Γερμανία: Το λυκόφως μιας σιωπηλής υπερδύναμης;

Βρισκόμενη γεωγραφικά στο κέντρο της ευρωπαϊκής ηπείρου η Γερμανία βρίσκεται και στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού πολιτικού ζητήματος καθώς και της γεωπολιτικής υπαρξιακής αναζήτησης της γηραιάς ηπείρου.

Από την Ostpolitik στην επανένωση

 Σύμβολο της ευρωπαϊκής διαίρεσης μέχρι το 1989, η Γερμανία, η οποία είχε εγκαινιάσει από το 1972 την περίφημη Ostpolitik, έγινε στη συνέχεια σύμβολο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αποτέλεσε την ατμομηχανή της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ανάπτυξης και την κινητήριο δύναμη της μαζικής διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς, με την εισδοχή 11 νέων χωρών-μελών που ανήκαν προηγουμένως στο λεγόμενο “Ανατολικό Μπλοκ” -μια διεύρυνση από την οποία η ίδια επωφελήθηκε περισσότερο, αυξάνοντας τον γεωοικονομικό χώρο δράσης της. Με τη συνθήκη της γερμανικής ενοποίησης, που υπογράφηκε στη Μόσχα στις 12 Σεπτεμβρίου 1990, από τις τέσσερις νικήτριες δυνάμεις (ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία) και τις δύο Γερμανίες (Δυτική και Ανατολική), η νέα ενιαία Γερμανία, που θα εξακολουθούσε να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, δεσμεύτηκε να αναγνωρίσει το απαραβίαστο των συνόρων στη γραμμή Όντερ-Νάισε με την Πολωνία, να αποποιηθεί χημικά, βιολογικά και πυρηνικά όπλα και ο Bundeswehr (ο ομοσπονδιακός στρατός) να περιοριστεί κάτω από 370.000 στρατιώτες.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΚΟΣ

 
Οι Αμερικανοί φεύγουν, η ανασφάλεια έρχεται

Τα αμερικανικά στρατεύματα που στάθμευαν σε γερμανικό έδαφος περιορίστηκαν από τις 325.000 προσωπικό, που ήταν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, σε κάτω από 100.000 μετά το 2000, για να περιοριστούν ακόμη περισσότερο επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, ως μοχλός πίεσης για να αυξήσει η Γερμανία τις αμυντικές της δαπάνες και να μειώσει τα θηριώδη εμπορικά της πλεονάσματα έναντι των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε τον Ιούνιο του 2020 πως θα μειώσει κατά 11.900 τον αριθμό των αμερικανικών στρατευμάτων στη Γερμανία, στο έδαφος της οποίας θα σταθμεύουν πλέον μόνο 25.000 αμερικανικό προσωπικό. Ο Τραμπ, εχθρικά  διακείμενος προς τον ευρωπαϊκό εγχείρημα, καταλόγισε στη Γερμανία ότι απέτυχε να ανταποκριθεί στον στόχο αμυντικών δαπανών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, που θεωρείται το 2% του ΑΕΠ, κατηγορώντας την ταυτόχρονα ότι εκμεταλλεύεται την Αμερική στο θέμα του εμπορίου, έχοντας μακροχρόνια υπερπλεονάσματα.

Τμήμα των αμερικανικών στρατευμάτων που θα αποσυρθούν προβλέπεται να μετακινηθούν ανατολικότερα, στην Πολωνία, η οποία καθίσταται βασική γραμμή άμυνας του ΝΑΤΟ έναντι της Ρωσίας κι ένα “επιπλέον αντίβαρο κατά της ρωσικής επιθετικότητας”, όπως δήλωσε και ο ίδιος ο Τραμπ. Εκτός από την Πολωνία, ένα τμήμα των αμερικανικών στρατευμάτων που θα αποσυρθούν από τη Γερμανία, θα μεταφερθούν στις Βαλτικές χώρες, στην Ιταλία και στο Βέλγιο. Στο Βέλγιο θα μετακινηθεί και η ευρωπαϊκή έδρα του Αμερικανικού Στρατού από τη Στουτγάρδη της Γερμανίας, που βρίσκεται ως τώρα. Αυτές οι αμερικανικές κινήσεις, τις οποίες το Βερολίνο μελετά και αξιολογεί με μεγάλη προσοχή, αναδιατάσσουν το χάρτη της άμυνας στο ευρωπαϊκό σκέλος του ΝΑΤΟ, δημιουργώντας στη Γερμανία ανασφάλειες και νέες προκλήσεις, που θα πρέπει να διαχειριστεί.

Ευρωπαϊκή Γερμανία ή γερμανική Ευρώπη; Ένα κλασικό δίλημμα ξανά επίκαιρο

 Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και 30 χρόνια από τη γερμανική ενοποίηση η Γερμανία, και μαζί της και η Ευρώπη, συνεχίζει να διακατέχεται από το ίδιο δίλημμα: ευρωπαϊκή Γερμανία ή γερμανική Ευρώπη; Είναι αλήθεια πως, μετά την ήττα της στον Β’ Π. Πόλεμο, η Γερμανία ουδέποτε εξέφρασε ανοικτά την επιθυμία της να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Εντούτοις, λόγω του μεγέθους της οικονομίας της και των επεκτατικών επενδύσεών της, το Βερολίνο αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τη γεωπολιτική με τη γεωοικονομία και την ήπια ισχύ (Soft Power), με τους γερμανικούς βιομηχανικούς ομίλους να έχουν αναβιώσει στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη μια άτυπη “αυτοκρατορία” προκαλώντας τη ζηλοφθονία των φίλων και τη μνησικακία των εχθρών. Το ότι απέφυγε να κυριαρχήσει στην Ευρώπη αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν κατάφερε να ηγεμονεύσει πάνω της.

Από τη μία ο “οικονομικός εθνικισμός” των Γερμανών κι από την άλλη η επιβολή αυστηρής λιτότητας στις ευρωπαϊκές χώρες του Νότου λόγω της κρίσης χρέους και των Μνημονίων που τις επιβλήθηκαν, εξανέμισαν, μετά το 2008, την όποια συμπάθεια είχαν καταφέρει να κατακτήσουν οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις με τον έναν ή άλλο τρόπο. Ακόμη χειρότερα στις ευρωμεσογειακές χώρες το μίσος προς τη Γερμανία βρέθηκε στα υψηλότερα επίπεδα από το τέλος του Β’ Πολέμου, με αμέτρητες γελοιογραφίες να εμφανίζουν τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ με ναζιστικές στολές.

 Οι φόβοι για μια γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη επανήλθαν. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που οι Έλληνες τιμωρήθηκαν παραδειγματικά με υπερλιτότητα, οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ του Brexit, οι Ιταλοί απείλησαν ουκ ολίγες φορές με έξοδο από το Ευρώ, οι Ανατολικοευρωπαίοι (π.χ. Ούγγροι και Πολωνοί) ανέδειξαν κυβερνήσεις που αποδομούν το κράτος δικαίου και τις ευρωπαϊκές αξίες, ενώ η Ευρώπη συνολικά αδυνατεί να διαχειριστεί και να απορροφήσει τις προσφυγικές ροές, με τον εθνικισμό και τον ευρωσκεπτικισμό να αναζωπυρώνεται σχεδόν παντού, ακόμη και στη Γερμανία.
 
Οι νέες γεωπολιτικές αναζητήσεις της Γερμανίας

Σήμερα η Γερμανία, ως κεντρική ηπειρωτική ευρωπαϊκή δύναμη και ισχυρότερη οικονομία σε όλη τη γηραιά ήπειρο, έχει βυθιστεί εκ νέου σε γεωπολιτικές αναζητήσεις. Επιχειρεί να προσδιορίσει το νέο ρόλο της σε μια Ευρώπη, αποσταθεροποιημένης λόγω της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης, των εσωτερικών διαιρέσεων και ανισοτήτων, της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών και του Brexit, και σ΄ έναν αβέβαιο κόσμο, που κινδυνεύει να κυλιστεί στη δίνη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου. Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον, με τη μία κρίση να διαδέχεται την άλλη, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στρέφονται προς τη Γερμανία για να βρει λύσεις, έστω και “αλά Χέλμουτ Κολ”, προκειμένου να σωθεί η ευρωπαϊκή ενότητα ή έστω η επίφασή της.

Κι ενώ θα περίμενε κανείς η Γερμανία να συμπεριφερθεί στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, όπως έκανε για τα ομόσπονδα κρατίδια της πρώην ανατολικής Γερμανίας, ή με βάση το πρότυπο αναδιανομής που εφαρμόζει η Ιταλία σε όφελος του Μετζοτζόρνο, ώστε να περιοριστούν οι περιφερειακές ανισότητες που οξύνονται από τη λιτότητα αλλά και την πανδημία που πλήττει κυρίως τις τουριστικές χώρες της Μεσογείου, εντούτοις εκείνη λειτουργεί ως επί το πλείστον εθνοκεντρικά, άσχετα με το αν η Μέρκελ υποστηρίζει πως «εάν το ευρώ αποτύχει, η Ευρώπη αποτυγχάνει». Αν η Ευρωζώνη διατήρησε ως τώρα τη συνοχή της αυτό δεν οφείλεται στη Γερμανία, αλλά στον φόβο για τις συνέπειες που θα είχε η τυχόν διάλυσή της.
 
“Νόχι”: το γερμανικό “σύνδρομο του διαχειριστή”

Ωστόσο η Γερμανία διστάζει να πάρει μεγάλες αποφάσεις για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όπως ζητάει π.χ. η Γαλλία, και αρέσκεται στο ρόλο του ισορροπιστή, του διαμεσολαβητή και του “Νόχι” (και Ναι και Όχι) της Μέρκελ. Πρώτον, γιατί η Γερμανία αρνείται να βάλει εύκολα “το χέρι της στη τσέπη” και να χρηματοδοτήσει χρέη ή ελλείμματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, άσχετα αν το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των χρημάτων επιστρέφουν τελικά στα δικά της ταμεία. Δεύτερον, διότι η ελίτ στο Βερολίνο αισθάνεται ικανοποιημένη από την υπάρχουσα κατάσταση και το ρόλο του “διαχειριστή” της πολυκατοικίας της Ε.Ε. και δεν έχει οράματα για το μέλλον της Ευρώπης και για την περαιτέρω ενοποίηση.

Είναι μια δύναμη Status Quo, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό μια συντηρητική δύναμη. Η Γερμανία προτιμά συχνά την ακινησία απέναντι στις προκλήσεις. Γι΄ αυτό και τη διακατέχει το λεγόμενο “σύνδρομο του διαχειριστή”. Δεν προλαμβάνει καταστάσεις, αλλά τις ακολουθεί και αντιδρά αναποφάσιστα ή σπασμωδικά, για λόγους κυρίως εσωτερικής πολιτικής. Ωστόσο οι προκλήσεις σε αυτή τη νέα εποχή της αβεβαιότητας συσσωρεύονται επικίνδυνα και η απειλή ενός νέο Ψυχρού Πολέμου, θα εξαναγκάσουν τη Γερμανία να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της στην Ευρώπη και στο σύγχρονο κόσμο.

Μοίρασε το άρθρο!