Η «παιδαγωγική φαινομενολογία» της Άννας Φρανκ

Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ δεν είναι απλά ένα οποιοδήποτε λογοτεχνικό έργο που έμελλε να συγκλονίσει γενεές αναγνωστικών κοινών ανά το παγκόσμιο πάνω από μισό αιώνα, δεν αποτελεί τη συνειδητή εφαρμογή μίας ανεπανάληπτα ευφυούς ποιητικής πρωτοτυπίας κατά τη μίμηση μιας αληθινής τραγωδίας, ούτε εναποθέτει τη λογοτεχνική του αξία στην ίδια ακριβώς την πειστικότητα προς την ιστορική κατάφαση της πραγματικότητας που γραπτώς αντιπροσωπεύει: το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ είναι ίσως ο πιο παραδειγματικός στον εικοστό αιώνα προπομπός μίας σύγχρονης επιστημονικής (για τις επιστήμες του πνεύματος τουλάχιστον) μεθόδου, η οποία θεμελιώνεται πάνω στην αληθινή ουσία της ερμηνευτικής σχέσης της ανθρώπινης φύσης μας με τη δυνατότητά της να παράγει γλώσσα.

Είναι πραγματικά ασύλληπτο πώς θα μπορούσε ποτέ ένα κοριτσάκι δεκατριών ετών να υιοθετήσει μόνο του μία μέθοδο ερευνητικής αναφοράς σε ένα ιστορικό συμβάν, σε εξαιρετικά πενιχρές ως προς τα μέσα και αντίξοες ως προς τη διαβίωση συνθήκες, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν την εμφάνιση της φιλοσοφικής ερμηνευτικής του Gadamer και πριν την επίδραση του ύστερου συγγραφικού έργου του Heidegger. Η απάντηση είναι πολύ απλή: η Άννα Φρανκ διέθετε το «απείραχτο» ή «αθώο» από επιστημολογικής άποψης ή ελεύθερο και καθαρό από σαθρές μεθοδολογικές επιρροές νεανικό μυαλό μιας έφηβης. Ώστε, το μόνο μεθοδικό εργαλείο που κατείχε στο πνευματικό της οπλοστάσιο, δεν ήταν άλλο από εκείνο το εγγενές που οι πρώτοι φιλόσοφοι και κάθε ποιητής στην ιστορία των ιδεών του ανθρώπου – οποιοσδήποτε (με όλο που συνειδητά) έτυχε κάποτε να επιλέξει την επικίνδυνη οδό της πνευματικής επανάστασης – μεταχειρίστηκαν για να αφουγκραστούν κάτι από τον κόσμο της εμπειρίας τους.

Είναι η εγγενής ή σύμφυτη στον ανθρώπινο λόγο ερμηνευτική αναφορά, ενεργοποιημένη από την ενδιάθετη ανάγκη μας να ανακαλύπτουμε συνεχώς πρωτόφαντα νοήματα στα παραμόνιμα αντικείμενα της εμπειρίας. Για αυτό τον σκοπό, άλλο κανάλι αναφοράς δεν υπάρχει εξόν από την ανθρώπινη γλώσσα – ουδαμώς κάποια τεχνητή γλώσσα, όπως εκείνη της σημειωτικής, της μαθηματικής λογικής, της πληροφορικής ή της παραδοσιακής θεωρίας της επικοινωνίας – η οποία μας ανάγει σε μοναδικώς έλλογες ή ηθικές και ποιητικές οντότητες στον κόσμο, πέρα και πάνω από κάθε άλλη ζωώδη ή κτηνώδη φύση, και η οποία εγγυάται τη δυνατότητά μας να διαθέτουμε εμείς οι ίδιοι στο γένος μας τις προνοητικές ή πιθανές κρίσεις για το μέλλον, πέρα και πάνω από την προστατευτική μέριμνα της φυσικής πρόνοιας. Η Άννα Φράγκ δεν έγραφε το ημερολόγιο για να διηγηθεί ένα ιστορικό συμβάν, με πρόθεση να διασώσει το εἶναι του στο χρόνο της ανθρώπινης ιστορίας · η διήγηση είναι το ίδιο το προσωπικό σχολείο που αδίκως της αποστέρησε ο πόλεμος και η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει.

Αυτό ακριβώς το σχολείο οι δάσκαλοι ασυνείδητα αποστερούμε από τους μαθητές μας, κάθε φορά που αρνούμαστε με την πιό φθηνή δικαιολογία, να τους αφήσουμε να αυτενεργήσουν στα ίδια τα αντικείμενα της σχολικής τους εμπειρίας, με σκοπό να ανακαλύψουν για τον εαυτό τους νοήματα που να διαθέτουν μια πραγματική σημασία, κυρίως για τους ίδιους, και να απαντούν σε δικές τους απορίες:

«Πέμπτη, 11 Νοεμβρίου 1943: (…)το περίφημο στυλό, χωμένο μες στη θήκη του από κόκκινο δέρμα, προκαλούσε το θαυμασμό όλων των φιλενάδων μου. Εγώ, η Άννα Φρανκ, μπορούσα να είμαι υπερήφανη, γιατί στο κάτω κάτω είχα ένα στυλό καταδικό μου! Όταν έγινα δέκα χρονών, μου επέτρεψαν να το παίρνω στο σχολείο και η δασκάλα δέχτηκε να το χρησιμοποιώ. Στα ένδεκα χρόνια μου, ο θησαυρός μου έμεινε στο σπίτι, γιατί η δασκάλα της έκτης τηρούσε αυστηρά τον κανονισμό που επέβαλλε το μαθητικό κοντυλοφόρο και το μελανοδοχείο. Όταν έγινα δώδεκα, στο εβραϊκό λύκειο, το στυλό μου ξαναμπήκε σε λειτουργία, με τόσο μάλιστα περισσότερη τιμή και αυθεντικότητα, ώστε ήταν κλεισμένο σε καινούργια θήκη και φερμουάρ, που περιείχε επίσης ένα βιδωτό μολύβι. Στα δεκατρία μου χρόνια, το στυλό με ακολούθησε στο Παράσπιτο, όπου από τότε καλπάζει σαν καθαρόαιμο άλογο πάνω στις σελίδες του Ημερολογίου μου και των τετραδίων μου» *.

Φαίνεται ότι αυτό το σχολείο είναι πολύ πιο σημαντικό από κάθε άλλον τύπο υποχρεωτικής εκπαίδευσης που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, και με τη λέξη σχολείο, εννοώ τη συστηματική υιοθέτηση της μεθόδου, στην οποία παραπέμπει η γραφή της Άννας Φρανκ, και κάθε άλλη παρόμοια, εκείνη της δραματικής φαινομενολογίας. Μία έφηβος, μετά από τόσα χρόνια, διδάσκει τους δασκάλους όλου του κόσμου το πρώτιστο (κατά σύστημα και μη) μαθησιακό μοντέλο για όλα τα διδακτικά αντικείμενα:

(α) Βρείτε τρόπο να βάλετε τα παιδιά να γράφουν ελεύθερα για όσα πραγματικά τα απασχολούν:

«Σάββατο, 20 Ιουνίου 1942: είναι για μένα εντελώς μοναδικό συναίσθημα να εκφράζω τις σκέψεις μου..επιθυμώ να γράψω και, πολύ περισσότερο ακόμα, να βυθομετρήσω την καρδιά μου σχετικά με κάθε λογής πράγματα»

(β) Ανακαλύψτε τον τρόπο, ώστε ο γραπτός λόγος των μαθητών να είναι αληθινός κι όχι τεχνητός, όχι αποτέλεσμα διδακτικού εξαναγκασμού. Να αποτελεί, δηλαδή, μία συνεχή ροή ρητορικού λόγου: να εκφέρεται από τους ίδιους, ως εσωδιηγητικούς και ομοδιηγητικούς αφηγητές (εμπλεγμένους στην ίδια την υπό διήγηση δραστική εμπειρία που αφηγούνται), μετατρέποντας την ομιλία τους από παροντική ή ιστορική αναφορά σε μεταληπτική γραφή, για να κατανοήσουν και να στοχαστούν μέσω της φαντασίας τους πάνω στην πιθανότητα(στο εἰκός) της εμπειρίας στην οποία αναφέρονται:

«Δευτέρα βράδυ, 8 Νοεμβρίου 1943: (…)όταν τυχαίνει να μιλώ για «μετά τον πόλεμο», είναι για μένα κάτι σαν πύργος στον αέρα, κάτι δηλαδή που δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Σκέφτομαι το σπίτι μας όπως ήταν πρώτα, τις φίλες μου, τις σκανταλιές του σχολείου, και μου φαίνεται πως όλ’ αυτά δεν είμαι εγώ που τα έζησα, αλλά κάποια άλλη. Βλέπω εμάς τους οχτώ στο παράσπιτο σαν ένα κομμάτι γαλάζιο ουρανό, που περικυκλώνεται σιγά σιγά από σκοτεινά σύννεφα, βαριά και απειλητικά. Ο μικρός κύκλος, αυτό το νησάκι που μας κρατάει ακόμη σε ασφάλεια, στενεύει σταθερά από την πίεση των συννέφων που μας χωρίζουν ακόμη από τον κίνδυνο, που όλο και σιμώνει. Τα σκοτάδια και ο κίνδυνος μας περισφίγγουν ολόγυρα · αναζητάμε μία διέξοδο και, από την απελπισία, σκοντάφτουμε ο ένας απάνω στον άλλο. Όλοι μας κοιτάμε προς τα κάτω, εκεί όπου οι άνθρωποι μάχονται μεταξύ τους · όλοι μας κοιτάμε προς τα επάνω, εκεί όπου βασιλεύουν μονάχα η γαλήνη και η ομορφιά, από τις οποίες όμως είμαστε αποκομμένοι με τη μάζα των σκοταδιών που μας φράζουν το δρόμο σαν αδιαπέραστος τοίχος που κοντεύει να μας συντρίψει, μα δεν είναι ακόμη αρκετά ισχυρός. Μ’ όλες μου τις δυνάμεις, ικετεύω και εκλιπαρώ: «Κύκλε, κύκλε, πλάτυνε και άνοιξε μπροστά μας!»».

(γ) Βρείτε τον τρόπο ώστε η διαδικασία αυτή να είναι ένα γνήσιο διαλογικό ή διαδραστικό και μιμητικό παιχνίδι, όπως γνησιώς φιλοπαίγμων είναι και η κίνηση μπρος-πίσω που υπάρχει στην ουσία της γλώσσας, του διαλόγου και της τέχνης:

«Πέμπτη, 1η Οκτωβρίου 1942:(…)Δεν θα το πίστευα ποτέ, αλλά ο Πέτερ μπορεί να είναι αστείος πότε πότε. Έχουμε και οι δύο μια προτίμηση για τη μεταμφίεση, κι αυτό στάθηκε η αιτία να γελάσουμε πολύ τις προάλλες. Παρουσιάστηκε μ’ ένα εφαρμοστό φουστάνι της μητέρας του, κι εγώ μ’ ένα κοστούμι δικό του · εκείνος φορούσε ένα γυναικείο καπέλο κι εγώ μια τραγιάσκα. Οι μεγάλοι λύθηκαν στα γέλια κι εμείς διασκεδάσαμε πολύ».

Η παιδαγωγική αξία της πλατωνικής παιδιάς δεν έχει απλώς σχέση με την παιδαγωγική αρετή που λέει ότι η αγωγή πρέπει κιόλας να ψυχαγωγεί · είναι κάτι βαθύτερο, που σχετίζεται με τη διαπίστωση ότι η κατανόηση προϋποθέτει γνήσιο ή αυθόρμητο κι όχι «κατευθυνόμενο» διάλογο. Η Άννα δραματοποιεί (λ.χ. Σάββατο, 15 Ιαννουαρίου 1944) την ερμηνευτική αναφορά της: δε φαντάζεται ότι εκμυστηρεύεται τα προσωπικά της σε μία φανταστική φίλη, ένα ουδέτερο πρόσωπο, μία μετωνυμία της ίδιας της γραφής της, για συνειδητούς λογοτεχνικούς λόγους ή γιατί την υποχρέωσε η δασκάλα να το πράξει, αλλά γιατί αυθόρμητα ένιωσε την ανάγκη να κατανοήσει, και η κατανόηση πάντοτε είναι κάτι που προϋποθέτει επικοινωνία με κάποιον όμοιο με εμάς, που, αν και φανταστικός, πλάθεται μέσα από την ίδια την εμπειρία μας.

Έτσι, η «Κίτι» είναι, τόσο η φαντασματοπλαστική απεικασία της ιδανικής φίλης, όσο και η μεταδραματική αντιπροσώπευση της ίδιας της πηγής αυτο-κατανοήσεως της Άννας. Αν έπλαθε αυτό τον εγκυβωτισμό (μία σειρά από φανταστικές επιστολές: «Αγαπητή Κίτι(…)Δική σου Άννα) μία μοντερνιστική λογοτέχνης, μπορεί να υποθέταμε ότι το δεύτερο, πιθανόν να μην ήταν στην αρχική πρόθεσή της. Επικοινωνούμε πραγματικά, όταν θελουμε να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε! Η παιδευτική επικοινωνία, σαφώς, δεν είναι μία απλή μεταβίβαση πληροφοριών, γεγονός που εξηγεί και την αιτία της ίδιας της μοναξιάς της Άννας. Ένας μαθητής που επιλέγει να μην επικοινωνεί δε σημαίνει ότι είναι ακοινώνητος, και τανάπαλιν, όποιος κοινωνικοποιείται εύκολα δε σημαίνει πως δε φωλιάζει η μοναξιά μέσα του:

«Σάββατο, 20 Ιουνίου 1942: (…)«Το χαρτί είναι πιό υπομονετικό από τους ανθρώπους»(…)καθώς υποθέτω ότι κανείς δεν θα ενδιαφερθεί γι’ αυτό το…«Ημερολόγιο», δεν έχω καμία πρόθεση να το δώσω ποτέ να διαβαστεί, εκτός αν συναντήσω στη ζωή μου το Φίλο ή τη Φίλη στους οποίους θα το δείξω. Και να με που έφτασα στο ξεκίνημα, στην ιδέα ν’ αρχίσω ένα Ημερολόγιο. Το κάνω γιατί δεν έχω μια πραγματική φίλη. Για να γίνω σαφέστερη, είναι ανάγκη να εξηγηθώ. Κανείς δεν θα θελήσει να πιστέψει ότι ένα κορίτσι δεκατριών χρονών βρίσκεται μόνο στον κόσμο. Εξάλλου αυτό δεν είναι απολύτως αληθινό…όχι, δεν μου λείπει φαινομενικά τίποτα εκτός από τη φίλη. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που γεννήθηκε αυτό το Ημερολόγιο. Για να πλάσω καλύτερα την εικόνα μιας φίλης που τόσον καιρό περίμενα· δε θέλω να περιοριστώ σε απλά γεγονότα, όπως κάνουν τόσοι άλλοι, αλλά επιθυμώ τούτο το Ημερολόγιο να προσωποποιήσει τη φίλη. Και τη φίλη αυτή θα την ονομάσω Κίτι. Η Κίτι αγνοεί τα πάντα για μένα. Πρέπει, λοιπόν, να διηγηθώ με συντομία την ιστορία της ζωής μου(…)»              

(δ) Φέρτε στην αίθουσα διδασκαλίας το διδακτικό αντικείμενο ως επακόλουθο αυτής της ερμηνευτικής γλωσσικώς διαδικασίας των μαθητών, για ό, τι τους απασχολεί, ή φροντίστε να το εμπλέξετε σε αυτή τη διαδικασία με διάφορους τρόπους και μέσα, ώστε να μην προσβάλλεται ή διαταράσσεται η γνησιότητα της ελευθερονομούμενης δραστηριότητάς τους. Έτσι, το διδακτικό αντικείμενο θα καταστεί ένα αντικείμενο, το οποίο οι μαθητές από μόνοι τους αποφασίζουν ή συναποφασίζουν να το ενδιατάξουν μέσα στο πλαίσιο του δικού τους εμπειρικού κόσμου.

 Η ανάγνωση ενός κειμένου είναι κι αυτή ένα είδος διαλόγου με τον αφηγητή του, που καταλήγει στη μεταμόρφωση του κειμένου σε ένα άλλο (ζωντανό) λόγο, εκείνο της κατανόησης. Αν η διδασκαλία του κειμένου αυτού δεν πείθει πραγματικά για τη ζωτική σημασία της ανάγνωσής του (γιατί ο χρόνος και η ενέργεια που θα αναλώσω στην ανάγνωση αξίζει τον κόπο;), οποιαδήποτε εκ των υστέρων αξιολόγηση της κατανόησης των μαθητών είναι απλή αυταπάτη, και είναι τέτοιου είδους, διότι πρωτίστως η κατανόηση δεν είναι μονόδρομη οδός (από το ιστορικό κείμενο στον παρόντα νου, ο οποίος κατανοεί διά της ανάγνωσης) αλλά αμφίδρομη σχέση (κάθε φορά που το ίδιο κείμενο αναγιγνώσκεται έχει κάτι διαφορετικό να μάς δώσει, επειδή εμείς – δίνοντας στο κείμενο – είμαστε κάθε φορά διαφορετικοί από προηγούμενες αναγνώσεις μας). Τότε μόνο το διδακτικό αντικείμενο θα προσλάβει πραγματική γνωστική και παιδαγωγική αξία για τους μαθητές, όταν αυτοβούλως το εκμεταλλεύονται χάριν της επίλυσης προσωπικών τους αποριών για τον κόσμο και ως πηγή άντλησης πληροφοριών που εμπλουτίζουν ποιοτικά τη βιωματική αλληλεπίδρασή τους:

«Πέμπτη, 1η Οκτωβρίου 1943: Σου αναγγέλλω την τελευταία μας ψυχαγωγία. Η Έλλη τα κανόνισε να παρακολουθήσουμε, η Μαργκότ, ο Πέτερ κι εγώ, μαθήματα στενογραφίας δι’ αλληλογραφίας. Του χρόνου λογαριάζουμε να είμαστε τέλειοι στενογράφοι · θα το δεις. Όπως κι αν έχει, νιώθω τον εαυτό μου πολύ σπουδαίο στη σκέψη ότι θα μάθω στα σοβαρά αυτό το είδος του μυστικού κώδικα».

«Πέμπτη, 16 Οκτωβρίου 1942: (…)μετέφρασα ένα κεφάλαιο από την Ωραία του Νιβερνέ, σημειώνοντας άγνωστες λέξεις. Έλυσα επίσης ένα απαίσιο πρόβλημα κι έκανα τρεις σελίδες γαλλική γραμματική. Προβλήματα όλες τις ημέρες – δεν είναι δουλειά αυτή…Ο μπαμπάς τα απεχθάνεται επίσης· τα καταφέρνω σχεδόν καλύτερα απ’ αυτόν, αλλά, για να πούμε την αλήθεια, δεν είμαστε πολύ δυνατοί, ούτε εκείνος ούτε γω, με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε στη Μαργκοτ. Στη στενογραφία είμαι πιό γερή και από τους τρεις(…)Με ρώτησε αν κάποια μέρα θα μπορούσε να διαβάσει το Ημερολόγιό μου. Της είπα ναι, αλλά μόνο ορισμένα αποσπάσματα· της ζήτησα το ίδιο πράγμα για το δικό της και συμφώνησε. Με την κουβέντα μιλήσαμε και για το μέλλον. Τη ρώτησα τι ήθελε να γίνει…Έγινε αόριστα συζήτηση για το επάγγελμα της δασκάλας· δεν ξέρω αν αυτή θα γίνει κάτι τέτοιο, αλλά νομίζω πως ναι. Κατά βάθος δεν θα έπρεπε να είμαι τόσο περίεργη…»

(ε) Εμπιστευθείτε τη φαινομενολογική διάσταση της γλωσσικής αναφοράς των μαθητών στα αντικείμενα της εμπειρίας τους και παροτρύνετέ τα, ώστε να ξανακοιτάζουν τα ίδια τα γραπτά τους. Δεν υπάρχει ένα ιστορικό συμβάν αυτό καθ’ αυτό που να μπορεί να τυγχάνει βεβαιωτικής γνώσης. Δεν υπάρχει ένα αντικειμενικό νόημα που να ισχύει από κάθε άποψη και με πάσα προφάνεια μέσα σε κάποιο διδακτικό αντικείμενο, ώστε η σύλληψή του να απαιτεί απλώς και μόνο ένα επιμελή διδακτικό σχεδιασμό (από ένα ταλαντούχο και άριστα μεθοδολογικώς εξοπλισμένο εκπαιδευτικό), ο οποίος να προσιδιάζει στις δυνατότητες σαφούς αποκάλυψης της βεβαιωτικής γνώσης μπροστά στους οφθαλμούς των μαθητών. Το αντικειμενικό νόημα, εάν υπάρχει, δε μεταλαμπαδεύεται. Η φαινομενολογία δεν έρχεται να αμφισβητήσει την ύπαρξη της ουσίας των πραγμάτων της εμπειρίας, αλλά να πει το αυτονόητο: δεν υπάρχει άλλη οδός πρόσβασης του νου στην ουσία των πραγμάτων παρά μόνο μέσω της ανθρώπινης γλώσσας!

Εφόσον η γνώση προκύπτει από όλα, όσα είναι περικλεισμένα μέσα στα όρια της γλωσσικής κατανόησής μας για τον κόσμο, οποιαδήποτε δυνατότητα γνώσης της ουσίας τους είναι ερμηνευτική. Αναφερόμαστε σε φαινόμενα τα οποία πάντοτε αποκτούν ένα νόημα για μας. Κατ’ επέκταση, κάθε μαθησιακή κατανόηση είναι, σε τελική ανάλυση, ζήτημα αυτο-κατανόησης, κατανόησης του εαυτού μας, αφής στιγμής οι νέες παραστάσεις του κόσμου πρέπει να προσαρμοστούν στο ίδιο το πλαίσιο του εσωτερικού μας κόσμου και να αποκτήσουν μία λειτουργική θέση εντός του. Προς τούτο, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το ότι προσφυώς μικροί και μεγάλοι γενικεύουμε. Διαφορετικά οι παραστάσεις αποβάλλονται από τη μνήμη. Όταν απαιτούμε από τους μαθητές να αποκτήσουν μία γνώση που δεν κατανοούν σε τι μπορεί να τους φανεί άμεσα χρήσιμη, που δεν αναγνωρίζουν την γνωστική της αξία και την άμεση σχέση της με την ιστορικοδραστική τους πραγματικότητα, προσβάλλουμε τη δυνατότητά τους για ουσιαστική αυτο-μόρφωση:

«Παρασκευή, 24 Δεκεμβρίου 1943:(…)Παρά τις θεωρίες μου και τον πόνο που νιώθω, η αληθινή μητέρα την οποία οραματίζομαι, η μητέρα που θα με καταλάβαινε, μου λείπει κάθε στιγμή. Όλα όσα σκέφτομαι, όλα όσα γράφω, σ’ αυτήν είναι αφιερωμένα, με την ελπίδα να γίνω αργότερα για τα παιδιά μου η «μανούλα» που έχω πλάσει με τη φαντασία μου. Μια μανούλα σοβαρή βέβαια, μα που δε θα παίρνει κατ’ ανάγκη στα σοβαρά όλα όσα θα λένε τα μικρά της. Η λέξη «μανούλα», δίχως να μπορώ να εξηγήσω το γιατί, μου φαίνεται ότι τα εκφράζει όλα. Για να προσεγγίσω το ιδανικό μου, σκέφτηκα να φωνάζω τη μητέρα μου «μανού», για να μην τη λέω «μανούλα». Είναι, για να το πω έτσι, η «μανούλα» ημιτελής. Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να την ονομάζω έτσι, και όμως εκείνη το αγνοεί. Ευτυχώς, γιατί θα ήταν πολύ δυστυχισμένη».

Η Άννα Φρανκ δεν εγκύπτει στο επιμέρους ιστορικό συμβάν που περιγράφει, ενδιαφερόμενη για την ανακάλυψη μιας γνώσης παγιωμένης και αναλλοίωτης στο χρόνο. Καθώς το στυλό «καλπάζει», διαπιστώνει μία αλλαγή του τρόπου με τον οποίο κατανοεί τον κόσμο που περιγράφει, ως απόρροια μιας πρωτόφαντης αλλαγής που συντελείται μέσα της, και για την κατανόηση της οποίας γράφει και για τις δύο αλλαγές. Μάλλον, για να το πούμε καλύτερα, στην ουσία η γλώσσα της είναι η δίοδος διά της οποίας ο εξωτερικός κόσμος γίνεται δικός της, το μέσο με το οποίο αναδέχεται εντός της οτιδήποτε το εξωτερικό ως αποκλειστικά δικό της, ένεκα των μεταμορφωτικών δυνατοτήτων που διαθέτει η ανθρώπινη γλώσσα. Και τανάπαλιν, η γλώσσα είναι το μοναδικό μέσο, με το οποίο μπορεί να παρέμβει στον εξωτερικό κόσμο για να τον αλλάξει, να τόν φέρει στα μέτρα της. Επιστρέφει, ως εκ τούτου, συνεχώς στην ανάγνωση παλαιότερων «επιστολών» της, για να διακατανοήσει τον ίδιο τον γλωσσικό κόσμο της ζωής της, διότι μονάχα αυτόν κατέχει και μπορεί πραγματικά να αναγνωρίσει και να ελέγξει:

«Σάββατο 15 Ιαννουαρίου 1944: (…)Δεν παύω ν’ αναρωτιέμαι αν η συγκατοίκηση με άλλους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι αυτοί, οδηγεί αναγκαστικά σε καυγάδες. Ή μπας κι έχουμε κακοπέσει; Είναι τάχα η πλειονότητα των ανθρώπων εγωιστές και μικροπρεπείς; Ίσως είμαι τυχερή που βρέθηκα κάτω από τέτοιες συνθήκες, για ν’ αποκτήσω κάποια γνώση των ανθρώπων, μα αρχίζω να πιστεύω ότι φτάνει ως εδώ. Ούτε οι καυγάδες ούτε η λαχτάρα μας για αέρα και ελευθερία θα κάνουν τον πόλεμο να σταματήσει, γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε ό, τι μπορούμε να επωφεληθούμε όσο γίνεται από την εδώ διαμονή μας ώστε να γίνει υποφερτή. Αναρωτιέμαι γιατί αρχίζω να κάνω κήρυγμα· αν μείνω εδώ για πολύ ακόμη, κινδυνεύω κι εγώ να γίνω μια στεγνή γεροντοκόρη. Και λαχταρώ τόσο πολύ να επωφεληθώ ακόμη από τα μαθητικά μου χρόνια!…».

«Πέμπτη, 6 Ιαννουαρίου 1944: (…)Έπειτα ένιωσα ένα μάγουλο πάνω στο δικό μου, ένα μάγουλο πολύ απαλό, τόσο δροσερό και θαλπερό…Τι καλά, τι απέραντα καλά που ήταν…Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα· το μάγουλό μου ήταν ακόμη επάνω στο δικό του, κι ένιωθα πάντα τα καστανά του μάτια να με κοιτάζουν ως τα κατάβαθα της καρδιάς μου… Είναι πολύ περίεργο, αλλά στ’ όνειρό μου μού έρχονται ολοζώντανες και ξεκάθαρες εικόνες. Μια φορά είδα τη Μεμέ (την άλλη μου γιαγιά) τόσο καθαρά μπροστά μου, που μπόρεσα να διακρίνω στο δέρμα της τις χοντρές βελουδένιες ρυτίδες της…

«Σάββατο, 22 Ιαννουαρίου 1944:(…)Δε συμμερίζομαι πια την πάγια ιδέα των δικών μου σχετικά με τους καβγάδες μας. Πώς γίνεται και έχω αλλάξει τόσο πολύ; Η κυρία Βαν Ντάαν έχει μια μεγάλη αρετή: είναι ευαίσθητη στον ορθολογισμό. Παρά τον εγωισμό της, τη φυλαργυρία της και τη μυστικοπάθειά της, μπορείς εύκολα να την κάνει να υποχωρήσει αν ξέρεις να της φερθείς, αποφεύγοντας να την εκνευρίσεις και να την εξεγείρεις. Δε θα τα καταφέρεις ίσως με το πρώτο, μα χρειάζεται υπομονή, πρέπει να επαναλάβεις την προσπάθεια πολλές φορές, αν χρειαστεί, ώσπου να επιτύχεις μια πρόοδο. Όλα τα προβλήματα ως προς την αγωγή, οι ιστορίες των «παραχαϊδεμένων παιδιών», διατροφή και όλ’ αυτά θα είχαν πάρει εντελώς άλλη τροπή αν είχαμε μιλήσει γι’ αυτά φιλικά και με ειλικρίνεια, και αν δεν περιοριζόμασταν να βλέπουμε μόνο την κακή πλευρά των άλλων…Θέλω να εμβαθύνω σ’ όλα, να τα επανεξετάσω· και όχι σαν παπαγάλος. Θέλω να εξετάσω τους Βαν Ντάαν με το δικό μου τρόπο, για να δω τι σωστό και τι υπερβολικό υπάρχει στη γνώμη μας. Αν προσωπικά, απογοητευθώ, θα τοποθετηθώ στο πλευρό του πατέρα και της μητέρας· αν όχι, θα προσπαθήσω να τους κάνω να δουν σε τι έχουν άδικο, και στην περίπτωση που θ’ αποτύχω, θα έχω το θάρρος της γνώμης μου και της κρίσης μου. Θ’ αρπάζω κάθε ευκαιρία να συζητώ τις διχογνωμίες μας με την κυρία με κάθε ειλικρίνεια, και θα την κάνω να δει τις αμερόληπτες ιδέες μου, έστω και με κίνδυνο να με μεταχειριστεί σαν αυθάδικο πλάσμα…».

Την Άννα Φρανκ, δεν τήν ενδιαφέρει κατά πόσο εκείνο που αφηγείται αποτελεί την πιστή εκτύπωση της ουσίας του ιστορικού συμβάντος, του αντικειμένου της αφήγησης. Και δεν τήν ενδιαφέρει, όχι επειδή γράφει λογοτεχνία – κάτι τέτοιο δεν ήταν στην πρόθεσή της – αλλά ακριβώς επειδή θαρρεί πως κυριολεκτεί με τον εαυτό της. Η στενογραφία, τα γαλλικά, η ανάγνωση μυθιστορημάτων, τα μαθηματικά, είναι πηγές γνώσης για την ίδια, στο μέτρο που βρίσκουν μία λειτουργική θέση στο γλωσσικό εργαλείο, με το οποίο οικοδομεί διαρκώς τον εσωτερικό της κόσμο με τα νοήματα που παραλαμβάνει από την εμπειρία της. Με αυτόν, όμως, τον τρόπο η Άννα αναδεικνύει την ψυχοπαιδαγωγική διάσταση της αυτο-αξιολόγησης:

«Παρασκευή, 24 Δεκεμβρίου 1943: Ουράνια χαρά και θανάσιμη θλίψη» – αυτό θα ταίριαζε σ’ εμένα. Την «ουράνια χαρά» τη συνειδητοποιώ όταν σκέφτομαι όλ’ αυτά τα πλεονεκτήματα που έχουμε εδώ και το γεγονός ότι ξεφεύγουμε από την κακή μοίρα των άλλων Εβραιόπουλων, και η «θανάσιμη θλίψη» με πιάνει συχνά, όπως σήμερα, για παράδειγμα, με την επίσκεψη της κυρίας Κοοφόις, που μας μίλησε για τη θυγατέρα της, την Κόρι: πηγαίνει, λέει, με φίλους σε λεμβοδρομίες, συμμετέχει στη δραστηριότητα ενός ερασιτεχνικού θιάσου, ανεβάζουν έργα, συναντιούνται στο χάκεϊ κλαμπ, και άλλα τέτοια. Δεν νομίζω πως ζηλεύω την Κόρι, μα καθώς την άκουγα να μιλάει για τη ζωή της, η επιθυμία μου να γελάσω και να διασκεδάσω μέχρι τρέλας έγινε έντονη, που με πόνεσε η κοιλιά μου. Ιδίως τώρα με τις διακοπές των Χριστουγέννων, κλεισμένοι καθώς είμαστε στους τέσσερις τοίχους μας, σαν παρίες…Είναι ίσως άδικο να μιλώ γι’ αυτά τα πράγματα, και δίνω την εντύπωση μιας αχάριστης· χωρίς αμφιβολία, υπερβάλλω. Μπορείς να σκεφτείς ό ,τι θέλεις, αλλά είμαι ανίκανη να φυλάξω όλ’ αυτά για τον εαυτό μου και επανέρχομαι σ’ αυτό που σου είπα στην αρχή: «το χαρτί είναι υπομονετικό».

* Γράφει ο Ευδόκιμος Ευδοκίμου – Διπλωματούχος φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών

Μοίρασε το άρθρο!