Α’ Βραβείο 2020 στο 12ο Μαθητικό Διαγωνισμό Γραπτού Λόγου των Εκδόσεων Πατάκη

Μπιζιρτσάκη Κατερίνα
Γεννήθηκε το 2004 στις Συκιές της Θεσσαλονίκης, όπου εξακολουθεί και μένει. Φοιτά στο 1ο Λύκειο Συκεών στο τμήμα θεωρητικού προσανατολισμού με στόχο της Αγγλική Φιλολογία.
Η αγάπη της για τα βιβλία ξεκίνησε από πολύ νωρίς και πρόσφατα άρχισε το συγγραφικό
της ταξίδι. Έχει διακριθεί, λαμβάνοντας την πρώτη θέση στον 12ο
Μαθητικό Διαγωνισμό
Γραπτού Λόγου των εκδόσεων Πατάκη. Παράλληλα, σημαντικές διακρίσεις σημειώνει στη
ξένη λογοτεχνία, με το πρώτο της βιβλίο «Origin» να βραβεύεται σε διάφορους
διαγωνισμούς στο Wattpad.

Μία πρόταση για ανάρτηση 
από τον Πάρη Βορεόπουλο, συνεργάτη του realoraiokastro.

12ος ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2019-2020
Β. Κατηγορία «Η “τριλογία της ενσυναίσθησης” και τα δικαιώματα του
παιδιού»
«ΌΛΑ μπορείς να τα ζήσεις σε ένα βιβλίο»
«ΔΕΝ έχουν όλα τα παιδιά ίσες ευκαιρίες»
«Η κλωστή της ελπίδας»
Κάθε μέρα νομίζω ότι θα είναι καλύτερα. Κάθε μέρα ξυπνάω με την ελπίδα ότι
κάτι θα αλλάξει, ότι σήμερα θα είναι η τυχερή μου μέρα. Αλλά ποτέ δεν είναι.
Περπατάω στο εγκαταλελειμμένο σοκάκι, καθώς ο ουρανός έχει αρχίσει να
παίρνει το ρόδινο χρώμα της αυγής. Είναι ακόμα πολύ νωρίς, όλα τα
παντζούρια των παραθύρων στα πανύψηλα κτίρια είναι κατεβασμένα και
πίσω από αυτά οι κάτοικοι βλέπουν ένα πολύχρωμο όνειρο, σε αντίθεση με
μένα. Εγώ δεν έχω χρόνο να σπαταλήσω στον ύπνο, όταν το γεμάτο μου
πρόγραμμα περιμένει να εκτελεστεί.
Παίρνω την στροφή στο τέλος του δρόμου και κρατάω το βλέμμα μου
στραμμένο στα φθαρμένα παπούτσια μου. Δεν ήθελα να κοιτάξω κανέναν
από τους περαστικούς στα μάτια. Ήξερα πολύ καλά τι είδους άνθρωποι
περνάνε από την γειτονιά μου και είχα μάθει από μικρό κορίτσι να μένω
μακριά τους.
Επιταχύνω το βήμα καθώς σκέφτομαι το δεκάλεπτο περπάτημα μέχρι τον
φούρνο. Έπρεπε να φτάσω γρήγορα για να βοηθήσω την κυρά Ελένη να
φτιάξει τα ψωμιά και τα άλλα φουρνιστά καλούδια. Αυτή ήταν η πρώτη μου
δουλειά της ημέρας. Πήγαινα τα πρωινά και έδινα ένα χέρι βοηθείας στην
φουρνάρισσα, αλλά και αργά το βράδυ για να καθαρίσει. Φυσικά, ως αντίτιμο,
μου έδινε τα περισσεύματα, ώστε να έχω κάτι να βάλω στο στομάχι μου. Τις
περισσότερες φορές η κυρά Ελένη έριχνε και στη χάρτινη σακούλα που μου
έδινε κάτι παραπάνω, ένα χαρτονόμισμα, ένα φρούτο ή οτιδήποτε άλλο
μπορούσε να αποχωριστεί.
Αυτό μου αρέσει σε αυτήν την δουλειά, ότι γίνονταν ένα μικρό θαύμα και
λάμβανα μια επιπλέον βοήθεια. Παρόλο που δεν γνώριζε ακριβώς την
κατάστασή μου, ήξερε ότι δεν ήταν συνηθισμένο για ένα δεκαπεντάχρονο
κορίτσι να ακολουθεί την ζωή που έχω εγώ.
Και τι φυσιολογικό να έχει η ζωή μου; Από την στιγμή που έκλεισα τα εννιά και
η μητέρα μου έχασε την δουλειά της, τα πράγματα πήγαν από το κακό στο
χειρότερο. Άρχισε να τζογάρει και να κάνει παρέα με τους λάθος ανθρώπους.
Τότε ξεκίνησε να περνάει τα βράδια μακριά από το διαμέρισμα μας. Και ίσως
αυτό να ήταν για καλύτερο. Μια φορά έτυχε να την δω σε ένα στενάκι με το
τότε αγόρι της και ακόμα μετανιώνω που πέρασα από εκείνον τον δρόμο
εκείνη την στιγμή. Πλέον περνάω τις μέρες μόνη μου με τις περιστασιακές
επισκέψεις της μητέρας. Έχω μάθει να επιβιώνω με ότι μπορώ να βρω και
αυτό ίσως είναι το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι ευγνώμων στην μητέρα
μου. Ενώ οι συμμαθητές μου σκέφτονται τον εφηβικό τους έρωτα, έμενα με
απασχολεί το πως θα πληρώσω τον λογαριασμό του νερού.
Ωστόσο, υπάρχει μια στιγμή της ημέρας για την οποία ανυπομονώ κάθε
φορά. Είναι ο λόγος που μπορώ και τρέχω στις σκάλες αργά το βράδυ μετά
από μια κουραστική μέρα για να φτάσω γρήγορα στο σπίτι μου. Είναι ο λόγος
που καθώς ξεκλειδώνω την πόρτα, δεν παρατηρώ τις βρισιές από το διπλανό
διαμέρισμα γιατί το μυαλό μου ήδη ταξιδεύει σε μέρη μακριά από τους
μουχλιασμένους τοίχους που με περικύκλωναν.
Έχοντας κλειδώσει την πόρτα πίσω μου, τρέχω στο δωμάτιο μου με τον
γδούπο των βημάτων μου να με ακολουθεί. Με μια απότομη κίνηση, πηδάω
πάνω στο κρεβάτι μου και σηκώνω το μαξιλάρι, αποκαλύπτοντας ένα βιβλίο
από την σχολική βιβλιοθήκη. Αναστενάζοντας, ξαπλώνω πίσω και το ανοίγω
στην πεντηκοστή σελίδα. Με την βοήθεια του κιτρινωπού φως του φανοστάτη
που μπαίνει από το παράθυρο μου, χάνομαι στις λέξεις της ιστορίας.
Ξεχνάω τον πόνο στην μέση μου και τις φουσκάλες στα πόδια μου γιατί πλέον
δεν βρίσκομαι σε αυτόν τον κόσμο. Όχι, όχι. Αυτήν την στιγμή πολεμάω ένα
τέρας της θάλασσας με την ομάδα μου στο πλευρό. Δεν είμαι πια ένα παιδί
που προσπαθεί να επιβιώσει άλλα μια πριγκίπισσα που πολεμάει για το
βασίλειο της. Δεν είμαι αδύναμη, ανίκανη να αλλάξω την ζωή μου άλλα η άξια
σωτήρας ενός ολόκληρου κόσμου.
Ίσως αυτές οι σκέψεις είναι που με γεμίζουν ελπίδα κάθε βράδυ. Ίσως γι’ αυτό
κάθε πρωί ξυπνάω με την εντύπωση ότι κάτι θα αλλάξει, ότι όλα θα πάνε
καλά.
Και έτσι, και αυτή η νύχτα πέρασε σαν τις άλλες: αποκοιμήθηκα με το μυαλό
μου σε έναν άλλον κόσμο, καθώς γέμιζα μέσα μου με δύναμη για να αντέξω
την αλήθεια.
Μπιζιρτσάκη Αικατερίνη του Αριστείδη, 15 χρονών

Μοίρασε το άρθρο!