Χωρίς νόημα για την αγορά οι θερινές εκπτώσεις

Στο παρελθόν οι εκπτώσεις πυροδοτούσαν ένα κανονικό καταναλωτικό πανηγύρι. Σήμερα -αν και η λέξη «εκπτώσεις» εξακολουθεί να τραβάει το μάτι των περαστικών- αυτή καθαυτή η εκπτωτική περίοδος συγκινεί ελάχιστα.

Από χθες άνοιξε επίσημα η αυλαία των φετινών θερινών εκπτώσεων που θα διαρκέσουν μέχρι τις 31 Αυγούστου. Λίγο πριν είχαμε μια περίοδο προσφορών, ενώ αμέσως μετά -στις αρχές Σεπτεμβρίου- η αγορά της Θεσσαλονίκης θα έχει την ευκαιρία να τιμήσει την φετινή 88η Διεθνή Έκθεση με ένα δεκαήμερο εξαιρετικών τιμών και ίσως μια πρόσθετη Κυριακή με ανοιχτά όλα τα καταστήματα.

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΡΑΚΗΣ

Αυτή η εικόνα, που εδώ και χρόνια επαναλαμβάνεται ενδεχομένως με κάποιες μικροδιαφοροποιήσεις, χαρακτηρίζει την αγορά της Θεσσαλονίκης, που πολύ καιρό τώρα προσπαθεί -στη θεωρία- να βρει κάποιο ρυθμό, χωρίς να τα καταφέρνει. Αυτή η έλλειψη ρυθμού -στην ουσία προσανατολισμού και στρατηγικής- έχει ως αποτέλεσμα τη στασιμότητα. Κάτι που στη γλώσσα των εμπόρων σημαίνει ότι τα πράγματα κυλούν σχεδόν αποκλειστικά με βάση τις επιθυμίες και τις δυνατότητες των καταναλωτών, οι οποίοι δέχονται ελάχιστα -έως μηδαμινά- νέα μηνύματα από τα καταστήματα. Και καλά τα μεγάλα μαγαζιά και τα εμπορικά κέντρα έχουν ενσωματώσει στη λειτουργία τους την ανανέωση, που πέραν όλων των άλλων τροφοδοτεί το αίσθημα ανάγκης των καταναλωτών, με τους οποίους συχνά διατηρούν αμφίδρομη σχέση. Άλλωστε κάθε πολυκατάστημα, εμπορικό κέντρο ή αλυσίδα αποτελεί έναν καθετοποιημένο και ολοκληρωμένο μικρόκοσμο, ο οποίος προσπαθεί να ενσωματώσει καταναλωτές, ακόμη και άθελά τους. Αλλά τα μικρότερα, μεμονωμένα εμπορικά καταστήματα, στο κέντρο ή στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, στερούνται αυτών των δυνατοτήτων. Υποχρεωτικά κινούνται εντός του συνόλου ομοειδών επιχειρήσεων, που σε σημαντικό βαθμό παραμένουν σε ακινησία κι έτσι αδυνατούν να δημιουργήσουν στους καταναλωτές πρόσθετα κίνητρα.

Στο παρελθόν οι εκπτώσεις πυροδοτούσαν ένα κανονικό καταναλωτικό πανηγύρι. Τις οργάνωναν επαρκώς οι έμποροι και τις περίμεναν οι καταναλωτές για να καλύψουν τις ανάγκες τους και κάτι παραπάνω. Αυτό το… κάτι παραπάνω είναι που «ξεκολλούσε» το κάρο της αγοράς από τη λάσπη, ανεξαρτήτως των οικονομικών συνθηκών. Διαρκούσαν 15 ημέρες, που αν και πρόκειται για μεγάλο διάστημα για εκπτώσεις, δε συγκρίνεται με το δίμηνο που έχει καθιερωθεί -και μάλιστα δύο φορές, χειμώνα και καλοκαίρι- μέσα στο χρόνο. Σήμερα -αν και η λέξη «εκπτώσεις» εξακολουθεί να τραβάει το μάτι των περαστικών- αυτή καθαυτή η εκπτωτική περίοδος συγκινεί ελάχιστα.

Αν υποτεθεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα των Νεοελλήνων επέβαλε εξελίξεις στη λειτουργία της αγοράς -τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις-, στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα παραμένουν στάσιμα. Οι λόγοι (μπορούν να) είναι δυνητικά πολλοί: Ίσως επειδή οι επισκέπτες και οι διερχόμενοι, που κάποτε αιμοδοτούσαν στα σοβαρά το εμπόριο της Θεσσαλονίκης, αποτελούν, πλέον, ένα σχετικώς μικρό ποσοστό στην αγορά της πόλης. Ίσως επειδή η καχεκτική οικονομική ανάπτυξη της περιοχής τα τελευταία 20 – 30 χρόνια περιορίζει τη δυνατότητα των ντόπιων καταναλωτών. Ίσως επειδή η μόνιμη οικονομική ανασφάλεια για το μέλλον οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη καταναλωτική αυτοσυγκράτηση. Όλα αυτά, το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί, δημιουργούν ένα κοκτέιλ που δεν ευνοεί την ανάπτυξη της αγοράς της Θεσσαλονίκης. Και προφανώς δεν είναι οι «εκπτώσεις» και οι «προσφορές» που θα λύσουν το πρόβλημα. Σύμφωνα με κάποιους -ακόμη και μέσα στα όργανα εκπροσώπησης των εμπόρων- χρειάζεται δυναμικές και δημιουργικές κινήσεις, οι οποίες όταν διατυπώνονται απορρίπτονται από την πλειοψηφία. Κατ’ αρχήν είναι βασικό να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι οι αγορές της Θεσσαλονίκης -τόσο του κέντρου, όσο και της περιφέρειας- είναι μικρές αγορές, με περιορισμένη αυτοδύναμη κεντρομόλο δυναμική. Επομένως χρειάζονται προβολή και ευρύτερες προωθητικές ενέργειες, προκειμένου να προσελκύσουν κόσμο τόσο από την ενδοχώρα, όσο και από το εξωτερικό. Στην ουσία η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ένα πλάνο προβολής ως μια ζωντανή, ανοιχτή και πλούσια αγορά, όπου τα ψώνια δεν καλύπτουν απλώς υφιστάμενες ανάγκες. Προσφέρουν εμπειρία και καινοτομία, όσο τουλάχιστον είναι δυνατό κάτι τέτοιο στο πεδίο του εμπορίου. Κυρίως, όμως, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν οι εμπλεκόμενοι ότι το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην αγορά της Θεσσαλονίκης εξαιτίας διεργασιών που κρατούν δεκαετίες, δεν μπορεί να λυθεί ούτε πατώντας απλώς ένα… κουμπί, ούτε κρατώντας κάποιος ένα… μαγικό ραβδί. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς επένδυση σε χρόνο, χρήμα και ενέργεια, κάτι που ο ανυπόμονος και «σφιχτός» εμπορικός κόσμος της πόλης δύσκολα -έως πολύ δύσκολα- θα συναινέσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ανέξοδες για τις εμπορικές επιχειρήσεις πρωτοβουλίες του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης -όπως η δημιουργία Open Mall- αντιμετωπίζονται σε σημαντικό βαθμό με καχυποψία και αρνητισμό.  

Μέχρι τότε, μέχρι δηλαδή να συμβούν όλα αυτά και να ξυπνήσουν οι… κοιμώμενοι, η αγορά της Θεσσαλονίκης -κυρίως στο κέντρο, αλλά και στην περιφέρεια- θα κινείται στον… αυτόματο πιλότο. Ωράριο, εκπτώσεις, αλλαγή βιτρίνας, άντε και λίγο -πολύ λίγο είναι η αλήθεια- χαμόγελο, που, όμως, σε κάποιους καταναλωτές φτάνει και περισσεύει. Το τελικό άθροισμα ως αποτέλεσμα πρόσθεσης αναμενόμενο, τίποτε το συγκλονιστικό. Ομοίως και το γινόμενο, ως αποτέλεσμα πολλαπλασιασμού, όπου είναι δυνατό κάτι τέτοιο. Το κακό της υπόθεσης είναι ότι αν φτάσουμε στις άλλες, τις… αρνητικές μαθηματικές πράξεις, στην αφαίρεση και τη διαίρεση, θα καταλήξουμε σε αποτελέσματα καταστροφικά για την εμπορική αγορά της πόλης. Στην καλύτερη περίπτωση στην αδράνεια και στην ακινησία και στη συνηθέστερη στην κατρακύλα. Που μεταφράζεται σε διαρκώς λιγότερα καταστήματα εντόπιου ενδιαφέροντος και διαρκώς μεγαλύτερο ποσοστό του τζίρου σε πολυεθνικές, εμπορικά κέντρα, πολυκαταστήματα και εγχώριες και ξένες αλυσίδες.  

Μοίρασε το άρθρο!