Είχε κάτι από ιερή αγανάκτηση η φωνή και το ύφος της εκπροσώπου της Ένωσης Τραπεζών χθες. Η κυρία Χαρά Απαλαγάκη, καθισμένη δίπλα στον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και τον υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη Νίκο Χαρδαλιά, πήρε τον λόγο για να εξηγήσει γιατί ήταν απαράδεκτη η εικόνα με τις ουρές των ηλικιωμένων, που περίμεναν να πληρώσουν ή να πληρωθούν, έξω από τις τράπεζες. Και είπε πως πρόκειται για μια εικόνα που «δεν δικαιολογείται μετά την πρόνοια και τα μέτρα που έχει λάβει το σύνολο του τραπεζικού συστήματος».
Η εκπρόσωπος των τραπεζών είπε επίσης πως «χρειαζόμαστε πειθαρχημένη συμπεριφορά» – «χρειαζόμαστε πειθαρχημένη ελευθερία για να έχουμε μελλοντικά μια πλήρη ελευθερία». Ουδεμία αντίρρηση, εάν δεν έλεγε και τα όσα ακολούθησαν στην συνέχεια. Τα οποία συνοψίζονται στο ότι όλοι έχουν πια κάρτα και ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι τους, ότι οι τράπεζες χρησιμοποίησαν όλες τις δυνατότητες που δίνει η τεχνολογία και τα σύγχρονα συστήματα για την διαχείριση των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας, και ότι από την πρώτη στιγμή της κρίσης κάλεσαν όλους τους πολίτες «ανεξαρτήτως επιπέδου» – μάλλον με προφανή ταξική γενναιοδωρία εδώ – «να συνεχίσουν την ζωή τους χωρίς να πάνε όλοι στο κατάστημα». Όμως, όπως τόνισε, «πληρωμές που έπρεπε να γίνουν με όλα αυτά τα μέσα, χθες έγιναν με ουρές. Ουρές που αδικούν το υψηλό ψηφιακό και τεχνολογικό επίπεδο που έχει η χώρα και οι τράπεζες. Και δείχνουν ότι δεν ξέρουμε πως πρέπει να κάνουμε την συναλλαγή μας σε περιστάσεις εξαιρετικά ευαίσθητες».
ΓΡΑΦΕΙ Η ΝΙΚΟΛ ΛΕΙΒΑΔΑΡΗ
Θα ήταν όμως εξίσου αξιέπαινο εάν, πέραν του να κουνούν το δάχτυλο, οι τράπεζες εξηγούσαν και τι ακριβώς σκοπεύουν να κάνουν οι ίδιες για να διευκολύνουν τους – υπεύθυνους στην πλειοψηφία τους και απερίσκεπτους σε μια ελάχιστη μειοψηφία – πελάτες τους εν μέσω ενός ιστορικού, κοινωνικού και οικονομικού, σοκ.
Πιθανώς να πρόκειται για «ψιχία», μιλώντας με τραπεζικά μεγέθη. Πιθανώς όμως για τον συνταξιούχο των 500 ευρώ τον μήνα τα 5 ευρώ να είναι σεβαστό ποσό. Τόσο, που να ρισκάρει τον «απερίσκεπτο» συνωστισμό του σε ουρές εν μέσω πανδημίας και μαζικής οικονομικής αβεβαιότητας. Πιθανώς επίσης η υψηλή εταιρική και κοινωνική υπευθυνότητα των τραπεζών να γινόταν περισσότερο ευδιάκριτη εάν πάγωναν, για δύο ή τρεις μήνες, τις πληρωμές των δόσεων για τους συνεπείς έστω δανειολήπτες τους.
Επ’ αυτού οι συστάσεις και παρακλήσεις της κυβέρνησης εξακολουθούν να πέφτουν στο κενό. Ενδεχομένως γιατί ουδείς μέχρι τώρα δεν κούνησε το δάχτυλο και προς τις τράπεζες. Και δεν φρόντισε να τους θυμίσει πως δεν τους ζητείται «ευαισθησία» αλλά αποπληρωμή κοινωνικού χρέους: Αποπληρωμή έναντι των τριών ανακεφαλαιοποιήσεων με ζεστό χρήμα 64 δισ. ευρώ που έγιναν την τελευταία δεκαετία και τις κράτησαν ζωντανές και κερδοφόρες. Εξ αυτών, τα 45,4 δισ. ευρώ τους τα έδωσε το ελληνικό Δημόσιο – δηλαδή, οι Έλληνες φορολογούμενοι που συνωστίζονταν, είτε από φόβο είτε από ανάγκη, είτε από άγνοια, στις χθεσινές ουρές…