Επίσκεψη στο χωριό – Του latsion

Επίσκεψη στο χωριό  – Του latsion

Προχθές Κυριακή με παίρνει ο πατέρας μου και πάμε στο χωριό. Σε λιγότερο από μια ώρα φτάσαμε. Λιακάδα είχε, σταματάμε στην πλατεία να πιούμε ένα καφέ. Καθόμαστε έξω στο τραπεζάκι να μας δει και ο ήλιος. Δεν περνάνε πέντε λεπτά και αισθάνομαι φαγούρισμα στο πόδι. Σηκώνω το παντελόνι και βλέπω ένα κόκκινο σημάδι. «Καλά, έχει κουνούπια σε τέτοιο υψόμετρο;», ρωτάω με απορία τον πατέρα μου. «Από τότε που όλα τα ρέματα γέμισαν με λύματα από τους στάβλους, υπάρχουν περισσότερα κουνούπια από τη Θεσσαλονίκη», λέει ο πατέρας μου και συνεχίζει: «το χειρότερο είναι από τότε που κατάργησαν το δήμο και γίναμε δημοτική ενότητα». «Ναι, αλλά πάλι υπάρχει υπεύθυνος Πρόεδρος της κοινότητας», πετάγομαι εγώ θέλοντας να κάνω τον ξύπνιο. «Ναι, υπάρχει», μου απαντά ο πατέρας μου «αλλά δεν βάζει υποψηφιότητα και κανένα σοβαρό πρόσωπο. Κάτι καραγκιόζηδες του κλώτσου και του μπάτσου».

Νάσου βλέπουμε να σταματά στην πλατεία του χωριού ένα τουριστικό λεωφορείο. Κατεβαίνουν κάτι ηλικιωμένοι και οδεύουν προς την εκκλησία. Πιάνει μια γριά την πόρτα και προσπαθεί να την ανοίξει ενώ φαίνεται να είναι κλειδωμένη. Μάλλον την έσπρωξε λίγο παραπάνω οπότε αρχίζει να ουρλιάζει ένας συναγερμός. Σηκωνόμαστε άρον άρον και μπαίνουμε μέσα στην καφετέρια γιατί μας ξεκούφανε. Κοιτάζω το ρολόι, δώδεκα το μεσημέρι. «Καλά, τέτοια ώρα έχουν κλειδώσει την Εκκλησία και έχουν βάλει και συναγερμό;» λέω με έκπληξη. Πετάγεται νευριασμένος ο μαγαζάτορας: «Πάντα έτσι είναι, εκτός από τις ώρες της θείας λειτουργίας. Έρχεται κανένας ξένος άνθρωπος και βρίσκει τον ναό κλειδαμπαρωμένο. Θα άναβε και κανένα κερί, θα έριχνε και κανένα ευρώ στο παγκάρι αλλά οι δικοί μας παπάδες είναι πολύ large. Δεν έχουν ανάγκη από λεφτά, τους φτάνουν τα μνημόσυνα».

Σε λίγο φτάνει με το αυτοκίνητο ένας παπάς, κατεβαίνει ενώ έχει αναμμένη τη μηχανή και νευριασμένος κλείνει τον συναγερμό. Πριν προλάβουν να τον πουν κάτι οι επισκέπτες, σηκώνεται και φεύγει. Βλέπουμε τους επισκέπτες να απομακρύνονται από την Εκκλησία και να πλησιάζουν προς την καφετέρια. «Γεια σας», λέει με ένα αμήχανο χαμόγελο ο πρώτος, «το μουσείο είναι ανοιχτό ή και αυτό έχει συναγερμό»; «Θα πάρω τον πρόεδρο να έρθει να ξεκλειδώσει» λέει με προθυμία ο μαγαζάτορας.

Ο πατέρας μου που ξέρει τον πρόεδρο χαμογελά και κουνάει το κεφάλι του. «Να δεις ότι δεν θα ανοίξει το μουσείο». Τον κοιτάζω με έκπληξη. «Αυτός που έχει την καφετέρια δεν τον ψηφίζει, οπότε να δεις που ούτε θα το σηκώσει» λέει ο πατέρας μου. Πράγματι, αφού πέρασε λίγη ώρα, ειδοποιεί ο μαγαζάτορας τους επισκέπτες, ότι μάλλον ο Πρόεδρος λείπει και δεν θα μπορέσουν να επισκεφθούν το μουσείο.

Φύγανε οι ξένοι άπραγοι και σίγουρα με απορία που δεν είδαν τα μοναδικά αξιοθέατα αυτού του τόπου. «Και δεν πρόκειται να ξαναπατήσουν», μιλά ο πατέρας μου λες και διάβασε τη σκέψη μου.

Φεύγουμε και πάμε στο χωράφι που έχουμε μια καρυδιά. Σταματάμε στην άκρη του δημόσιου δρόμου γιατί ο δρόμος και το χωράφι από κάτω είναι πλημμυρισμένα στο νερό. Μας βλέπει ένας γνωστός του πατέρα μου, σταματά με το αυτοκίνητο και αφού χαιρετά τον πατέρα μου λέει: «το νερό τρέχει εδώ και ένα μήνα. Μην πλησιάζετε γιατί ο πρόεδρος είπε πως είναι λύματα από τον αγωγό αποχέτευσης και θα επισκευασθεί η βλάβη όταν ξεκινήσει τη λειτουργία του ο βιολογικός σταθμός»!

Τελικά ούτε και μείς μπορέσαμε να μαζέψουμε λίγα καρύδια από την καρυδιά μας και φύγαμε άπραγοι όπως και οι επισκέπτες.

«Το χωριό, στα δικά μας χρόνια είχε έξι χιλιάδες κατοίκους» λέει ο πατέρας μου, ενώ συγχρόνως οδηγεί το αυτοκίνητο για την επιστροφή μας στην πόλη. «Σήμερα έχει οκτακόσιους μόνιμους κατοίκους. Απογράφτηκαν και άλλοι χίλιοι, που μένουν όμως στην πόλη και έτσι φαινόμαστε χίλιοι οκτακόσιοι».

«Ναι, αλλά έχει σαράντα χιλιάδες ζώα» πετάγομαι εγώ. Με κοιτάζει παράξενα ο πατέρας μου. «Μετράς μέσα στις σαράντα χιλιάδες και τον πρόεδρο με τους υπηκόους του;», με ρωτά ο ίδιος περισσότερο θυμωμένος παρά κάνοντας χιούμορ.

Το συμπέρασμα ήταν, ότι πιστοποιήσαμε το πως βιώνει η ελληνική επαρχία τις φαεινές ιδέες της κεντρικής διοίκησης με τους «καποδίστριες» και του «καλλικράτιδες» και όλα αυτά τα μεγαλόσχημα που σκαρφίστηκαν για την απαξίωση των ελληνικών χωριών.

Μοίρασε το άρθρο!