Άγνωστες ιστορίες πίσω από αγαπημένα ελληνικά τραγούδια

Η μουσική είναι κάτι μαγικό. Ο δημιουργός της προσπαθεί να εξωτερικεύσει αυτό που έχει μέσα στο μυαλό και την ψυχή του. Και αυτό ακριβώς το σημείο είναι που πολλές φορές δημιουργεί παρεξηγήσεις σχετικά με τις προθέσεις του.

Τι ακριβώς θέλει να πει; Πόσες και πόσες φορές που ακούμε ένα τραγούδι δεν έχουμε αναρωτηθεί για το ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να περάσει ο δημιουργός ή κάτω από ποιες συνθήκες έγραψε ένα τραγούδι.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η Φραγκοσυριανή του

Είναι σίγουρο πως όποιος έχει ακούσει τη «Φραγκοσυριανή» του… πατριάρχη του ρεμπέτικου, Μάρκου Βαμβακάρη, θα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο δημιουργός μιλάει για κάποιον μεγάλο του έρωτα, κάποια γυναίκα που σημάδεψε τη ζωή του.

Λογικό, αν διαβάσει κανείς τους στίχους. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι λίγο διαφορετική. Στην πραγματικότητα όλος αυτός ο ερωτικός ύμνος του μεγάλου ρεμπέτη γράφτηκε μετά από μια και μοναδική… ματιά! Ναι, ήταν αρκετή. Ο ίδιος ο Μάρκος ο Βαμβακάρης έχει αποκαλύψει το πως του είχε έρθει η έμπνευση.

«Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν…

Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μου ‘χεις κάνει μάγια Φραγκοσυριανή γλυκιά…

Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή».

Το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» που λίγο έλειψε να πεταχτεί στα σκουπίδια

Οι πρώτες πενιές του θρυλικού ζεϊμπέκικου ακούστηκαν από τον τζουρά του παλιού ρεμπέτη Γιώργου Μουφλουζέλη. Ο Μάνος Λοϊζος, ωστόσο, ήθελε το κάτι παραπάνω. Πείθει τον Θανάση Πολυκανδριώτη να αφήσει το μπουζούκι του και να πάρει και αυτός έναν παλιό τζουρά και να συμμετάσχει.

Εκείνο το όργανο, όμως, ήταν τόσο παλιό που πλέον δεν μπορούσε να κουρδιστεί και τα φάλτσα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Όλοι, λοιπόν, άρχισαν να τα παρατάνε και να λένε πως το τραγούδι δεν πρόκειται να «βγει» και πως καλό θα ήταν ο Λοϊζος να προχωρήσει στο επόμενο. Ο Πολυκανδριώτης παρατάει τον παλιό τζουρά και όλα δείχνουν να είναι στον αέρα.

Ο Μάνος Λοϊζος, ωστόσο, δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Αποφασίζει με τη βοήθεια ενός τετρακάναλου που υπήρχε στο στούντιο να γράψει το τραγούδι κομμάτι- κομμάτι. Έγραφαν το τραγούδι όσο ο τζουράς ήταν κουρδισμένος. Όταν ξεκουρδιζόταν σταματούσαν. Τον ξανακούρδιζαν και συνέχιζαν.

Έτσι το τραγούδι γράφτηκε επί της ουσίας με τη βοήθεια του… μοντάζ!

Μοίρασε το άρθρο!