Μίκης Θεοδωράκης: «Το έργο μου έχει δύο όψεις: τον έρωτα και τον αγώνα»

Συνέντευξη του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη στην εφημερίδα «Τα Νέα» με αφορμή τη μεγάλη μουσικοθεατρική παραγωγή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Στην παράσταση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, κείμενα του Μίκη για τον έρωτα, την ξενιτιά, το θάνατο, την επανάσταση, τη «χαμένη εποχή» («Αποχαιρετισμοί», «Μικροί Νάρκισοι», «Εγώ κι Εκείνη», «Πέντε στρατιώτες», αποσπάσματα από «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού» και το «Αρχιπέλαγος», «Ελεγεία για τον Αγαμέμνονα Δάνη» κ.ά.) δέθηκαν με αγαπημένα τραγούδια του Μίκη που έχουν μεγαλώσει και τραγουδηθεί από πολλές γενιές. «Ομορφη Πόλη», «Φαίδρα», «Καημός», «Ραντάρ», «Το τρένο φεύγει στις 8», «Δραπετσώνα», «Βράχο – βράχο», «Της ξενιτιάς», «Ενα δειλινό», «Κόκκινο τριαντάφυλλο», «Απρίλης», «Σαββατόβραδο» και πολλά άλλα. Κομμάτι της παράστασης ήταν αφιερωμένο στο «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και τη «Ρωμιοσύνη» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, που ξεσήκωσε το κοινό.

Ο κορυφαίος συνθέτης μίλησε στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τη μουσική έμπνευση και την «άνοιξη του 1960» με αφορμή την «Όμορφη πόλη».

Ποια θέση στο μουσικό σας σύμπαν κατέχει πλέον η «Όμορφη πόλη», αλλά και οι άλλες δημιουργίες του 1962 όπως «Ενας όμηρος», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», «Επιφάνεια»;

Όλα τα μουσικά μου έργα μετά τον «Επιτάφιο» (1960) σηματοδοτούν την προσπάθειά μου με στόχο την ολοκλήρωση και την εμπέδωση της έντεχνης λαϊκής μουσικής, δηλαδή τη μελοποίηση της ποίησης με στόχο τη συνέχιση του λαϊκού μας τραγουδιού σε ένα νέο επίπεδο τόσο μουσικό όσο και προ παντός ποιητικό. Γι’ αυτόν τον σκοπό πέραν των Ρίτσου, Σεφέρη και Ελύτη, θεωρώ ως «έντεχνους λαϊκούς» και τους ποιητές από τον Νίκο Γκάτσο, τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Δημήτρη Χριστοδούλου μέχρι τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τη Λίνα Νικολακοπούλου, που σε συνεργασία με άλλους τραγουδοποιούς εκτός από εμένα, αγκαλιάστηκαν από τον λαό μας. Πρώτα τον Μάνο Χατζιδάκι και στη συνέχεια όλους τους συνθέτες, από τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Μίμη Πλέσσα, τον Μάνο Λοΐζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Δήμο Μούτση, τον Γιάννη Σπανό, τον Ηλία Ανδριόπουλο, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τόσους άλλους μέχρι τους σημερινούς τραγουδοποιούς.

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι άλλωστε ο προπάτορας αυτής νέας πορείας του ελληνικού τραγουδιού. Οχι μόνο επειδή είναι ο πρώτος που μας αποκάλυψε το ρεμπέτικο τραγούδι αλλά κυρίως γιατί συνέθεσε τα πρώτα έντεχνα λαϊκά μουσικά έργα όπως ο Καραγκιόζης και οι Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές και το τραγούδι του με ποίηση του Νότη Περγιάλη («Μην τον ρωτάς τον ουρανό»), τα οποία θεωρώ κορυφαίες κατακτήσεις στον χώρο της ομορφιάς του ελληνικού τραγουδιού και στα οποία οφείλω την εγκατάλειψη της Ευρώπης και την επιστροφή μου στην Ελλάδα για να αφιερωθώ στο ελληνικό τραγούδι, στο οποίο τελικά έδωσα είκοσι ολόκληρα χρόνια της ζωής μου.

Ο Μάνος, μετά τον κύκλο «Ο Μεγάλος Ερωτικός», συνέχισε μαζί με τον Νίκο Γκάτσο να μας προσφέρει συναρπαστικά δείγματα ουσιαστικής έντεχνης λαϊκής μουσικής με πλήθος νέων «κύκλων» τραγουδιού. Η δε συνεργασία του με την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου με καρπό το μοναδικό «Είμαι αητός χωρίς φτερά» μας αποκαλύπτει μια αληθινή ποιήτρια που συνδύαζε σε πολλά τραγούδια της τη λαϊκή με τη λόγια πλευρά της. Οπως και ένας λαϊκός συνθέτης μπορεί να είναι συγχρόνως ένας καθ’ όλα έντεχνος συνθέτης.

Πέρα από τη «μυθολογία» που κουβαλά εκείνη η δεκαετία ως η «μουσική άνοιξη του 1960», ποια συγκεκριμένα νέα στοιχεία έφερε στη μουσική δημιουργία;

Από την πλευρά μου ασχολήθηκα με όλες τις φόρμες της μουσικής διατηρώντας τις βυζαντινές και λαϊκές ρίζες της μουσικής μου. Από τον Κύκλο Τραγουδιών στην Επιθεώρηση και από τη Λαϊκή Τραγωδία (Τραγούδι του νεκρού αδελφού) στο Λαϊκό Ορατόριο (Άξιον Εστί, Πνευματικό Εμβατήριο) και στο Τραγούδι-Ποταμός (Κατάσταση Πολιορκίας, Επιφάνεια Αβέρωφ).

Οι συνάδελφοί μου ασχολήθηκαν κυρίως με τον Κύκλο Τραγουδιών. Ομως ορισμένοι συνέθεσαν και Λαϊκά Ορατόρια, έτσι που να μπορούμε να πούμε ότι από το 1960 έως σήμερα (βλ. λ.χ. ενδεικτικά και μόνο τα Λαϊκά Ορατόρια του Ξαρχάκου, του Μαρκόπουλου, του Λεοντή, του Μικρούτσικου, του Παπαδημητρίου) η χώρα μας πλημμύρισε από μουσική με δύο χαρακτηριστικά που δεν υπάρχουν σε κανέναν άλλο λαό. Δηλαδή να τραγουδιούνται από όλους τους Έλληνες, όλο τον λαό με μουσική και ποιητική δομή από αξιοσημείωτο έως υψηλό περιεχόμενο. Δεν πρόκειται προφανώς για μια «μυθολογία», δηλαδή για ένα περιορισμένο χρονικά φαινόμενο, αλλά για μια πολιτιστική πνευματική κατάκτηση που το μεγαλείο της είναι ότι εκπορεύεται από τον λαό και πάει στον λαό για να γίνει η βασική καλλιτεχνική του έκφραση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα με εξαίρεση εκείνους τους κύκλους που φοβούνται τον λαό. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αυτό το μοναδικό στον κόσμο πολιτιστικό κίνημα εξακολουθεί να παραμένει αόρατο όπως ακριβώς είναι αόρατο και το οξυγόνο. Δηλαδή πηγή ζωής! Και το χειρότερο από όλες τις διώξεις που δέχεται είναι τα χτυπήματα κάτω από τη μέση, με την υπερπροβολή των υποπροϊόντων με το πρόσχημα ότι προβάλλεται το ελληνικό τραγούδι, ενώ στην ουσία δεν είναι ούτε ελληνικό ούτε τραγούδι και απευθύνεται στα κατώτατα ένστικτα μιας κοινωνίας.

Ποιο είναι το συστατικό που κάνει ένα τραγούδι όπως το «Μέσα στα μαύρα σου κυρά μου τα μαλλιά» να αντέχει στον χρόνο;

Η διαφορετικότητα του ανθρώπου από τα έμβια όντα είναι το γεγονός ότι μόνο αυτός γεννά πνευματικά έργα. Το στοιχείο λοιπόν της γένεσης είναι αυτό που κάνει διαχρονικό το γνήσιο πνευματικό έργο. Κάθε μορφής. Και το τραγούδι. Εάν υπάρχει μόνο κατασκευή, τότε έχει ημερομηνία λήξεως. Αυτή είναι η βασική διαφορά. Δηλαδή ανάμεσα στην πνευματική γένεση και την εγκεφαλική κατασκευή.

Αν ένας νεότερος συνθέτης σάς ζητούσε τη συμβουλή για το πώς να αποδώσει την εποχή του ή να διευθύνει ένα παλιότερο έργο, όπως η «Ομορφη πόλη», τι θα του λέγατε;

Ποιος συνθέτης; Αυτός που γεννήθηκε και έχει την δωρεά της μουσικής έκφρασης; Ή αυτός που θέλει να αυτοαποκαλείται συνθέτης; Στον πρώτο θα έλεγα ότι η έμπνευση δεν αρκεί αλλά χρειάζεται τη γνώση των κανόνων της Μουσικής. Αυτών που υπάρχουν σε όλες τις ζωντανές συνθέσεις των έργων των γεννημένων συνθετών που νίκησαν τον χρόνο. Χωρίς αυτή την θωράκιση, ακόμα και η μεγαλύτερη έμπνευση δεν αρκεί. Κάθε γνήσιο μουσικό έργο έχει ως προϋπόθεση την παρουσία αυτών των δύο στοιχείων: της έμπνευσης και της γνώσης.

Για όσους νομίζουν ότι είναι συνθέτες, δεν έχω τίποτα να πω, αφού επί πλέον ζούμε στην Ελλάδα όπου ο καθένας μπορεί να είναι αυτό που θα δηλώσει.

Με δική σας προτροπή θα ακούγονται στην παράσταση και άλλες διαχρονικές δημιουργίες σας. Τι θα θέλατε να πάρει μαζί του ο θεατής/ ακροατής όταν θα φύγει από την «Όμορφη πόλη» του 2020;

Η «Ομορφη πόλη 2020» του Βάλαρη είναι ένα εντελώς καινούργιο έργο, που έχει βασικά τα στοιχεία μιας σύγχρονης αισθητικής παρουσίασης. Από τότε (1962) έως σήμερα, έχει εξελιχθεί η έντεχνη λαϊκή μουσική με πολλά καινούργια τραγούδια, μέσα στα οποία εξέχουσα θέση κατέχουν αυτά του Άξιον Εστί και της Ρωμιοσύνης. Και μόνο αυτή η επιλογή του Βάλαρη σηματοδοτεί τη φιλοδοξία του να παρουσιάσει στο ελληνικό κοινό πέραν του μουσικού και το ποιητικό μου έργο. Που έχει δύο βασικές όψεις: τον έρωτα και τον αγώνα.

Στην πρώτη κατηγορία επέλεξε τα ποιήματα της εφηβικής μου περιόδου, ενώ στη δεύτερη τα ποιήματα που έγραψα στη Γενική Ασφάλεια στα 1967 και που είναι γνωστά με τον τίτλο «Ο Ήλιος και ο Χρόνος». Τα γεγονότα που έζησα από το 1940 έως το 1960 και μετά από το 1960 έως το 1974 είναι γεγονότα μεγάλου και σκληρού ιστορικού βάρους που είχαν καταλυτική επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα, της ιδεολογίας και της στάσης ζωής. Και δεν είναι φυσικά όλα αυτά τα πάθη μόνο δικά μου αλλά όλου του λαού μας.

Επομένως η «Όμορφη πόλη 2020» είναι ένας καθρέφτης, μέσα στον οποίο οι Νεοέλληνες πιστεύω και ελπίζω ότι θα δουν το πρόσωπό τους διαχρονικά. Από τον Οκτώβρη του 1940 έως σήμερα!

Γιατί κάτω από τις μουσικές, τα ποιήματα και τα πρόσωπα των συντελεστών του έργου φωτίζεται η κοινή προσπάθεια ενός λαού να παραμείνει ο εαυτός του…

Μοίρασε το άρθρο!