Αφιέρωμα στην Ζαν Μορό: Η «σημαντικότερη ηθοποιός στον κόσμο» κατά τον Όρσον Γουέλς

Η Ζαν Μορό, μπορεί να «έφυγε» τη Δευτέρα 31 Ιουλίου του 2017, σε ηλικία 89 ετών στο Παρίσι, αλλά

είναι σίγουρο ότι για όσους αγαπούν την Έβδομη Τέχνη, θα βρίσκεται για πάντα στην καρδιά και στη μνήμη τους. Γεννημένη στις 23 Ιανουαρίου του 1928, κατάφερε να συνεργαστεί με μερικούς από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Η Γαλλίδα ηθοποιός, σκηνοθέτρια και σεναριογράφος, έγραψε τη δική της μοναδική και ανεξίτηλη ιστορία στην μεγάλη οθόνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του αστείρευτου υποκριτικού ταλέντου της, αποτελεί το θρυλικό φιλμ του Λουί Μαλ: «Ασανσέρ για Δολοφόνους».

Γεννημένη στις 23 Ιανουαρίου του 1928, στο Παρίσι, η Ζαν Μορό (Jeanne Moreau) ξεκίνησε την καριέρα της το 1947 στο θέατρο. Στην πλούσια φιλμογραφία της, η Γαλλίδα καλλιτέχνης, συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της πατρίδας της, όπως ο Φρανσουά Τρυφώ, ο Λουί Μαλ, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Ζακ Ντεμύ, ο Ροζέ Βαντίμ και ο Ζαν Ρενουάρ.

Το ταλέντο της όμως ήταν αστείρευτο και διεθνές και καθώς η τέχνη δεν γνωρίζει σύνορα, σύντομα η  Ζαν Μορό βρέθηκε να πρωταγωνιστεί – σε πρώτους ή δεύτερους ρόλους, στις ταινίες μερικών από την σημαντικότερων σκηνοθετών στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης.

Το 1961 τη συναντάμε στη «Νύχτα» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, ενώ το 1964 η Μορό πρωταγωνίστησε στο έργο του Λουίς Μπουνιουέλ, «Το Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας», στον ρόλο της Σελεστίν, μιας φιλόδοξης καμαριέρας που προσπαθεί να ανέλθει κοινωνικά στην επαρχιακή Γαλλία του Μεσοπολέμου.

Το 1976, την συναντάμε στον ρόλο μιας Γαλλίδας σταρ στο Χόλυγουντ της δεκαετίας του 1930, στο φιλμ «Ο Τελευταίος των Μεγιστάνων» του Ηλία Καζάν, ενώ το 1982 ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ της εμπιστεύεται τον ρόλο της Μαντάμ Λυζιάν, όντας η μοναδική γυναικεία παρουσία σε ένα ανδροκρατούμενο σύμπαν, στην ταινία «Ο Καβγατζής».

Το 1991 είναι μία σπουδαία χρονιά για την Ζαν Μορό, καθώς πρωταγωνιστεί τόσο στο φιλμ του Βιμ Βέντερς, «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου», όσο και στο «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στον ρόλο της Γαλλίδας συζύγου ενός εξαφανισμένου Έλληνα πολιτικού. Ενώ το 2012 τη συναντάμε στο έργο του κορυφαίου Πορτογάλου σκηνοθέτη, Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα: «Ο Γκέμπο και η Σκιά του».

Ιδιαίτερη αναφορά οφείλουμε να κάνουμε στη συνεργασία, αλλά και στη φιλία που αναπτύχθηκε ανάμεσα στην Ζαν Μορό και στον κορυφαίο Αμερικανό σκηνοθέτη όλων των εποχών, τον σπουδαίο Όρσον Γουέλς. Οι δύο καλλιτέχνες συνεργάστηκαν συνολικά σε τρία φιλμ – «Η Δίκη» του 1962, «Οι Καμπάνες του Μεσονυκτίου» του 1966 και η «Αθάνατη Ιστορία» του 1968.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, το 1998 σε τιμητική εκδήλωση της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ο Όρσον Γουέλς την είχε χαρακτηρίσει ως την «σημαντικότερη ηθοποιό στον κόσμο».

Ολοκληρώνουμε αυτόν τον ελάχιστο φόρο τιμής στην σπουδαία Γαλλίδα ηθοποιό, Ζαν Μορό, ξαναβλέποντας το θρυλικό «Ασανσέρ για Δολοφόνους» του Λουί Μαλ.

Ασανσέρ για Δολοφόνους / Elevator to the Gallows / Ascenseur pour l’échafaud
Σκηνοθεσία: Roger Nimier, Λουί Μαλ, Noël Calef (novel)
Σενάριο: Λουί Μαλ
Ηθοποιοί: Ζαν Μορό, Μορίς Ρονέ, Ζορζ Ποζουλί, Φελίξ Μαρτέν, Λίνο Βεντούρα, Ζαν-Κλοντ Μπριαλί
Χώρα: Γαλλία
Έτος: 1958
Διάρκεια: 91 λεπτά
Φορμάτ: Ασπρόμαυρο

Ο Ζουλιέν (Μορίς Ρονέ), ένας πρώην αλεξιπτωτιστής και τιμημένος με αρκετά μετάλλια κατά τη διάρκεια του πολέμου, δουλεύει για έναν έμπορο όπλων και έχει κρυφή ερωτική σχέση με τη γυναίκα του τελευταίου, τη Φλοράνς (Ζαν Μορό). Σε συνεννόηση μαζί της, θα προσπαθήσει να σκοτώσει το αφεντικό του, αλλά για κακή του τύχη θα κλειστεί στο ασανσέρ για ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο.

Ο Ζουλιέν πραγματοποιεί τον φόνο, γυρνώντας όμως στο αυτοκίνητό του συνειδητοποιεί ότι έχει ξεχάσει ένα σημαντικό ενοχοποιητικό στοιχείο. Από εκεί και πέρα μία σειρά συγκυριών ανατρέπει τα πάντα. Ένα ζευγάρι νέων θα κλέψουν το αυτοκίνητό του και θα μπλέξουν σε μια ιστορία φόνου ενοχοποιώντας τον Ζουλιέν. Και η Φλοράνς τον αναζητά απεγνωσμένα στους νυχτερινούς δρόμους του Παρισιού…

Το «Ασανσέρ για Δολοφόνους» (Elevator to the Gallows / Ascenseur pour l’échafaud – 1958), σηματοδοτεί ένα από τα πλέον κλασσικά φιλμ νουάρ, που αφηγείται μία λιττή αλλά έξυπνη ιστορία αγωνίας. Το φιλμ, αριστοτεχνικά σκηνοθετημένο από τον Λουί Μαλ, βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νοέλ Καλέφ.

Η ταινία, είναι προάγγελος τόσο της Νουβέλ Βαγκ, όσο και των γαλλικών αστυνομικών θρίλερ που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’60 και καθιέρωσε τον Λουί Μαλ στον κινηματογράφο. Η μεθυστική μουσική του Μάιλς Ντέιβις ντύνει άψογα την ταινία ενώ η γοητευτική Ζαν Μορό, καθηλώνει με την ερμηνεία της.

Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές εμφανίσεις της υπέροχης Γαλλίδας ηθοποιού στην μεγάλη οθόνη. Τέσσερα χρόνια μετά, θα τη δούμε στο φιλμ “The Trial” (1962), μεταφορά του κλασσικού βιβλίου “Δίκη” του Φραντς Κάφκα, σε σκηνοθεσία του μεγάλου Όρσον Γουέλς με τον οποίο θα συνεργαστούν και σε άλλες διαχρονικές δημιουργίες.

Εντυπωσιακό είναι επίσης το γεγονός ότι αυτή είναι ουσιαστικά η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, στην έτσι κι αλλιώς μετέπειτα πλούσια φιλμογραφία, του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη, Λουί Μαλ. Ο βραβευμένος δημιουργός, αναζητούσε διαρκώς την αισθητική του πάθους, τις συνέπειες του απαγορευμένου έρωτα και τις παρεκκλίσεις των αισθήσεων.

Ο Μαλ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και εστίασε τον φακό και την προσοχή του στην εσωτερικότητα των ηρώων του, δείχνοντας, όπως έλεγε ο ίδιος: “ενδιαφέρον στους χαρακτήρες που καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με το νόημα της ύπαρξής τους”.

Η ταινία είναι μία αγωνιώδης και θεσπέσια ατμοσφαιρική μεταφορά της νουβέλας του Νοέλ Καλέφ, στην μεγάλη οθόνη με την αισθησιακή Ζαν Μορό στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το ζήτημα της δικαιοσύνης και συγκεκριμένα το πώς αυτή μπορεί μέσα από ένα εξωφρενικό άθροισμα συμπτώσεων να αποδοθεί τελικά στους παραβαίνοντες τον ανθρώπινο και θείο νόμο, πραγματεύεται ο Λουί Μαλ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο.

Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν, έναν χρόνο πριν η Νουβέλ Βαγκ εξαπλωθεί στη Γαλλία και αλλάξει ριζικά τον χάρτη του παγκόσμιου κινηματογράφου. Εκπληκτικό σκηνοθετικά τόσο στα πλάνα του, όσο και στη φωτογραφία του, ενίοτε μελό αλλά και σε στιγμές αστείο, το “Ασανσέρ Για Δολοφόνους” είναι ένα αιθέριο, αλλά και γλυκά μυστηριώδες φιλμ.

Bαθιά ουμανιστής και ανήσυχος στο πνεύμα, ο Λουί Μαλ χειρίστηκε με αξιοθαύμαστο τρόπο την κινηματογραφική γλώσσα ισορροπώντας σε αντιθέσεις. Ήταν τρυφερός και τραγικός, κλασικός και μοντέρνος. Ξεκίνησε την καριέρα του με ταινίες μικρού μήκους και το 1956 έγινε βοηθός του Ζακ Ιβ Κουστό στο ντοκιμαντέρ «Ο κόσμος της σιωπής», που βραβεύθηκε με Όσκαρ. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μετακόμισε στο Χόλιγουντ, ξαναγύρισε όμως στη Γαλλία.

 ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

Μοίρασε το άρθρο!