Ξεκίνησε σαν μεταρρυθμιστής, τώρα φοβούνται την δικτατορία του

Τις δύο δεκαετίες που ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται στην εξουσία έχουν αλλάξει πολλά, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο.

Στις αρχές της θητείας του ως πρωθυπουργός της Τουρκίας, είχε ένα όραμα ως προς την θέση της Τουρκίας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ήθελε να εγκαθιδρύσει την Τουρκία ως περιφερειακή υπερδύναμη αξιοποιώντας την εύνοια των ΗΠΑ. Κατά την διάρκεια της θητείας του, άρχισε να διαφοροποιείται από τον διεθνή παράγοντα μέχρι που έφτασε το πραξικόπημα του 2016, όπου αυτό το γεγονός άλλαξε τελείως την πολιτική στρατηγική του Τούρκου Προέδρου.

Μελετώντας τα δεδομένα του σήμερα, ο Economist είχε γράψει για μία ελλοχεύουσα δικτατορία, ενώ οι αρθρογράφοι της Wall Street Journal έχουν φτάσει να αναρωτιούνται αν και εφόσον η Τουρκία έτσι όπως κινείται πλέον στην διεθνή σκακιέρα, μπορεί να βρίσκεται ακόμα στο ΝΑΤΟ. Η μεγαλύτερη πρόκληση αυτή τη στιγμή είναι οι εκλογές που θα γίνουν τον Μάιο στην Τουρκία, ενώ η συμπεριφορά του προέδρου, θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να προωθήσει μία εύθραυστη δημοκρατία να μετατραπεί σε μία πλήρη δικτατορία.

Το ευρωπαϊκό όραμα και το μεταναστευτικό

Πριν από 60 χρόνια, το 1963, η Τουρκία υπέγραψε την σύνδεση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα με την ελπίδα κάποια στιγμή να γίνει μέλος της Ευρώπης. Η Τουρκία ήταν τότε μία χώρα που διέθετε κάποιες πρακτικές, αλλά μόλις τρία χρόνια νωρίτερα είχε βιώσει το πρώτο από τα τέσσερα πραξικοπήματα της ιστορίας της.

Αν και υπεγράφη η συμφωνία αυτή, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις από εκείνη την περίοδο και μετά προχώρησαν με πολύ βραδείς ρυθμούς. Αν και υπήρχαν και περίοδοι με πρόοδο και την ανάλογη υποστήριξη από την Ευρώπη, τελικά το μεταναστευτικό έγινε η αιτία οι διαπραγματεύσεις αυτές να «παγώσουν» μία και καλή.

Η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προχώρησε στην παύση των διαπραγματεύσεων, όταν οι απειλές προς την Ελλάδα διπλασιάστηκαν και η Άγκυρα απειλούσε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση για άνοιγμα των πυλών και μεγέθυνση των ροών των μεταναστών. Αξίζει να σημειωθεί πως η Τουρκία με την Ευρώπη είχαν συμφωνία, που προέβλεπε ότι η Ευρώπη θα χρηματοδοτούσε κάθε χρόνο την παραμονή των μεταναστών.

Η έλευση του ΑΚΡ

Το 2001 ήρθε προς ψήφιση η Εταιρική Σχέση Προσχώρησης. Το κοινοβούλιο προχώρησε στην έγκριση των πακέτων εναρμόνισης που επέφεραν σημαντικές αλλαγές στον ποινικό κώδικα, στους κώδικες ποινικής δικονομίας, στην κατάργηση της θανατικής ποινής και στην ενίσχυση της ελευθερίας της έκφρασης.

Ωστόσο το ερώτημα παρέμενε – Προς τα που πήγαινε η Τουρκία.

Το ΑΚΡ είχε έρθει στο προσκήνιο και απάντησε στην ερώτηση αυτή λέγοντας πως το οθωμανικό παρελθόν είναι πλούτος και όχι βάρος. Μετά από αυτό, η χώρα προχώραγε για ένταξη και ταυτόχρονα ανέπτυσσε εμπορικούς και πολιτικούς δεσμούς με Άραβες και Πέρσες.

Μάλιστα, ο Νταβούτογλου είχε τότε αναφέρει πως «Η Τουρκία απολαμβάνει πολλαπλές περιφερειακές ταυτότητες. Ο μοναδικός συνδυασμός της ιστορίας και της γεωγραφίας μας φέρνει μαζί του μια αίσθηση ευθύνης για να συμβάλουμε στη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια».

Τα πέντε μεταρρυθμιστικά πακέτα του Ερντογάν

Όταν το 2003, το ΑΚΡ ήταν πλέον κόμμα εξουσίας προώθησε πέντε μεταρρυθμιστικά πακέτα που αφορούσαν τα δικαιώματα των μειονοτήτων και το δικαστικό σύστημα. Κατά τα πρώτα χρόνια της θητείας του ο Ερντογάν είχε κάμψει τις ανησυχίες για το Ισλάμ.

Την πρώτη δεκαετία ο Ερντογάν τριπλασίασε το ΑΕΠ, περιόρισε το ποσοστό φτώχειας και άμβλυνε τις εισοδηματικές ανισότητες.  Ακόμη, ο Τούρκος Πρόεδρος κατάφερε να κερδίσει την στήριξη των πολιτών, αναμορφώνοντας την οικονομία και αναδιανέμοντας το εισόδημα. Δημιούργησε τάξεις ολιγαρχών, αλλά δεν ξέχασε να στηρίξει τους μικρομεσαίους.

Εκείνη την εποχή και οι ΗΠΑ που είχαν κηρύξει τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας έβλεπαν στο πρόσωπο του Ερντογάν έναν αξιόπιστο σύμμαχο. Το AKP ήταν για τον Τζορτζ Μπους ένα μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα, που μέχρι τα τέλη του 2002 είχε αναπτύξει χιλιάδες στρατιώτες στο Αφγανιστάν.

Η χρονιά ορόσημο

Το 2005 η συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας που θα οδηγούσε την Άγκυρα να γίνει πλήρες μέλος ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη. Μάλιστα, ο Γκιουλ αναχώρησε για Λουξεμβούργο το 2005 λέγοντας «Έχουμε καταλήξει σε συμφωνία».

Το κλίμα επρόκειτο να αλλάξει πολύ σύντομα. Αρκετά κράτη – μέλη, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία, κατέστησαν σαφές πως δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε ποτέ μία χώρα όπως η Τουρκία να καταστεί πράγματι μέλος της Ένωσης.

Πότε έγινε η στροφή

Όσο το όραμα για την Ευρώπη απομακρυνόταν, ο Ερντογάν γινόταν όλο και πιο σκληρός. Ο λόγος ήταν οι εσωτερικές προκλήσεις. Το 2007 το Γενικό Επιτελείο του Στρατού δεν ήθελε το υποψήφιο του ΑΚΡ επειδή ήταν ισλαμιστής.

Ο Τούρκος Πρόεδρος  γνωρίζοντας ότι έχει τη στήριξη των πολιτών, αρνήθηκε να κάνει πίσω. Ζήτησε νέες εκλογές, τις οποίες το κόμμα του κέρδισε με 47%. Με την ανανεωμένη λαϊκή εντολή ο Ερντογάν όρισε τον Γκιουλ για τον 11ο πρόεδρο της Τουρκίας.

Τότε άρχισε όμως να διαφαίνεται και ένα άλλο πρόσωπο του Τούρκου ηγέτη. Η αστυνομία της Κωνσταντινούπολης αποκάλυψε μια υποτιθέμενη συνωμοσία για την ανατροπή της κυβέρνησης. Ήταν η υπόθεση Εργκένεκον, η οποία αιχμαλώτισε την Τουρκία από το 2007 μέχρι την έκδοση των ετυμηγοριών το 2013. Αρχικά, η έρευνα υποσχέθηκε να ξεριζώσει το «βαθύ κράτος» — ένα υποτιθέμενο δίκτυο στρατιωτικών, κατασκόπων, πολιτικών, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών και μαφιόζων.

Έως τον Απρίλιο του 2011, πάνω από 500 άτομα συνελήφθησαν, και απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε 300 για συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση Εργκένεκον, η οποία εμφανιζόταν να είναι αυτή υπεύθυνη στην Τουρκία για τα τελευταία 30 χρόνια, για σχεδόν όλες τις περιπτώσεις πολιτικής βίας και πως είχαν υπό τον έλεγχο τους όλα τις παραστρατιωτικές ομάδες στην χώρα. 

Ξεκίνησε τον πόλεμο κατά των αντιπάλων

Ο Ερντογάν λίγο πριν το πραξικόπημα ξεκίνησε την κατατόμηση των στρατιωτικών και την φυλάκιση των αντιπάλων του. Κατόπιν άρχισε ο πόλεμος με τα ΜΜΕ, με κάποια μέσα να γίνονται όργανα προπαγάνδας.

Κάποτε, ο Τούρκος Πρόεδρος είχε δηλώσει κάποτε ότι η δημοκρατία ήταν «ένα όχημα, όχι ένας στόχος», υπονοώντας ότι δεν την έχει απαραίτητα ανάγκη. Από τα μέσα της δεύτερης θητείας του θα άρχιζε αυτό να γίνεται σαφές.

Όλα αυτά τα γεγονότα κατάφεραν να σπάσουν την τουρκική κοινωνία στα δύο: Από τη μία οι υποστηρικτές του «σουλτάνου» και από την άλλη εκείνοι που ένιωθαν καταπιεσμένοι. Στα τέλη εκείνη του έτους γκιουλενιστές στην εισαγγελία κατήγγειλαν τέσσερις υπουργούς της κυβέρνησης και άλλους στενούς συνεργάτες του Ερντογάν για μαζική διαφθορά. Η κίνηση αυτή σηματοδότησε την εκκίνηση ενός ολοκληρωτικού πολέμου ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Γκιουλέν.

Το πραξικόπημα

Στις 9 Οκτωβρίου 2016 στην Κωνσταντινούπολη κατέφτασαν ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίγεφ και ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο.

Στην πραγματικότητα οι «ηγέτες – πυγμής» είχαν βρεθεί εκεί για να στηρίξουν τον Ερντογάν που τρεις μήνες νωρίτερα, στις 15 Ιουλίου 2016, είχε αποκρούσει μία απόπειρα πραξικοπήματος. «Στηρίζετε το έθνος μας και τη δημοκρατία μας, που απειλήθηκαν από ειδεχθή τρομοκρατική ενέργεια» τόνιζε στους ξένους ηγέτες εκείνος.

Η 15η Ιουλίου άνοιξε ποικιλοτρόπως το δρόμο για μετάβαση της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα αλλά και στον αυταρχισμό. Στρατός, αστυνομία, πανεπιστήμια, δικαστήρια – όλος ο κρατικός μηχανισμός, αλλά επίσης μέσα ενημέρωσης και επιχειρηματικός κόσμος υποβλήθηκαν σε σαρωτικές εκκαθαρίσεις μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, το οποίο μεταξύ άλλων έφερε ξανά κοντά τους Ερντογάν – Πούτιν. Ο δεύτερος άφησε κατά μέρος τις συγκρούσεις για τη Συρία και ξέχασε για λίγο την κατάρριψη του Sukhoi από τουρκικό F-16 τον Νοέμβριο του 2015.

Η εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος

Μετά το πραξικόπημα, ο Ερντογάν βρήκε το κενό που χρειαζόταν για να εγκαθιδρύσει ένα απολύτως προσωποπαγές καθεστώς. Το 2017 προχώρησε σε συνταγματική αναθεώρηση αλλάζοντας το σύστημα από προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία σε προεδρική κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Πλέον έχει παραμείνει στην εξουσία 20 χρόνια έχοντας βάλει την τουρκική δημοκρατία σε μία τροχιά παρακμής και την οικονομία σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Η λίρα πλέον έχει καταρρεύσει, και ο πληθωρισμός «έσπασε» το 85% για να μαζευτεί πάλι κοντά στο 64%.

Παρόλα αυτά οι εκλογές πλησιάζουν και οι αναλυτές αναρωτιούνται: Θα αλλάξει άραγε κάτι μετά τις εκλογές του Μαΐου; Τίποτα δεν είναι σίγουρο…

Μοίρασε το άρθρο!