Η πρώτη καραντίνα – Ο Καποδίστριας και η επιδημία της πανώλης

Ο εορτασμός των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση σε μία σύγχρονη συγκυρία πανδημίας, μάς φέρνει στο νου ότι η ιστορία όντως επαναλαμβάνεται και στα θέματα υγείας…

Για την εποχή της Επανάστασης, υπάρχουν πολλές γραπτές μαρτυρίες ότι έκαναν την εμφάνισή τους επιδημίες ειδικά στην Πελοπόννησο όπου έλαβαν χώρα οι περισσότερες μαζικές κινήσεις στρατευμάτων. Πανώλη, τύφος, δυσεντερία, ακόμα και χολέρα και ευλογιά παρουσίασαν περιοδικά πολλές εξάρσεις αποδεκατίζοντας χωριά και στρατούς.

1821: Πανώλη, τύφος, χολέρα αποδεκάτισαν χωριά και στρατούς

Τη διαφορά στην έλλειψη ιατρικής βοήθειας στον ελληνικό πληθυσμό, έκανε ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος είχε σπουδάσει Ιατρική και άρα ήταν ευαισθητοποιημένος στα θέματα αυτά.

Το ξέσπασμα της επιδημίας

Ύδρα

Τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια εμφανίστηκε επιδημία πανώλης στα νησιά του Αργοσαρωνικού, στην Ύδρα πρώτα και μετά στις Σπέτσες. Μια από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε ήταν να κλείσει τον Απρίλιο του 1828 τις εκκλησίες στις περιοχές που είχαν εμφανιστεί κρούσματα ή ήταν πιθανόν να εμφανιστούν (π.χ. στην Αίγινα όπου είχε και ο ίδιος εγκατασταθεί). Οι εκκλησίες έκλεισαν για αόριστο χρονικό διάστημα και οι αντιδράσεις ήταν ελάχιστες.

Η πανώλη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1828 από την Ύδρα και σύντομα επεκτάθηκε στα υπόλοιπα νησιά

Οι Έλληνες τον σέβονταν, τον θαύμαζαν και κυρίως τον εμπιστεύονταν. Διότι ο Καποδίστριας ήταν επίσης κι ένας πολύ καλός γιατρός και μάλιστα με αξιόλογη πρακτική πείρα που απέκτησε πολύ πριν ασχοληθεί πλήρως με την πολιτική. Ήξερε, λοιπόν, πολύ καλά τι έκανε – δεν ήταν μια βεβιασμένη απόφαση της στιγμής. Το αντίθετο μάλιστα.

Ο Καποδίστριας θεωρούσε ότι τα πρώτα δύο μέτρα που έπρεπε να λάβει μια κυβέρνηση αμέσως μετά την εμφάνιση επιδημίας σε μια περιοχή είναι ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στις οικίες όλων των κατοίκων και το κλείσιμο των εκκλησιών.

Αυτό αποδεικνύεται με έναν από τους πρώτους νόμους που πέρασε ο ίδιος τον Αύγουστο του 1828, όταν πια η επιδημία βρισκόταν σε ύφεση. Στις 20 Αυγούστου του 1828 εξέδωσε Ψήφισμα «Περί υγειονομικών διατάξεων» (Ψηφ. 15/20.8.1828). Εκεί προβλέπεται το εξής στο άρθρο 285, εδ. 3. «Εμποδίζεται πάσα θρησκευτική τελετή. Δεν σημαίνονται οι κώδωνες.» Οι δε κάτοικοι υποχρεώνονται να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους.

Σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Ψηφίσματος, τα προληπτικά μέτρα εφαρμόζονται ΑΜΕΣΩΣ μόλις εμφανιστεί επιδημία στην Ελλάδα ή στα σύνορα της Ελλάδας. Το ψήφισμα υπογράφει ο ίδιος ο Κυβερνήτης («Ι.Α. Καποδίστριας»), καθώς και ο Γραμματέας της Επικράτειας («Σ. Τρικούπης»).

Το άρθρο 285 του νόμου Καποδίστρια φέρνει στην Ελλάδα την έννοια της καραντίνας για την αντιμετώπιση μιας μεγάλης επιδημίας. Τέθηκε σε εφαρμογή το 1828 και με μια καραντίνα 50 ημερών ο Ιωάννης Καποδίστριας επέβαλε το κλείσιμο των εκκλησιών, των καφενείων, την ιχνηλάτηση, τις ζώνες και τα απαγορευτικά μέτρα

Η επιβολή του νόμου και η αντιμετώπιση της επιδημίας

Βιάρος Καποδίστριας

Τον ρόλο του ελέγχου και της επιβολής του νόμου ανέλαβε ο Βιάρος Καποδίστριας, αδελφός του κυβερνήτη, που ταξίδεψε στην Πελοπόννησο.

Ο Βιάρος αμέσως αυστηροποίησε την καραντίνα διορίζοντας επιστάτες επιφορτισμένους με το έργο να επισκέπτονται κάθε μέρα όλα τα σπίτια του νησιού ψάχνοντας για νέα κρούσματα. Αν συναντούσαν ασθενή, όφειλαν να τον περιορίσουν στο σπίτι του. Οι επιστάτες των λιμανιών όφειλαν να εμποδίζουν τον απόπλου όλων των πλοίων εκτός των αλιευτικών, ενώ καθόριζε μια νέα αγορά για προμήθειες με νέους αυστηρούς κανόνες υγιεινής.

Η οικονομία είχε καταστραφεί και σύντομα άρχισαν οι αντιδράσεις από τους εμπόρους κυρίως των νησιών, που κατηγορούσε την κυβέρνηση για περιορισμό των ελευθεριών και ζητούσε χαλάρωση των μέτρων. Ο Καποδίστριας δεν επέτρεπε καμία εμπορική δραστηριότητα αν δεν έμεναν χωρίς κρούσματα επιδημίας για τουλάχιστον 40 ημέρες συνεχόμενες.

Στις 19 Μαΐου 1828 ο Καποδίστριας επέκτεινε την καραντίνα των νησιών στα παράλια της Αττικής, στην Εύβοια και στον κόλπο του Βόλου. Όλα αυτά τα αυστηρά μέτρα σύντομα απέδωσαν καρπούς στην Ύδρα και η επιδημία εξαλείφθηκε πλήρως στο νησί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Λουί Αντρέ Γκοσέ

Η επιδημία όμως είχε παρουσιάσει τα περισσότερα κρούσματα στον Πόρο και αυτό ανάγκασε τον Καποδίστρια να επιφορτίσει τον διάσημο Ελβετό γιατρό Λουί Αντρέ Γκοσέ, τον οποίο εξουσιοδότησε να κάνει όσα έκρινε εκείνος σωστά ώστε να αναχαιτίσει την πανώλη. Ο Γκοσέ επέβαλε έκτακτα μέτρα, διέταξε την έξοδο των αρρώστων από τα σπίτια και την τοποθέτηση τους κάτω από την σκιά φυλλωμάτων σε απόσταση έξι μέτρων του ενός από τον άλλο. Παράλληλα χρησιμοποίησε την ιατρική τεχνική της ”καυτηρίασης των οιδημάτων” που εμπόδισε την εξάπλωση της επιδημίας, όρισε λοιμοκαθαρτήρια, επέβαλλε την καύση των ρούχων των νεκρών, την ματαίωση των εκκλησιασμών, κλείσιμο των καφενείων κτλ.

Με αυταπάρνηση ο Ελβετός γιατρός –που κινδύνευσε και ο ίδιος– συνέβαλε αποφασιστικά στη μείωση των κρουσμάτων και η –τότε– Ελλάδα πέτυχε να εξαλείψει την επιδημία, που είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Η… χαλάρωση και το δεύτερο κύμα

Η χαλάρωση όμως των μέτρων έφερε δεύτερο κύμα τον Οκτώβριο, καθώς δεν τηρούνταν τα μέτρα υγιεινής. Η πιο σοβαρή αμέλεια των κατοίκων ήταν ότι δεν τηρούσαν τους αυστηρούς κανόνες υγιεινής καθώς και την ειδική διαδικασία καθαρισμού των ρούχων τους. Η επιδημία μεταδόθηκε από το Διακοφτό και στο χωριό Βραχνί που είχε 700 κατοίκους πέθαναν 53 άτομα, ενώ στα Καλάβρυτα που είχαν 1000 κατοίκους πέθαναν 15.

Τα Καλάβρυτα, ως επίκεντρο της επιδημίας, μπαίνουν σε καραντίνα, με στρατιωτικά σώματα να ελέγχουν την τήρηση των μέτρων. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Σνάιντερ κατέβαλλε 1000 φράγκα ώστε να προμηθεύσει με νέα ρούχα τους κατοίκους της περιοχής. Χάρις τις συντονισμένες προσπάθειες όλων των αξιωματούχων της κυβέρνησης στην περιοχή, η επιδημία δεν διαδόθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο αλλά καταπολεμήθηκε και στις περιοχές που είχε κάνει την επανεμφάνισή της.

Ο Γκοσέ τιμήθηκε από τον Καποδίστρια με τα δικαιώματα του «γνησίου και αυτόχθονος Ποριώτου» και δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα. Ακόμη και μετά την αποχώρησή του, συνέχισε ως μέλος της Φιλελληνικής Επιτροπής της Γενεύης να στέλνει χρήματα, διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον αδερφό του Βιάρο, ενώ το 1838 επισκέφθηκε με την σύζυγο του την ελεύθερη Ελλάδα, όπου συνάντησε παλιούς φίλους και συναγωνιστές.

Σε ειδική τελετή ο Βασιλιάς Όθωνας του απένειμε το αριστείο του Αγώνος και τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε στην Ελλάδα.

Το πρώτο λοιμοκαθαρτήριο στην Ελλάδα

Ο Καποδίστριας δημιούργησε το πρώτο «λοιμοκαρθατήριο» για τις κοινότητες που πλήττονταν από επιδημίες στην Πελοπόννησο ενώ επί των ημερών του ιδρύθηκε στον Πόρο το πρώτο ναυτικό νοσοκομείο.

Σε αυτό, διορίστηκε ως πρώτος διευθυντής ο Χρονίας Δροσινός.

Στη συνέχεια ο Καποδίστριας ίδρυσε τον πρώτο προσφυγικό καταυλισμό της χώρας στον οικισμό Πρόνοια στο Ναύπλιο για να βοηθήσει στη στέγαση και περίθαλψη των προσφύγων από άλλες περιοχές της σημερινής Ελλάδας που έσπευδαν στο απελευθερωμένο Ναύπλιο.

Το πρώτο πολιτικό νοσοκομείο στο Ναύπλιο

Η ίδρυση ενός υποτυπώδους πρώτου νοσοκομείου στο Ναύπλιο για την αντιμετώπιση ασθενών και τραυματιών έγινε κιόλας τον Μάρτιο του 1823 μόλις απελευθερώθηκε η πόλη.

Έτσι είχαμε στο πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους το Α’ Εθνικό Νοσοκομείο Ναυπλίας ή Νοσοκομείο του Κανονοστασίου των Πέντε Αδελφών και το Εθνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ναυπλίας. Πρώτος γιατρός του πολιτικού νοσοκομείου, ήταν ο Γερμανός Φρειδερίκος Βολόης, Ενώ το 1825 γιατρός του νοσοκομείου διορίστηκε ο επίσης Γερμανός Η. Treiber, ο οποίος έγινε και διευθυντής στο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης.

Στη συνέχεια προσλήφθηκε και δεύτερος γιατρός, ο Ηπειρώτης Λουκάς Βάγιας, γιατρός του Αλή Πασά και του Βύρωνα.

Το παράδειγμα του Καποδίστρια σήμερα

Το παράδειγμα του Καποδίστρια παίρνει ιδιαίτερη αξία στις ημέρες μας καθώς αναδεικνύει την δυνατότητα που έχει μια οργανωμένη Πολιτεία να βοηθήσει στην υγειονομική κάλυψη των πολιτών ακόμα και με πενιχρά οικονομικά ή και επιστημονικά μέσα.

Μοίρασε το άρθρο!