Κώστας Χατζηχρήστος: Πολύ γέλιο, πολλή πίκρα. Αμ’ πώς;

Ο κουτοπόνηρος βλάχος Θύμιος, ο ψευτοαστυνομικός στον Ηλία του 16ου, ο Ζήκος στον Μπακαλόγατο, με τον Κώστα Χατζηχρήστο γίνανε κάτι παραπάνω από κινηματογραφικοί ρόλοι, ξεπέρασαν τη μυθοπλασία και απέκτησαν πραγματική υπόσταση. Εν ολίγοις είναι σαν να υπήρξαν ως πραγματικά πρόσωπα, αληθινοί χαρακτήρες ενώ οι ατάκες «Τίποτας», «Ασουπή», «Αμ’ πώς;», «Τ’ άκοσες πολί μου», υιοθετήθηκαν από πολλούς λαϊκούς ανθρώπους και στιγμάτισαν μια ολόκληρη εποχή.

Ο Κώστας Χατζηχρήστος ανήκε στη γενιά εκείνη που το κάθε νούμερο έπαιρνε άλλη μορφή στα χέρια του. «Εβγαινα στη σκηνή κι έκανα άλλο κι όχι αυτό που μου είχαν γράψει. Εβαζα τόσες προσθήκες μέσα, που γινότανε άλλο νούμερο. Δεν τις είχα προετοιμασμένες, γι’ αυτό κι ήταν διαφορετικές κάθε βράδυ» λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος σε μία από τις συνεντεύξεις του.

Η ζωή του…«Θέατρο Χατζηχρήστου»

O Κώστας Χατζηχρήστος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1921. Οι γονείς του κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη και μετά το  διωγμό εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Καβάλα κι ύστερα στη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά τη γέννηση του Κώστα, η πολύτεκνη οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στο Παγκράτι.

Αρχικά, ο Κώστας Χατζηχρήστος ακολούθησε στρατιωτική καριέρα. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ανθυπασπιστών της Σύρας, αλλά πολύ γρήγορα τον κέρδισε το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή τη διάρκεια της Κατοχής με το θίασο του Λουκή Μυλωνά, διάσημο μπουλούκι της εποχής. Στα μέσα της δεκαετίας, μετά από ένα εφήμερο γάμο με κάποια Νίτσα, εγκαθίσταται στην Αθήνα και συμμετέχει σε βαριετέ, στο Θέατρο «Μισούρι» στον Πειραιά και στον θίασο της Νίτσας Γαϊτανάκη, όπου έπαιξε το «Στραβόξυλο» του Δημήτρη Ψαθά. Από το 1945 και για τρία χρόνια δούλεψε στον θίασο οπερέτας του Παρασκευά Οικονόμου. Το 1951 γίνεται ευρύτερα γνωστός με τη συμμετοχή του σε διάφορες επιθεωρήσεις στο Ακροπόλ, δημιουργώντας με επιτυχία τον σατιρικό τύπο του Θύμιου. Το 1952 συγκροτεί δικό του θίασο, αλλά εμφανίζεται και ως συνθιασάρχης με πρωταγωνιστές της μουσικής σκηνής.

Τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με την Καίτη Ντιριντάουα, την οποία παντρεύεται αργότερα, και τον Κούλη Στολίγκα. Ιδιαίτερη επιτυχία γνωρίζει η παράσταση «Κόκα-κόλα» των Γιαλαμά – Θίσβιου – Πρετεντέρη. Συνεχίζει τη θιασαρχική του επιτυχία με κωμωδίες και επιθεωρήσεις: «Σαμπάνια και Ρετσίνα», «Ο Λήσταρχος Νταβέλης», «Σκάνδαλο στο Μουλέν Ρουζ», «Τα φώτα του Φώτη», «Σάντα Τσικίτα», «Ρωμέικη Φιέστα». Η θιασαρχική τριάδα Αυλωνίτη – Βασιλειάδου – Ρίζου συνεργάζεται με τον θίασο του Χατζηχρήστου και ανεβάζουν την κωμωδία «Ο κύριος Πτέραρχος» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου και αργότερα τις κωμωδίες «Κάτω οι γυναίκες» και «Της κακομοίρας».

Το 1963 συνεργάζεται με τον Νίκο Σταυρίδη και τον Γιάννη Γκιωνάκη στην κωμωδία «Εκατό χιλιάδες δολάρια» και στο «Ενας έξυπνος βλάκας» των Ν. Τσιφόρου και Πολ. Βασιλειάδη. Επίσης εμφανίζεται στο έργο «Κομπολόι δέκα χάνδρες» με διάφορα σκετς πολλών συγγραφέων. Αμέσως μετά πρωταγωνιστεί στο έργο-σταθμός της καριέρας του «Ο Ηλίας του 16ου» των Α. Σακελλάριου – Χρ. Γιαννακόπουλου.

Εκείνη την εποχή ανεβάζει και τις πολυδάπανες επιθεωρήσεις «Παριζιάνα» και «Σαμπάνια και πενιές». Το καλοκαίρι του 1965 κάνει μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική και ύστερα στεγάζει το θέατρό του στην ομώνυμη στοά της οδού Πανεπιστημίου. Τον χειμώνα του 1968-69 ανεβάζει εκεί το έργο των Τσιφόρου – Βασιλειάδη «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» με συνθιασάρχες την Αννα Φόνσου και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Αμέσως μετά περιοδεύει με τον θίασό του στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Υστερα συνεργάζεται με τον Μίμη Φωτόπουλο («Ο αεροπειρατής» και «Βίβα απάτα» κ.ά.), με την Αννα Φόνσου και τον Θ. Καρακατσάνη («Δύο γάτοι ερωτιάρηδες» και «Η τιμή της αδελφής μου») καθώς και με τον Ντίνο Ηλιόπουλο («Καίσαρ και Ναπολέων» κ.ά.).

Δεν σταμάτησε να εμφανίζεται κατά διαστήματα με δικούς του θιάσους, παρουσιάζοντας συνήθως επιθεωρήσεις ή πρόζα. Το 1994-95 έπαιξε στο θέατρό του την επιθεώρηση «Δεν ήξερες, δεν ρώταγες», ενώ τον επόμενο χειμώνα ανεβάζει σε συνεργασία με τον Γ. Πάντζα το έργο του K. Παπαπέτρου «Τρελάθηκα και σώθηκα».

Η πλούσια κινηματογραφική του δραστηριότητα περιελάμβανε διακόσιες περίπου ταινίες. Πρώτη του εμφάνιση στον «Πύργο των ιπποτών» (1952). Ακολουθούν: «Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα», «Εχει θείο το κορίτσι», «Λαός και Κολωνάκι», «Ο Θύμιος τα ‘κανε θάλασσα», «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Ο Θύμιος τα ‘χει 400», «Ο Δήμος απ’ τα Τρίκαλα», «Ο Μιχαλιός του 14ου Συντάγματος», «Ο ταυρομάχος προχωρεί», «Ο παράς και ο φουκαράς», «Ο θαλασσόλυκος», «Ο Μελέτης στην άμεσο δράση», «Ο κακός, ο ψυχρός και ο ανάποδος», «Ο Ηλίας του 16ου», «Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει», «Ο Θύμιος εναντίον Τσίτσου» κ.ά.

Από την αξιοζήλευτη σε αριθμό ταινιών φιλμογραφία του, ο ίδιος ξεχώριζε τον «Μπακαλόγατο», αλλά ο ρόλος με τον οποίο άφησε τη σφραγίδα του ήταν ο βλάχος, ο Θύμιος από την Μακρακώμη. Τόσο ώστε -όπως έλεγε- πολλοί νόμιζαν ότι κατάγεται από εκεί.

Ο Θύμιος του «αμ πώς!» και της «ασωπής», που γέμιζε τα θέατρα και τους κινηματογράφους, που βρήκε στο ύφος και στο στιλ του πολλούς μιμητές, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ξενοδοχεία, ενώ χρέη και μια χρονοβόρα δικαστική εμπλοκή τού είχαν στερήσει το «Θέατρο Χατζηχρήστου», το οποίο θεωρούσε «σπίτι του». Η επιθυμία του να επιστρέψει για να παίξει για τελευταία φορά δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί.

Ο Κώστας Χατζηχρήστος είχε μια πολυτάραχη ζωή. Γυναίκες, αλκοόλ και μια οικονομική καταστροφή ήταν πλευρές που σημάδεψαν τη ζωή του.

Ένας Δον Ζουάν

Ο Κώστας Χατζηχρήστος υπήρξε μεγάλος γόης και η έντονη σχέση του με το γυναικείο φύλο είναι γνωστή στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Έκανε τέσσερις γάμους και είχε πολλούς έρωτες.  Ωστόσο ο ίδιος αφοπλίζει με την ειλικρίνειά του για όσες είχε στο πλευρό του ως ερωμένες του. «Πρώτα απ’ όλα οι γυναίκες δεν έπαιξαν μόνο σε ‘μένα καθοριστικό ρόλο, αλλά φαντάζομαι σε κάθε άντρα ανεξάρτητα από επάγγελμα, τάξη και χρώμα. Τώρα ιδιαίτερη αδυναμία εκτός από τις νόμιμες συζύγους μου Μαίρη Νικολαΐδου και Καίτη Ντιριντάουα είχα στην Άννα Φόνσου, τη Μάρθα Καραγιάννη, την Ντίνα Τριάντη, τη Σπεράντζα Βρανά και την Μπεάτα Ασημακοπούλου. Ειδικά για την Αννούλα τη Φόνσου πρέπει να σου πω ότι ήταν ένα από τα πιο καθοριστικά κίνητρα της ζωής μου», όπως αφηγείται στην αυτοβιογραφία του, γραμμένη από τον Πέτρο Γεωργιόπουλο «Ο Χατζηχρήστος τα λέει όλα».

Η Σπεράντζα Βρανά μιλώντας για τον Κώστα Χατζηχρήστο, στη δική της αυτοβιογραφία λέει «αποκλείεται να αποφύγεις εντελώς ν’ αναφερθείς στις ερωτικές και σεξουαλικές δραστηριότητές του. Γιατί ο Κώστας είναι πληθωρικά σεξουαλικός και ερωτικός. Από τότε που τον θυμάμαι είχε πάντα μια μόνιμη συζυγία που ήταν ή γάμος ή δεσμός, και συγχρόνως αμέτρητες κι ατελείωτες ερωτικές περιπέτειες, έρωτες, πηδήματα, αντιζηλίες, μαλλιοτραβήγματα, ιστορίες με δρακόντους… Ήταν ένα είδος Δον Ζουάν. Ούτε χαρτιά, ούτε ιππόδρομος, ούτε ναρκωτικά. Μια ζωή θέατρο και γυναίκες, και ωραίες γυναίκες, όχι γυναίκα να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι… Αναρωτιόμουν πάντα πώς τις προλάβαινε και προπαντός πώς κατάφερνε τόσες όμορφες γυναίκες που πέρασαν κατά καιρούς απ’ τη ζωή του, απ’ την καρδιά του κι απ’ το κρεβάτι του, να τον ερωτευτούν… Κάποτε έμαθα. Ο Κώστας έχει το ταλέντο που λίγοι άντρες έχουν! Όταν είναι ερωτευμένος, αφοσιώνεται ολόψυχα γι’ αυτό το μικρό διάστημα που κρατάει ο έρωτας, η καψούρα θα την έλεγα εγώ, και το δείχνει με κάθε δυνατό τρόπο, που θα είναι μια γλυκιά κουβέντα, ένα αγκάλιασμα σε στιγμή απρόσμενη ή κάποιο λαχταριστό δώρο, έτσι ξαφνικά, όταν δεν το έχεις ζητήσει κι όταν δεν το περιμένεις, αλλά το έχεις ποθήσει κρυφά, κι εκείνος διάβασε τη σκέψη σου, που μπορεί να είναι από ένα λουλούδι μέχρι έναν πίνακα αξίας. Όχι, δεν έχω προσωπική πείρα. Δε μου ρίχτηκε ποτέ».

«Στις πυραμίδες έμαθα το αλκοόλ»

Ο σπουδαίος Έλληνας κωμικός κατέφευγε τις δύσκολες στιγμές στο αλκοόλ. Ο ίδιος εξηγεί στην αυτοβιογραφία του πως ξεκίνησε αυτή η σχέση και εξάρτηση. «Το περιστατικό που θα σου πω είναι από αυτά που σημαδεύουν την ψυχή του ανθρώπου. Έτσι και ‘μένα με κλόνισε τόσο πολύ που πέρασε πολύς καιρός μέχρι να συνέλθω. Τέλος πάντων. Ήταν γύρω στο 1953 και πάμε τουρνέ στην Αίγυπτο. Πάω πρώτη φορά και μου φαινόταν παράδεισος. Φοίνικες, εξωτικές νύχτες, πυραμίδες, ήμουν όλο χαρά που όμως την πλήρωσα ακριβά. Ήταν ένας θίασος καταπληκτικός και μεγάλος. Έπαιζε ο Κούλης Στολίγκας, η Άννα Καλουτά και άλλοι ηθοποιοί. Ξέχασα να σου πω ότι στην Αίγυπτο δεν πήγα μόνος μου. Πήρα και τη γυναίκα μου, το παιδί μου και τη θεία της γυναίκας μου που μας βάσταγε και το παιδί. Όταν φτάσαμε, μετά από μερικές ημέρες γίνονται τα βαφτίσια της κόρης μου. Νονός ήταν ο Μενέλαος Θεοφανίδης.

Μετά από τα βαφτίσια έγινε ένα τρικούβερτο γλέντι στο οποίο δεν ήμουνα… εγώ!!! Μάλιστα ήμουν απών από τα βαφτίσια της κόρης μου και το λόγο δεν θα τον πω. Είναι από τα μυστικά που δεν λέγονται. Την εποχή εκείνη στην Αίγυπτο βασίλευε ακόμα ο πολύς Φαρούκ, ο οποίος κάποια μέρα κάλεσε όλο το θίασο για επίσημο γεύμα. Ο μόνος που δεν πήγε, ήμουν εγώ. Έτσι δεν γνώρισα τον Φαρούκ ούτε αυτός εμένα. Ο λόγος που δεν πήγα, δεν ήταν γιατί το έπαιζα ψιλομύτης, αλλά εγώ απέφευγα πάντα τα γεύματα με τους μεγάλους, γιατί αισθανόμουν άβολα. Αισθανόμουν ένα φτωχόπαιδο που δεν ταίριαζε στα “μεταξωτά βρακιά”. Ένα βράδυ όμως ο βασιλιάς Φαρούκ καλεί όλο το θίασο περιήγηση στις πυραμίδες. Έρχεται λοιπόν η μεγάλη Άννα Καλουτά και μου λέει: “Κώστα, πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις μαζί με το παιδί”. Τελικά πείθομαι και πάω. Πράγματι έγινε μεγάλο γλέντι. Μόνο που δεν ήρθε ο Φαρούκ. Πολλά πράγματα σημάδεψαν τη ζωή μου στην Αίγυπτο. Φαίνεται είχαν δώσει “ραντεβού” όλα τα βάσανά μου. Και ένα από αυτά ήταν το αλκόολ. Και ειδικά το ουίσκι. Μάλιστα, εκεί το πρωτοήπια.

Θυμάμαι και αυτό που πρέπει να πω: ότι το ουίσκι μου το έμαθε ο Κούλης Στολίγκας και μάλιστα την ημέρα που το δοκίμασα ήταν η ημέρα της γιορτής μου. Τότε η γεύση μου είχε προκαλέσει αηδία και το είχα χαρακτηρίσει σαν κοριόζουμο. Αργότερα όμως το ήθελα τόσο πολύ που επειδή απαγορευόταν μετά τις 12 το βράδυ, έκανα το εξής κόλπο: το έβαζα σε ένα λερωμένο από καφέ φλιτζάνι και το έπινα, ενώ οι Αιγύπτιοι νόμιζαν ότι έπινα καφέ. Αλλά όλα αυτά δεν είναι τίποτα. Το χειρότερο το έπαθα καθώς τελείωναν οι παραστάσεις και επιστρέφαμε στην Αθήνα. Τότε με παράτησε η γυναίκα μου. Τα έφτιαξε με έναν γιατρό και εγώ επέστρεψα στην Αθήνα μαζί με το παιδί μου και τη θεία και τη Μαίρη. Έμεινε εκεί. Και ‘μένα έμεινε ένα κομμάτι της ζωής μου εκεί…»

Ο Ηλίας του 16ου και τα χαστούκια στον Βέγγο

«Αν με ρωτήσεις πόσες ταινίες έχω κάνει, θα σου πω: 186. Γι’ αυτό δεν τις θυμάμαι όλες. Μία όμως θυμάμαι καλά και θα μου μείνει αξέχαστη, όχι τόσο γιατί ήταν μεγάλη επιτυχία, όσο για τα περιστατικά που συνέβησαν στη διάρκεια των γυρισμάτων της. Αυτή η ταινία “Ο Ηλίας του 16ου” με ‘μένα και τον Θανάση Βέγγο» αφηγείται ο Χατζηχρήστος και θυμάται. «Σκηνοθέτη είχαμε τον Αλέκο Σακελλάριο και οπερατέρ το φίλο μου Ντίνο Κατσουρίδη. Θυμάμαι σε αυτή την ταινία τα βάσανα που πέρασε ο Θανάσης εξαιτίας μιας σκηνής του έργου που έπρεπε να φάει ένα χαστούκι… Νομίζω πως ο Θανάσης είναι ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός με τεράστια επιμονή και υπομονή. Ήταν λοιπόν η σκηνή που εγώ έπαιζα έναν ψευτοαστυφύλακα κι ο Βέγγος έναν φουκαριάρη κακοποιό. Ήταν η σκηνή που έβγαλε και το περισσότερο γέλιο, αλλά και αυτή που ταλαιπώρησε τον μεγάλο μας ηθοποιό. Τον αρπάζω από το γιακά τον Βέγγο και αρχίζω τα χαστούκια, όπως έλεγε το σενάριο. Το πρόβλημα άρχισε όταν έπεσε το πρώτο χαστούκι. Τότε ο Βέγγος από τη δύναμη έφυγε από την κινηματογραφική μηχανή. Αρχίσαμε ξανά. Πάλι έφυγε από τη μηχανή. Φαπ. Μανούλα! Και άντε από την αρχή, φαπ. Μανούλα. Περίμενε κάθε λίγο και λιγάκι μετά από το χαστούκι όλο το συνεργείο και ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας Αλέκος Σακελλάριος πότε θα συνέλθει ο Βέγγος από το χαστούκι. Με τη συναίνεση του Βέγγου τα χαστούκια έπρεπε να είναι αληθινά. Στο μεταξύ η ώρα περνούσε και η σκηνή δεν τέλειωνε. Άσε που αρχίσαμε να μακιγιάρουμε το Θανάση γιατί το μάγουλό του είχε κατακοκκινίσει από τα χαστούκια. Δεν θα το πιστέψετε αλλά έτσι με το χαστούκι φάγαμε ολόκληρη ημέρα. Και επιτέλους ένα από τα χαστούκια ήταν πετυχημένο…».

Η οικονομική καταστροφή

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, ο Κώστας Χατζηχρήστος βρέθηκε σε μεγάλο οικονομικό μαρασμό. Από τη μια οι μεγάλες παραστάσεις και τα υπέρογκα έξοδα, και από την άλλη η σπάταλη ζωή τον ανάγκασαν να βρίσκεται όπως και ο ίδιος παραδέχεται σε οικονομικό γκρεμό. «Πρέπει να μάθει όλος ο κόσμος κάτι που ίσως δεν ξέρει. Ότι εγώ δεν παίρνω ούτε μία δραχμή παρόλο που οι ταινίες μου είναι σε συνεχή προβολή. Και έφτασε στο σημείο μέσα σε μία βδομάδα να παιχτούν τρεις ταινίες μου μαζεμένες. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι και κονομάνε, αλλά πάντως είναι άδικο για ‘μένα. Ο κόσμος μπορεί βλέποντας τις ταινίες μου να νομίζει ότι ο Χατζηχρήστος τα κονομάει χοντρά. Λάθος. Άλλοι τα κονομάνε και όχι εγώ. Και γι’ αυτό εκφράζω κάποιο παράπονο γι’ αυτή τη μεταχείριση. Τέλος πάντων. Μιλήσαμε για επιτυχημένες ταινίες και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για αποτυχημένες ταινίες που με έβαλαν μέσα οικονομικά με τα τσαρούχια. Βλέπεις και οι δουλειές έχουν ρίσκα και εγώ πάντα ρισκάριζα. Και κάτι άλλο: εγώ είχα το ψώνιο να θέλω να ‘μαι παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής.

Λοιπόν κάνω μια ταινία με τον τίτλο “Ο ταχυδρόμος προχωράει” και ελαφρώς καταστρέφομαι οικονομικά. Δηλαδή τι ελαφρώς, που μου άλλαξε τα φώτα. Η ταινία πήγε πάτος…Δεν ήμουν κανένας αληταράς, ούτε χαρτοπαίχτης που τα ‘παιζα και τ’ άφηνα νηστικά, ούτε ιππόδρομο ούτε τίποτα. Τώρα πώς τα έτρωγα; Μη ρωτάτε. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι δεν τα ‘φαγα τα λεφτά μόνος μου. Πάντα με συνεργάτες, φίλους και γνωστούς. Ποτέ μόνος μου. Αλλά τα πιο χοντρά λεφτά χαθήκανε σε δουλειές θεατρικές και κινηματογραφικές. Και όσοι ξέρουν απ’ αυτά, με καταλαβαίνουν πιο πολύ. Πάντως ποτέ δεν δείλιασα και πάντα ρίσκαρα. Κι εκείνη την εποχή το χρήμα ήταν χρήμα. Το μόνο που κατορθώσαμε εγώ και το αδελφάκι μου, ο Δήμος, ήταν να φτιάξουμε ένα θέατρο που την εποχή που το πήραμε ήταν ένα παλιό υπόγειο σε κακά χάλια. Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και εγώ έκανα τα λάθη μου, αλλά με αδίκησαν. Ειδικά στους καλλιτεχνικούς κύκλους η κακία, η ζήλια και ο παραγκωνισμός είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Πρέπει να έχεις σιδερένια νεύρα και ταλέντο. Θα ήμουν όμως αχάριστος αν πω ότι δεν είδα μεγάλη δόξα και ότι δεν κονόμησα λεφτά. Μέσα από την Τέχνη τακτοποίησα τα παιδιά μου και τη δεύτερη γυναίκα μου την Ντιριντάουα. Το θέατρο και ο κινηματογράφος μου άφησαν μια γεύση σαν πικρό μέλι. Μαζί με τις χαρές γεύτηκα και την πίκρα».

Το 1964 ανεβάζει στο ΠΑΡΚ την επιθεώρηση «Παριζιάνα» όπου συμμετείχε το περίφημο Καζινό ντε Παρί, ένα από τα πιο γνωστά –τότε- καμπαρέ του Παρισιού. Ήταν μια πανάκριβη παραγωγή, με αυτοκίνητα επί σκηνής, πολλούς ηθοποιούς και μπαλέτα. Συνολικά απασχολούσε 118 άτομα. Όλους τους πλήρωνε ο Χατζηχρήστος. Η τότε γυναίκα του, η Ντιριντάουα είχε υπολογίσει πως ακόμα και αν το θέατρο ήταν γεμάτο κάθε μέρα, πάλι ο Χατζηχρήστος θα έχανε ημερησίως 38.000 δραχμές. Έτσι αναγκάστηκε να βάλει ακριβό εισιτήριο, αλλά το χειρότερο ήταν που υποχρέωσε τους άντρες θεατές να προσέρχονται στο θέατρο με γραβάτα. Το έργο στην αρχή πήγε καλά αλλά αργότερα, όταν ανέβηκε δίπλα στο Μετροπόλιταν επιθεώρηση, άρχισε σιγά σιγά να χάνει θεατές μέχρι που τελικά οδήγησε την επιχείρηση του Χατζηχρήστου σε πραγματικό φιάσκο. Τότε ήταν που ο Χατζηχρήστος έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό, και μάλιστα επί σκηνής.

Όσο για τη γενναιοδωρία του, ενδεικτικά μαθαίνουμε από αφηγήσεις συναδέλφων του στην εκπομπή της ΕΡΤ, «Τα αστέρια λάμπουν για πάντα».
Βάσια Τριφύλλη: «Ο Κώστας, απ’ ό,τι θυμάμαι, τελειώναμε την παράσταση, φεύγαμε και …«αγόραζε παρέα», πώς να στο εξηγήσω, μάζευε έναν κόσμο ολόκληρο γύρω του και πηγαίναμε και τρώγαμε και ήμαστε 10 άτομα, 15 άτομα… Να πληρώσεις; Α, Παναγία μου, δε σου ξαναμίλαγε ποτέ. Δεν υπήρχε περίπτωση να πληρώσεις εφόσον ήσουν σε τραπέζι του Χατζηχρήστου».
Κώστας Καραγιάννης: «Δεν αγαπούσε τα χρήματα για τα χρήματα. Τα ξόδευε. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης ή φτωχός άνθρωπος που να μην έχει ωφεληθεί από τον Χατζηχρήστο. Όλα του τα λεφτά τα διέθετε σε ανθρώπους που πραγματικά είχαν ανάγκη και γι’ αυτό ίσως πολλοί απ’ αυτούς δεν τον ξέχασαν και αργότερα στις δύσκολες στιγμές του».

Ο επίλογος

Η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής του άρχισε όταν έχασε ξαφνικά την Ελένη Πανταζή, την τέταρτη του γυναίκα, μόλις στα 42 της χρόνια. Την ίδια εποχή έχασε και το θέατρό του και έτσι κατέφυγε στο ποτό, από το οποίο δεν ξέκοψε ποτέ. Ταυτόχρονα υπέφερε από οικονομικά προβλήματα ενώ τα τελευταία χρόνια έπασχε από καρκίνο. Τελικά έφτασε να μην έχει ούτε σπίτι για να μείνει. Έτσι πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του φιλοξενούμενος σε ένα ξενοδοχείο.

Ο Κώστας Χατζηχρήστος πέθανε στην Αθήνα από λοίμωξη του αναπνευστικού στις 3 Οκτωβρίου 2001, σε ηλικία 80 ετών.

Μοίρασε το άρθρο!