Καταλανικό, το αιώνιο πρόβλημα της Ισπανίας: Αυτή είναι η ιστορία…

 

Η Ισπανία οδηγείται σε βουλευτικές εκλογές στις 10 Νοεμβρίου με το καταλανικό ζήτημα αναζωπυρωμένο. Μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 14 Οκτωβρίου, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας καταδίκασε σε ποινές κάθειρξης 9-13 ετών εννέα αυτονομιστές ηγέτες για την απόπειρα απόσχισης του Οκτωβρίου του 2017. Έκτοτε, η βορειοανατολική Ισπανία είναι κέντρο μαζικών διαδηλώσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων ξέσπασαν πρωτοφανούς βιαιότητας συγκρούσεις με περισσότερους από 600 τραυματίες και 200 συλλήψεις.

Οι διαδηλωτές, νέοι στην πλειοψηφία τους, ζητούν τη χορήγηση αμνηστίας προς όλους τους κρατουμένους, το τέλος της αστυνομικής καταστολής, αξιοπρεπές μέλλον για τη γενιά τους και δημοψήφισμα για τον αυτοκαθορισμό της περιοχής των 7,5 εκατομμυρίων κατοίκων. Όπως αναφέρουν στις ανακοινώσεις τους, «ορθώνουνε το ανάστημά μας κατά της καταπάτησης των δικαιωμάτων, όχι μονάχα πολιτικών και ατομικών αλλά επίσης κοινωνικών, καθώς το μέλλον της γενιάς τους είναι πολύ ζοφερό». H Βαρκελώνη είναι πλέον το επίκεντρο του μεγαλύτερου προβλήματος που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση της Μαδρίτης – ένα πρόβλημα με βαθιές ιστορικές ρίζες.

 Ποια είναι όμως η ιστορία και γιατί οι Καταλανοί θέλουν την ανεξαρτησία τους;

Οι Ισπανοί που «επιθυμούν να δημιουργήσουν μια διαφορετική Ισπανία»

Τον Οκτώβριο του 2017, η διαμάχη μεταξύ της Καταλονίας και της κεντρικής ισπανικής κυβέρνησης κορυφώθηκε. Μια μεγάλη έρευνα που διεξήχθη 40 χρόνια νωρίτερα, το 1977, είχε αποκαλύψει ότι μόνο το 5% των Καταλανών ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας. Μέχρι το 2005 το ποσοστό είχε ανέλθει σε 12%. Στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου 2017 – που κηρύχθηκε παράνομο από την κυβέρνηση της Μαδρίτης – το 92% του «εκλογικού σώματος» ψήφισε υπέρ ενός ανεξάρτητου καταλανικού κράτους.

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Η Καταλονία έχει τη δική της πολιτισμική ταυτότητα και ένα ισχυρό αυτονομιστικό κίνημα, παρά τις καταστολές από τη Μαδρίτη.

Οι άνθρωποι ζούσαν σε αυτό που σήμερα ορίζεται ως Καταλονία από την προϊστορία, όταν προέκυψε μια κοινωνία Ιβηρικών φυλών. Τον 6ο αιώνα π.Χ. έφτασαν Έλληνες άποικοι. Γύρω στο 220 π.Χ., ανέλαβαν οι Ρωμαίοι. Καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε τον 5ο αιώνα μ.Χ., η περιοχή έγινε ευάλωτη στην εισβολή διάφορων γερμανικών εθνοτήτων.

Όπως αναφέρει και το historytoday, η πρώτη αναφορά στην Καταλονία εμφανίζεται τον 12ο αιώνα. Ήταν μια περιοχή που περιλάμβανε τη βορειοανατολική γωνία της Ιβηρικής χερσονήσου, αποτελούσε κεντρική συνιστώσα στο στέμμα της Αραγονίας και αναδείχθηκε σε μεγάλη ναυτική δύναμη. Την ίδια εποχή, η καταλανική γλώσσα έκανε τις πρώτες γνωστές γραπτές εμφανίσεις της. Με τη Βαρκελώνη ως de facto πρωτεύουσα της Αραγονίας, η περιοχή ήταν μια σημαντική μεσογειακή δύναμη και ο 14ος και 15ος αιώνας ήταν μια χρυσή εποχή για την καταλανική κουλτούρα και πολιτική επιρροή.

Όταν ο Φερδινάνδος Β’ της Αραγονίας παντρεύτηκε την Βασίλισσα Ισαβέλλα της Καστίλλης το 1469, η Καταλονία έγινε μέρος μιας ενοποιημένης Ισπανίας. Αν και η Καταλονία διατήρησε αρχικά τα θεσμικά της όργανα, καταργήθηκε τελικά η ανεξαρτησία της και ενσωματώθηκε πλήρως στο ισπανικό κράτος. Αυτό πυροδότησε ένα άγριο καταλανικό αποσχιστικό κίνημα που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα αλλά παράλληλα και μια μακρά περίοδο παρακμής της καταλανικής εποχής, βασικά της οικονομίας.

Το 1640 η Καταλονία εξεγέρθηκε ενάντια στο συγκεντρωτισμό της μοναρχίας στην Καστίλλη. Η Καταλανική εξέγερση νικήθηκε και οδήγησε στην προσωρινή ενσωμάτωση της Καταλονίας στο Γαλλικό Βασίλειο, που άκμαζε σε αντίθεση με το Ισπανικό, μέχρι την υπογραφή της συνθήκης των Πυρηναίων το 1648 που καρατόμησε την περιοχή και παρέδωσε οριστικά στη Γαλλία την Βόρεια Καταλονία.

Για τα επόμενα 200 χρόνια, η Ισπανία ακολούθησε πιστά το γαλλικό μοντέλο συγκέντρωσης κάτω από μια απολυταρχική μοναρχία με την επιβολή ενός κεντρικού κράτους.

Στα μέσα του 19ου αιώνα, η οικονομική αντίθεση της Καταλονίας με την υπόλοιπη Ισπανία ήταν ξεκάθαρη. Η πρώιμη εκβιομηχάνιση και ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων σήμαινε ότι η περιοχή συνεισέφερε 22% της ισπανικής βιομηχανίας, ενώ η Μαδρίτη συνέβαλε μόλις στο 3%. Παράλληλα,
η λογοτεχνική αναγέννηση της καταλανικής γλώσσας συνετέλεσε στην δημιουργία ενός ρομαντικού αυτονομιστικού ρεύματος, γνωστού και ως καταλανισμός, που έθεσε υπό αμφισβήτηση την κυρίαρχη άποψη περί της ύπαρξης ενός ενιαίου ισπανικού έθνους.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο κορυφαίος θεωρητικός του καταλανισμού, Enric Prat de la Riba, περιέγραψε τους Καταλανούς ως Ισπανούς που «επιθυμούν να δημιουργήσουν μια διαφορετική Ισπανία». Εκτός από την οικονομική της δύναμη, η Καταλονία ήταν επίσης ξεχωριστή λόγω της ύπαρξης ενός μοναδικού εργατικού κινήματος – επικεντρωμένου στον αναρχισμό – το οποίο συγκρούστηκε συχνά με τους Καταλανούς εθνικιστές.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και τον εμφύλιο πόλεμο, το καταλανικό εργατικό κίνημα – το οποίο ήταν πάντα ιδιαίτερα ισχυρό και λόγω της εκβιομηχάνισης της περιοχής – ήταν μοναδικό στην Ευρώπη λόγω της προσκόλλησής του στον αναρχοσυνδικαλισμό. Καμία πόλη δεν είχε βιώσει ποτέ την δυνατή επιρροή του αναρχισμού όσο η Βαρκελώνη. Το αναρχικό κίνημα παρέμεινε ιδιαίτερα αφοσιωμένο στον διεθνισμό. Επομένως, το κίνημα υπέρ της ανεξαρτησίας δεν μπόρεσε να αποκτήσει ούτε την υποστήριξη του εργατικού κινήματος ούτε της αστικής τάξης. Ως εκ τούτου, το κίνημα για την ανεξαρτησία ήταν κατακερματισμένο.

Κατά τον 20ό αιώνα η Βαρκελώνη συμβολίζει όλο και περισσότερο την έντονη πολιτική ανυπακοή και τις συγκρούσεις. Ταυτόχρονα για το κράτος της Μαδρίτης συμβολίζει μαζί με τη Χώρα των Βάσκων τους «εσωτερικούς εχθρούς».

Ωστόσο, ο καταλανισμός ήταν διαφορετικός από τον εθνικισμό των Βάσκων. Ήταν ένα πολιτικό κίνημα ενάντια στη γραφειοκρατική και συχνά διεφθαρμένη πρωτεύουσα της Μαδρίτης, με τη δική του κουλτούρα που αναζητούσε και την αυτονομία στην Ισπανία και όχι τη διάλυση της χώρας.

Όταν η Ισπανία έγινε δημοκρατία το 1931, χορήγησε στην Καταλονία ημιαυτόνομο καθεστώς. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, η Καταλονία υποστήριξε την αριστερή πλευρά του Λαϊκού Μετώπου και μετά από αυτό ο φασίστας στρατηγός Φράνκο απομάκρυνε εκ νέου την Καταλονία από την αυτονομία της, περιορίζοντας την καταλανική γλώσσα και καταπιέζοντας τα έθιμά της.

Η νίκη του Φρανθίσκο Φράνκο το 1939 ήταν μια νίκη του ισπανικού εθνικισμού και η εγκαθίδρυση μιας μακράς διάρκειας δικτατορίας προσπάθησε να βάλει τέλος στο πρόβλημα της Ισπανίας με τα μειονοτικά έθνη.

Ο Ramón Serrano Suñer, γαμπρός του Φράνκο και υπουργός Εσωτερικών, δήλωνε στη  ναζιστική εφημερίδα Völkischer Beobachter ότι ο καταλανικός πληθυσμός ήταν «ηθικά και πολιτικά άρρωστος». Ακολούθησαν συστηματικές κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, δεκάδες χιλιάδες Καταλανοί βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και πολλοί περισσότεροι αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της εξορίας.

Αν και φαινόταν βέβαιο ότι το αυτονομιστικό κίνημα θα συνθλιβόταν, ωστόσο, αυτό δεν συνέβη. Ο καταλανισμός επανεμφανίστηκε στο τέλος της δικτατορίας του Φράνκο το 1975, ακόμα πιο ριζωμένος από ό, τι πριν από τον εμφύλιο πόλεμο.

Καθώς η Ισπανία εισήλθε σε μια νέα δημοκρατική εποχή στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αντιμετώπισε και πάλι το καταλανικό πρόβλημα. Ο συμβιβασμός, γνωστός ως το ημιαυτόνομο σύστημα που δημιουργήθηκε μεταξύ 1978 και 1981, έδωσε στην Καταλονία και σε άλλες 16 περιφέρειες τα δικά τους περιφερειακά κοινοβούλια, σημαία και ύμνο.

Όμως η απρόθυμη και οδυνηρά αργή μεταβίβαση εξουσιών από τη Μαδρίτη στη Βαρκελώνη τροφοδότησε εκ νέου τη δυσαρέσκεια στην Καταλονία. Ταυτόχρονα, η Καταλονία θεμελίωσε το δικό της εκπαιδευτικό σύστημα, ραδιοφωνία και τηλεόραση στην καταλανική γλώσσα.

Γιατί η πλουσιότερη περιφέρεια της Ισπανίας θέλει ανεξαρτησία

Σύμφωνα και με το δημοσίευμα του nationalgeographic, η καταλανική βιομηχανική κυριαρχία στην Ισπανία διήρκεσε από τα μέσα του 19ου μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Το 1983, η Καταλονία είχε το δεύτερο υψηλότερο ΑΕΠ μεταξύ των ισπανικών περιφερειών. Σήμερα συμβάλλει στο 18,5% του ισπανικού ΑΕΠ και παράγει το 26% της ισπανικής βιομηχανικής παραγωγής. Έτσι, η αποχώρηση της Καταλονίας θα ήταν καταστροφή για την Ισπανία.

Στις εκλογές για το πρώτο καταλανικό κοινοβούλιο το 1980, δεν εκλέχθηκε κανένας ανοιχτά υπέρ της ανεξαρτησίας υποψήφιος. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1990, η έννοια της ανεξαρτησίας άρχισε να εισέρχεται ολοένα και περισσότερο στον πολιτικό λόγο, ενώ μετά την κρίση χρέους της Ισπανίας το 2008 και την απόφαση του δικαστηρίου του 2010 που περιόρισε την αυτονομία της περιοχή μια ανανεωμένη ώθηση για ανεξαρτησία έπληξε την Καταλονία.

Το 2014, το 80% των Καταλανών συμμετεχόντων ψήφισε ναι σε ένα ανεπίσημο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας. Τρία χρόνια αργότερα, το 90% των συμμετεχόντων ψήφισαν ναι. Ωστόσο, η Ισπανία επέμεινε ότι το δημοψήφισμα δεν είχε συμβεί, και μετά από βίαιη αστυνομική καταστολή, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας το έκρινε παράνομο.

Σήμερα, ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Καταλανίας έχει στο πλευρό του και τη μεσαία τάξη. Με την άφιξη της οικονομικής κρίσης το 2008, οι Καταλανοί ένιωσαν πολύ δυσαρεστημένοι από τη χρηματοδοτική συνεισφορά τους στη Μαδρίτη, ενώ οι επιχειρήσεις έκλεισαν και οι ευκαιρίες απασχόλησης μειώθηκαν.

Από τη δεκαετία του 1880 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το καταλανικό ζήτημα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ανεπίλυτα ερωτήματα που αντιμετώπιζε η ισπανική πολιτική. Ο συμβιβασμός του 1978 ήταν γενικά επιτυχής μέχρι να καταρριφθεί από την οικονομική κρίση του 2008.

Το 2006, τα κυριότερα καταλανικά κόμματα, από τα αριστερά ως και τα δεξιά εθνικιστικά, παρουσίασαν σχέδιο ενός νέου καθεστώτος αυτονομίας. Στόχος ήταν η εδραίωση των περιφερειακών δυνάμεων για τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, οι Ισπανοί συντηρητικοί ερμήνευσαν το σχέδιο αυτό ως απειλή για την ισπανική ενότητα και απεστάλη στο ισπανικό Ανώτατο Δικαστήριο για να εκδώσει την κρίση. Το Δικαστήριο χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να αποφασίσει και όταν το έπραξε τελικά – κατά του καθεστώτος αυτονομίας – ήταν σε μια περίεργη στιγμή, καθώς η Καταλονία και η Ισπανία βρισκόταν στη μέση της χειρότερης οικονομικής κρίσης από τη δεκαετία του 1930.

Σήμερα, το καταλανικό ζήτημα έχει γίνει το μεγαλύτερο πολιτικό πρόβλημα της Ισπανίας. Αν και η Μαδρίτη έχει μέχρι στιγμής αντισταθεί στις εκκλήσεις Ισπανών εθνικιστών για ακόμα πιο βίαιη καταστολή των διαδηλωτών, οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές – και η απειλή ενός άλλου δημοψηφίσματος – θα μπορούσαν να αλλάξουν τη στάση της.

Μοίρασε το άρθρο!