Διαταραχή άγχους ασθένειας: Ο συνεχής φόβος του θανάτου

Η διαταραχή άγχους ασθένειας, που παλιότερα ονομαζόταν υποχονδρίαση, χαρακτηρίζεται από την επίμονη ενασχόληση του ατόμου με την πιθανότητα ότι πάσχει από σοβαρή νόσο ή ότι θα εκδηλώσει κάποια σοβαρή νόσο.

Η διαταραχή προκαλεί έντονη δυσφορία και διαλειτουργικότητα σε ποικίλα πεδία της καθημερινής ζωής. Ο ασθενής δεν εμφανίζει σωματικά συμπτώματα, αλλά βασανίζεται έντονα από ανησυχία μήπως υποφέρει από κάποια πάθηση παρά τις ιατρικές διαβεβαιώσεις για το αντίθετο και τον εκτεταμένο κύκλο ιατρικών εξετάσεων στον οποίον υποβάλλεται. Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων μπορεί να τον ανακουφίσουν προσωρινά, αλλά μόλις εμφανιστεί κάποιο σωματικό σύμπτωμα άνευ σημασίας ξεκινά νέος κύκλος άγχους, εξετάσεων και ιατρικών επισκέψεων.

«Ήμουν τρομοκρατημένη ότι θα πεθάνω σύντομα», αναφέρει η Lisa Midtun σε δημοσίευμα της Deutshe Welle. Ο αγωνιώδης φόβος της ότι πάσχει από λευχαιμία γυρνούσε ασταμάτητα στο μυαλό της. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί και σκεφτόταν στη διάρκεια όλης της μέρας ότι έχει εμφανίσει τα πρώτα συμπτώματα, αφού οι λεμφαδένες της είχαν πρηστεί. Η Midtun από την Νορβηγία, ήταν μόλις 20 χρονών όταν άρχισε να γίνεται υπερευαίσθητη με θέματα υγείας. Ξεκίνησε να παρακολουθεί διαρκώς το σώμα της και κάθε αντιληπτή αλλαγή επιβεβαίωνε τις ανησυχίες της ότι πάσχει από κάποια ασθένεια. Έτσι ζήτησε τη γνωμάτευση από την οικογενειακό γιατρό. Μετά από πολλές εξετάσεις ο γιατρός πιστοποίησε την άψογη κατάσταση της υγεία της, ωστόσο η ίδια συνέχισε να εκφράζει τις αμφιβολίες της. Μετά από αρκετό καιρό ο γιατρός κατάλαβε ότι η Midtun δεν πάσχει από λευχαιμία, αλλά από διαταραχή άγχους ασθένειας.

Ο αντίκτυπος των προηγούμενων εμπειριών

Η διαταραχή συνδέεται με πολλούς παράγοντες. Κάποια από τα στοιχεία προδιάθεσης περιλαμβάνουν την ύπαρξη κάποιας σοβαρής ασθένειας στην παιδική ηλικία ή αντίστοιχες υπερπροστατευτικές συμπεριφορές από τους γονείς και την απώλεια κάποιου αγαπημένου σε μικρή ηλικία. Σε πολλές περιπτώσεις το άγχος για θέματα υγείας υποβόσκει και ξεσπά μετά από κάποιο αιφνίδιο γεγονός ή περιόδους έντονου στρες και θλίψης. Όταν η Midtun συνειδητοποίησε το πρόβλημα, ξεκίνησε θεραπεία με τον ψυχίατρο Ingvard Wilhelmsen. «Στην αρχή της θεραπείας, ρωτώ τους ασθενείς για τις πιο έντονες εμπειρίες τους, που τους έχουν στιγματίσει», λέει ο Wilhelmsen. Η Midtun είχε αρρωστήσει βαριά όταν ήταν μικρή, ενώ η μητέρα της πέθανε όταν ήταν μόλις έξι χρονών από καρκίνο.

Η «αρρωστοφοβία» της ξεκίνησε όμως λίγο μετά τη γέννηση του πρώτου της γιου. Στην αρχή φοβόταν ότι το μωρό θα μπορούσε να πεθάνει ξαφνικά, αλλά στη συνέχεια ξεκίνησε να φοβάται για τον εαυτό της. «Αγόρασα ένα ιατρικό βιβλίο και συνεχής αναζήτηση συμπτωμάτων με οδήγησε να πιστέψω ότι ήμουν τελικά άρρωστη. Δεν είχα επικεντρωθεί σε μια ασθένεια, αλλά θα μπορούσα πάντα να βρω μία που ταιριάζει με τα συμπτώματά μου», προσθέτει.

Άρχισε να κάνει μόνη της διαγνώσεις, πιστεύοντας ότι πάσχει από λευχαιμία, καρκίνος των λεμφαδένων, όγκο στον εγκέφαλο και πολλαπλή σκλήρυνση. «Ένιωθα σαν κάποιος να κρατάει ένα όπλο στο κεφάλι μου και περίμενα να τους τραβήξει τη σκανδάλη». Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια ευχάριστη αίσθηση ανακούφισης όταν ο γιατρός τους τους διαβεβαιώνει ότι είναι καλά στην υγεία τους, η Midtun πίστευε απλά ότι «ο γιατρός της ήταν ο πιο ανίκανος στον κόσμο».

Το περιβάλλον των ασθενών νιώθει επίσης ψυχική κόπωση και θυμό από τη συμπεριφορά τους καθώς δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς τους συμβαίνει. Προσπαθεί να τους πείσει ότι δεν έχουν κάτι και περιμένει ότι θα τους καθησυχάσει, όμως το άγχος επιστρέφει ξανά και ξανά. Η στάση του περιβάλλοντος ωθεί το άτομο να μην μοιράζεται σταδιακά τις σκέψεις του με τους δικούς του ή οδηγείται σε σύγκρουση μαζί τους. Το ίδιο συνέβη και με τον σύζυγο της Midtun, ο οποίος κατάλαβε ότι δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Έξι μήνες μετά τις πρώτες επισκέψεις της στο γιατρό, άρχισε τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία.

 Πραγματικά ή όχι, τα συμπτώματα γίνονται αντιληπτά

Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι γνωρίζουν ένα υποχόνδριο άτομο που πανικοβάλλεται με έναν απλό βήχα. Ο Wilhelmsen τονίζει πόσο φορτισμένοι είναι οι ασθενείς, καθώς γνωρίζουν ότι είναι ένα «βάρος» για τους γύρω τους. «Φοβούνται στα αλήθεια τον θάνατο. Μερικοί άνθρωποι με τη διαταραχή αποφεύγουν να επισκέπτονται το γιατρό, ώστε να μην λάβουν επίσημη επιβεβαίωση ότι είναι άρρωστοι. Αυτή η ομάδα ασθενών είναι ιδιαίτερα ευάλωτη. Τα άτομα αντιλαμβάνονται έντονα τα συμπτώματα του σώματος και δίνουν μεγάλη προσοχή σε αυτά. Έτσι ξεκινά ένας φαύλος κύκλος, καθώς τότε η παραγωγή αδρεναλίνης αυξάνεται, πράγμα που σημαίνει ότι η καρδιά σας αρχίζει να χτυπά δυνατά και δημιουργείται εφίδρωση από το αίσθημα φόβου», εξηγεί.

Οι ασθενείς είναι συχνά δημιουργικοί άνθρωποι

Παρόλο που οι «υποχόνδριοι» σε πολλές περιπτώσεις υποφέρουν και από άλλα ψυχικά προβλήματα, όπως κατάθλιψη ή ιδεοψυχανασγμούς, η Midtun δεν είχε ποτέ άλλες φοβίες. «Οι περισσότεροι ασθενείς είναι πολύ δημιουργικοί άνθρωποι. Ως επί το πλείστον, επιμένουν και προσπαθούν να κρατήσουν τα πράγματα υπό έλεγχο. Η ανησυχία γίνεται μια μορφή ελέγχου για κάτι ανεξέλεγκτο», εξηγεί ο Wilhelmsen.

Ανάγκη αποδοχής θνησιμότητας

«Οι ασθενείς πρέπει επίσης να αποδεχθούν ότι κάποια μέρα θα πεθάνουν», υπογραμμίζει. Αυτό το είδος συνειδητοποίησης εξυπηρετεί το θεραπευτικό σκοπό. Οι ασθενείς του αντιλαμβάνονται γρήγορα ότι πολλές από τις σκέψεις τους είναι παράλογες και ότι είναι αδύνατο να προβλεφθεί το μέλλον. «Πρέπει να απομακρύνουν από το μυαλό τους αυτή τη συνεχή αμφιβολία. Και αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο σταματήσουν να εμπιστεύονται τον φόβο τους», πρόσθεσε ο Wilhelmsen.

Η ερμηνεία των συμπτωμάτων με διαφορετικούς τρόπους

Ο αριθμός των ατόμων που αντιμετωπίζουν διαταραχή άγχους ασθένειας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επειδή πολλοί πάσχοντες δεν επισκέπτονται τους γιατρούς. Παράλληλα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για την παθολογία των συμπτωμάτων της ασθένειας που μπορεί να βιώνουν. Για πολλούς, αυτό αυξάνει τον φόβο της ασθένειας.
 
Ο Wilhelmsen αντιμετωπίζει περίπου 100 ασθενείς ετησίως στην κλινική του. Η διαταραχή άγχους ασθένειας αντιμετωπίζεται είτε με ψυχοθεραπεία γνωσιακής-συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης είτε με φαρμακευτική αγωγή. Κάποιες φορές ενδείκνυται να γίνει συνδυασμός και των δύο. Ωστόσο, η θεραπεία δεν είναι πάντα εύκολη. Υπάρχουν ασθενείς που παρακολουθούνται για χρόνια ή άλλοι που γίνονται καλά και υποτροπιάζουν ξανά στο μέλλον.«Δέκα χρόνια αργότερα, πολλοί από αυτούς είναι ακόμα σταθεροί. Για μας είναι πολύ κρίσιμο να αλλάξουμε τη στάση τους απέναντι στην υγεία και την ασθένεια μέχρι το τέλος της θεραπείας», λέει. Η Midtun πάντως, που είναι σήμερα 34, έχει μάθει να μην δίνει τόση σημασία στα συμπτώματα της και να μην κάνει έρευνα στο διαδίκτυο. «Έχω στόχο να  εστιάσω στη ζωή, την οικογένειά μου και τους φίλους μου. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι πήρα και πάλι τη ζωή στα χέρια μου», καταλήγει η Midtun.

 ΜΑΡΘΑ ΚΙΣΚΙΛΑ

Μοίρασε το άρθρο!