Στις 14 Αυγούστου του 1974 ξεκινάει η δεύτερη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο που θα μείνει στην ιστορία ως «Αττίλας 2». Μετά την πρώτη εισβολή στη Κύπρο (Αττίλας 1) και την απόφαση για κατάπαυση του πυρός, το Κυπριακό ζήτημα εξελίσσεται σε ένα διπλωματικό πεδίο.
Οι τελευταίες «ειρηνευτικές» συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας πραγματοποιήθηκαν στις 11 Αυγούστου του 1974 στη Γενεύη, με τη συμμετοχή των Υπουργών Εξωτερικών Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας και των εκπροσώπων των Ελληνοκυπρίων Γλαύκου Κληρίδη και των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντεκτάς.
Ο Γλαύκος Κληρίδης αντιπρότεινε το εξής σχέδιο:
- Η συνταγματική δομή της Κύπρου να διατηρήσει το δικοινοτικό χαρακτήρα της.
- Η συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων να επιτευχθεί με θεσμικά σύμφωνα.
- Η ελληνική και τουρκική κοινοτική διοίκηση να ασκούν εξουσίες στις ζώνες που οι αντίστοιχοι πληθυσμοί έχουν πλειοψηφία.
Η τουρκική πλευρά αρνήθηκε να συζητήσει το σχέδιο Κληρίδη και ζήτησε τελεσιγραφικά να γίνουν αμέσως δεκτές οι τουρκικές προτάσεις. Μετά από τρεις ημέρες και αφού οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν, γράφεται το τελευταίο κεφάλαιο της Κυπριακής τραγωδίας. Στις 14 Αυγούστου του 1974 οι Τούρκοι, στις 4:35 τα ξημερώματα, μόλις εξήντα-πέντε λεπτά μετά το ναυάγιο της Διάσκεψης της Γενεύης, ξεκινούν το δεύτερο σχέδιο εισβολής στη Κύπρο. Ο «Αττίλας 2» είχε αρχίσει.
Οι Τούρκοι από τον «Αττίλα 1» κατέχουν περίπου το 8% του κυπριακού εδάφους. Έχοντας στο μυαλό τους τη δεύτερη εισβολή έχουν συγκεντρώσει στο νησί 40.000 στρατιώτες, 300 άρματα μάχης και 1.000 οχήματα μεταφοράς προσωπικού. Επιπλέον η ισχυρή Τουρκική αεροπορία δίνει ένα ολοκληρωτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα.
Η Τουρκική αεροπορία βομβαρδίζει Λευκωσία, Αμμόχωστο και άλλες περιοχές. Τουρκικά άρματα και ισχυρές δυνάμεις πεζικού αρχίζουν να κινούνται από Λευκωσία προς Αμμόχωστο, στα ανατολικά, και προς Λεύκα-Λιμνίτη, στα δυτικά.
Στις 15 Αυγούστου, οι ορδές του «Αττίλα» μπαίνουν στην Αμμόχωστο. Στις 16 Αυγούστου καταλαμβάνεται η Μόρφου και ο «Αττίλας 2» ολοκληρώνεται. Μέσα σε 48 ώρες οι Τούρκοι παίρνουν στην κατοχή τους το 36,4% του νησιού, εξοντώνοντας περίπου 3.500 Ελληνοκύπριους και προκαλώντας 200.000 πρόσφυγες. Ταυτόχρονα δημιουργείται και η τελική γραμμή του «αίσχους» που μέχρι σήμερα κρατάει διχοτομημένη την Κύπρο.