δεν συμφωνούν με την πεζοδρόμησή της και αυτών που πιστεύουν πως είναι ένα έργο αναγκαίο για έναν δρόμο που θα πρέπει να μην έχει αυτοκίνηταν αλλά να αποτελείν όπως σε όλες τις πόλεις με θάλασσαν σημείο συνάντησης πολιτών και επισκεπτών. Η Λεωφόρος Νίκης είναι το παραλιακό μέτωπο της πόλης, που ως φυσική συνέχεια της οδού Κουντουριώτου, ξεκινάει από το λιμάνι για να καταλήξει στο τετράγωνο Λευκός Πύργος, Βασιλικό Θέατρο, ΕΜΣ και Λέσχη Αξιωματικών και το πάρκο του Ξαρχάκου εκεί που θα την διαδεχτεί η 30ης Οκτωβρίου (ημέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τα Γερμανικά στρατεύματα) και στη συνέχεια η λεωφόρος Μ. Αλεξάνδρου. 

Πριν ονομαστεί Νίκης, αφιερωμένη στις νίκες του Ελληνικού στρατού και στην απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους και την είσοδο του στρατού έπειτα από τους Βαλκανικούς πολέμους από την αφετηρία της, ήταν γνωστή ως Λεωφόρος Μπεγιάζ Κουλέ (δρόμος του Λευκού Πύργου). Μετονομάστηκε σε λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου έως τον μεσοπόλεμο, για να γίνει η λεωφόρος της Νίκης. Η διάνοιξή της πραγματοποιήθηκε περίπου το 1870 και πάνω της περπάτησε η Στρατιά της Ανατολής, Τούρκοι, Εβραίοι, Βούλγαροι, Γερμανοί, αγωνιστές, επαναστάτες, κατακτητές. Την περπάτησαν εργάτες του λιμανιού, καροτσέρηδες, έμποροι, αχθοφόροι, καπετάνιοι, αριστοκράτες, κυρίες της υψηλής κοινωνίες, πρόσφυγες και μετανάστες. Μέχρι και σήμερα, είναι το πιο προσφιλές και οικείο σημείο για ντόπιους και ξένους. Από την λεωφόρο περνούσε και το τραμ, ιππήλατο και αργότερα ηλεκτροκίνητο. Αρχικά ο δρόμος είχε νεοκλασικά κτίρια, πολλά από τα οποία δεν γλίτωσαν από την φονική πυρκαγιά του 1917, αλλά και αργότερα από την αντιπαροχή, που έκανε το μεγαλύτερο κακό στο κέντρο της πόλης, καταστρέφοντας αριστουργηματικά κτίρια και επαύλεις.  Την εποχή που οι κινηματογράφοι μεσουρανούσαν στην Νίκης, μπορούσε κανείς να βρει το Ηλύσια, το Ρεξ, το Πατέ και τον Ζέφυρο. Πολυτελή ξενοδοχεία, κάποια από τα οποία υπάρχουν μέχρι και σήμερα, όπως το Μεντιτεράνιαν Παλλάς και παλαιότερα το Ματζέστικ, το Σπλέντιτ και άλλα.

Από τη δεκαετία του ’20, τα καραβάκια ξεκινούσαν από τον Λευκό Πύργο και έδεναν στην Περαία και την Αγία Τριάδα. Σήμερα, πραγματοποιούν την διαδρομή από το λιμάνι προς την Περαία, ενώ τρία από αυτά χρησιμοποιούνται ως καφέ μπαρ, ενώ κάνουν βόλτα στον παραλιακό άξονα.  Η ιστορία της έχει πολλές νίκες, αλλά και αίμα. Το 1876, μεταξύ λιμανιού και Πλατείας Ελευθερίας θα γίνει ο απαγχονισμός των υπευθύνων της σφαγής των Προξένων Γαλλίας και Γερμανίας, η σύλληψη ενός μέλους της ομάδας Βουλγάρων αναρχικών για βομβιστικές επιθέσεις, η συγκέντρωση στην πλατεία Ελευθερίας των Εβραίων πολιτών για το μαρτυρικό ταξίδι τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από εδώ θα περάσει το 1911 η πομπή του σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσάτ Ε΄, αλλά και τα ελληνικά στρατεύματα με τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ το 1912, για να σημάνουν την απελευθέρωση της πόλης, αλλά και οι στρατιώτες της Αντάντ, καθώς και η νεκρική πομπή του Βασιλιά Γεωργίου που δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη. 

Από την παραλιακή οδό θα μπουν και τα Γερμανικά τεθωρακισμένα για να καταλάβουν την πόλη, αλλά και τα τμήματα του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Στα νεότερα χρόνια, από την παραλιακή περνούν διαδηλώσεις, πορείες διαμαρτυρίας, συλλαλητήρια, πολιτικές συγκεντρώσεις, η γυμνή ποδηλατοδρομία, το Thessaloniki Pride, οπαδοί τοπικών ομάδων μετά από μεγάλες νίκες των ομάδων τους, μιας και συγκεντρώνονται για τον εορτασμό στον Λευκό Πύργο. Η Νίκης ξεκινάει από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά λιμάνια και ένας από τους μεγαλύτερους λιμένες της λεκάνης του Αιγαίου με συνολική ετήσια κυκλοφοριακή ικανότητα 16 εκατομμυρίων τόνων (7 εκατομμύρια τόνους ξηρού φορτίου και 9 εκατομμύρια τόνους υγρού φορτίου). Ως ελεύθερο λιμάνι, λειτουργεί ως σημαντική πύλη για την ενδοχώρα της Βαλκανικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης περιέχει το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων στην Ελλάδα, μετά το λιμάνι του Πειραιά. Με την ανάπλαση και την αλλαγή χρήσης σε κάποιες από τις αποθήκες του, έγινε από τα πιο δημοφιλή σημεία συνάντησης όλης της πόλης. Εντός του στεγάζονται το Μουσείο Κινηματογράφου, το Μουσείο Φωτογραφίας, το MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, η Ταινιοθήκη και οι αίθουσες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου που λειτουργούν όλο το χρόνο και στεγάζουν και τα δύο μεγάλα φεστιβάλ, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Μετά το λιμάνι, ξεκινούν στην σειρά δεκάδες καφέ και εστιατόρια. Ένα από τα θρυλικότερα, το Όλυμπος Νάουσα, που άφησε εποχή, ξεκίνησε την λειτουργία του το 1927 και μέχρι το 1994, οπότε και έκλεισε, ενώ φιλοξένησε τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής και όχι μόνο. Σήμερα, συνεχίζονται πυρετωδώς τα έργα αναστήλωσης και το νεοκλασικό κτίριο του Όλυμπος Νάουσα σύντομα θα λάμψει ξανά. Συνεχίζοντας την παραλιακή, συναντά κανείς παντού καφέ, κάποια καινούργια άλλα να κρατάνε δεκαετίες, όπως ο Θερμαϊκός, το Καστέλο, να θυμίζουν σε πολλές γενιές τα ξέγνοιαστα νεανικά τους χρόνια.

Τα πολυτελή αυτοκίνητα σταμάτησαν να παρκάρουν γύρω από τις καφετέριες. Παρόλα αυτά, μέχρι και σήμερα, τα καφέ και τα φαγάδικα είναι γεμάτα και ο κόσμος συνεχίζει να διασχίζει την παραλία από το λιμάνι ως τον Λευκό Πύργο, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν της πόλης και το πιο χαρακτηριστικό της μνημείο. Ο Λευκός Πύργος της Θεσσαλονίκης είναι οχυρωματικό έργο οθωμανικής κατασκευής του 15ου αιώνα (χτίστηκε πιθανόν μεταξύ 1450-70). Σήμερα θεωρείται χαρακτηριστικό μνημείο της Θεσσαλονίκης και είναι ό,τι έχει σωθεί από την κατεδαφισμένη οθωμανική οχύρωση της πόλης. Η σημερινή μορφή του πύργου αντικατέστησε βυζαντινή οχύρωση του 12ου αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως κατάλυμα φρουράς Γενιτσάρων και ως φυλακή θανατοποινιτών. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και είναι ένα από τα πιο γνωστά κτίσματα-σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα. Έχει έξι ορόφους, 34 μέτρα ύψος και 70 μέτρα περίμετρο. Στην αρχή ονομαζόταν Πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535-1536, η οποία υπήρχε στην είσοδο του εξωτερικού περιβόλου (τώρα κατεδαφισμένος) και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περιβόλου. Από τον 17ο αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Kelemeriye Kal’asi (Φρούριο της Καλαμαριάς) και Πύργος των Γενιτσάρων. Μετά την διάλυση του τάγματος των Γενιτσάρων το 1826, αποκτά το όνομα Kanli-Kule (Κανλί Κουλέ), δηλαδή Πύργος του Αίματος, λόγω των σφαγών από τους Γενιτσάρους. Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826, λόγω της λειτουργίας του ως φυλακή μελλοθάνατων βαρυποινιτών και τόπο βασανιστηρίων, οι οποίοι συχνά εκτελούνταν από τους Γενιτσάρους, γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους. Κατά μία εκδοχή, το σύγχρονο όνομά του φαίνεται να το πήρε όταν ένας Εβραίος κατάδικος, ο Nathan Guidili, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891. Μέχρι το 1912, ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρει ως Κανλί Κουλέ, ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το Torre Blanca (Τόρε Μπλάνκα), ονομασία που υιοθετούν και οι Τούρκοι ως Beyaz-Kule (Μπεϊάζ Κουλέ), δηλαδή Λευκός Πύργος. Άλλη εκδοχή, στηριγμένη στις έρευνες του Βασίλη Κ. Γούναρη πάνω σε βρετανικά αρχεία, αναφέρει πως η σημερινή ονομασία του κτίσματος δόθηκε μεταξύ των ετών 1883 και 1884, μετά από απαίτηση του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ ή από πρωτοβουλία του βαλή της πόλης Γκαλίπ, ο οποίος για να πετύχει την αλλαγή του ονόματος επικαλέστηκε το όνομα του σουλτάνου. Σύμφωνα με τον γενικό πρόξενο της Σερβίας στο Λονδίνο, James George Cotton Minchin, που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884, «όλοι οι ασπριστάδες της Θεσσαλονίκης δεν θα ξεπλύνουν το αθώο αίμα που χύθηκε εκεί».

Μέσω του αρχείου της τοπικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, ο Φάρος της Μακεδονίας, ο Βασίλης Γούναρης προσδιορίζει το άσπρισμα αλλά και τη μετονομασία του κτιρίου από Κανλί Κουλέ σε Μπεϊάζ Κουλέ κατά το καλοκαίρι του 1883. Στα 1911 κατεδαφίστηκε, πριν την επίσκεψη του Σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσάτ Ε΄, από τις οθωμανικές αρχές της πόλης, το πολυγωνικό περιτείχισμα του Πύργου. Το 1912, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το μνημείο περιήλθε στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου και στην κορυφή του υψώθηκε η ελληνική σημαία με ιστό το κεντρικό κατάρτι, λάφυρο-τρόπαιο από το τουρκικό θωρηκτό «Φετίχ-Μπουλέν», βυθισμένο στον Θερμαϊκό από το τορπιλλοβόλο Τ-11 του Νικολάου Βότση.

Το Ναυτικό, λόγω της καίριας θέσης της Θεσσαλονίκης και του Λευκού Πύργου, εγκατέστησε σταθμό ασυρμάτου τύπου σπινθήρα (spark transmitter) με κεραία τον ιστό της σημαίας του Λευκού Πύργου. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λευκός Πύργος στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων από αρχαιολογικές εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι και το 1983, ο Λευκός Πύργος χρησιμοποιήθηκε ως χώρος εγκατάστασης της αεράμυνας της πόλης, ως εργαστήριο Μετεωρολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ως έδρα των συστημάτων Ναυτοπροσκόπων της πόλης. Στις 25 Μαρτίου του 1927, ο πρωτοπόρος ραδιοφωνικός παραγωγός Χρίστος Τσιγγιρίδης (1877-1947) πραγματοποίησε την πρώτη του ραδιοφωνική εκπομπή με την κεραία του Ναυτικού που ήταν εγκατεστημένη στο κτήριο.

Στην αρχή του 20ού αιώνα, στον χώρο γύρω από τον πύργο λειτουργούσε το περίφημο καφενείο και το Θέατρο του Λευκού Πύργου, που κατεδαφίστηκαν το 1954, με σκοπό την επέκταση του πάρκου. Σήμερα, λειτουργεί ως μουσείο της ιστορίας της πόλεως. Γύρω από τον Λευκό πύργο συναντάμε τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της μεγάλης λεωφόρου.  Στέργιος Φουρκιώτης Δίπλα ακριβώς, το Βασιλικό Θέατρο. Χτίστηκε το 1940 από τον αρχιτέκτονα και πολεοδόμο Κωνσταντίνο Δοξιάδη και αρχικά προοριζόταν για τη θερινή σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στη Θεσσαλονίκη, γρήγορα όμως αποφασίστηκε να λειτουργήσει ως χειμερινή σκηνή. Τον Ιούλιο του 1940, έγιναν τα εγκαίνια του θεάτρου με το ανέβασμα του σαιξπηρικού έργου «Ριχάρδος ο Γ’» με πρωταγωνιστή τον Αλέξη Μινωτή. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στέγασε αρχικά διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις των γερμανικών αρχών και από το 1943 αποτέλεσε την έδρα του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης. Το 1961-62, αποτέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα την πρώτη έδρα του ΚΘΒΕ, η οποία μεταφέρθηκε στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, καθώς το Βασιλικό Θέατρο κρίθηκε ακατάλληλο εξαιτίας των φθορών που είχε υποστεί.

Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος για πρόβες, αλλά και για την αποθήκευση υλικών με συνέπεια σταδιακά να εγκαταλειφθεί. Το 1986 έγιναν εργασίες συντήρησης με ευκαιρία τη διεξαγωγή της 2ης Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών Ευρωπαϊκών Χωρών της Μεσογείου και έπειτα το κτίριο αποτέλεσε μια από τις σκηνές του ΚΘΒΕ. Το 1996, ξεκίνησε η ανέγερση νέου κτιρίου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2000. Απέναντι από το Βασιλικό Θέατρο και τον Λευκό Πύργο, στέκει επιβλητικά το κτίριο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.

Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ) είναι οργανισμός που ιδρύθηκε από τον έμπορα-εργολάβο Αλέξανδρο Λέτσα, ο οποίος ήταν ο Γενικός Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου. Η σύλληψη της ιδέας δημιουργίας του κτιριακού συγκροτήματος της Εταιρείας είναι δική του, με σκοπό την περισυλλογή και μελέτη παντός γλωσσικού, αρχαιολογικού, ιστορικού ή λαογραφικού υλικού που σχετίζεται με τη Μακεδονία. Συστάθηκε στις 29 Απριλίου 1939, στη Θεσσαλονίκη και αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Η Εταιρεία διοικείται από εννιαμελές Διοικητικό Συμβούλιο. Έχει τύχει διάκρισης για το έργο της, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, έχει τιμηθεί με το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Ο οργανισμός στεγάζεται σε τρία κτίρια. Η Εταιρεία διαθέτει επίσης Βιβλιοθήκη (1951) με 70.000 τόμους βιβλίων, περιοδικών, χειρογράφων, εφημερίδων και χαρτών, καθώς και την Πινακοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, η οποία αποτέλεσε τον πρώτο οργανωμένο εικαστικό μουσειακό φορέα της Θεσσαλονίκης. Ως ξεχωριστό παράρτημα της Εταιρείας λειτουργεί το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (Ι.Μ.Χ.Α.).

Στις 8 Φεβρουαρίου 1949, ο Βασιλεύς Παύλος έθεσε τον θεμέλιο λίθο του πρώτου μεγάρου της Εταιρείας και δύο χρόνια αργότερα, στις 19 Νοεμβρίου 1951, τον θεμέλιο λίθο του Μεγάρου Β΄. Οι εργασίες ανέγερσης του μεγάρου Γ΄ – που συνδέει το Μέγαρο Α΄ με το Μέγαρο Β΄ – ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1968. Στα κτίρια στεγάζονται όλες οι υπηρεσίες της Εταιρείας. Στο Μέγαρο Β΄ στεγάζεται το Κινηματοθέατρο «Αριστοτέλειον», το Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στο οποίο λειτουργεί ως μισθωτής το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και η Πινακοθήκη. Στο Μέγαρο Α΄ στεγάζεται η Βιβλιοθήκη. Απέναντι ακριβώς βρίσκεται η Λέσχη Αξιωματικών και μερικά μέτρα παρακάτω το πάρκο του Ξαρχάκου, το ιστορικότερο αναψυκτήριο της πόλης. Σήμερα στο σημείο πραγματοποιείται ανάπλαση του πάρκου, που θα είναι έτοιμη σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του δήμου το καλοκαίρι. Η Λεωφόρος Νίκης αποτελεί αδιαμφισβήτητα την βιτρίνα της Θεσσαλονίκης, το μέτωπο της πόλης προς τον έξω κόσμο, το σήμα κατατεθέν και το στολίδι της, με μια από τις εικόνες (ειδικά αυτή με το Λευκό Πύργο) να είναι η πιο αντιπροσωπευτική της πόλης.

πηγή πληροφοριών: parallaximag.gr

Μοίρασε το άρθρο!