Το φαινόμενο της παραποίησης της πραγματικότητας και της αξιοποίησής της για την αποκόμιση κυρίως πολιτικού ή οικονομικού οφέλους δεν είναι ούτε νέο ούτε μόνο ελληνικό. Όλοι θυμόμαστε τον βουτηγμένο σε πετρέλαιο κορμοράνο, σύμβολο του τυραννικού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, που παλεύει να επιζήσει όχι βέβαια στα νερά του Περσικού Κόλπου, όπως θέλει η αμερικανική προπαγάνδα, αλλά στα νερά της Βόρειας Θάλασσας, με την αντικειμενικότητα της ενημέρωσης να χάνεται στα θολά νερά της όποιας πολιτικής ή μη σκοπιμότητας.
Αυτό όμως που κάνει το φαινόμενο περισσότερο επικίνδυνο είναι η ταχύτητα διάδοσης της ψεύτικης είδησης στην εποχή της ψηφιακής κυριαρχίας και ο απεριόριστος αριθμός αποδεκτών στους οποίους φθάνει. Μέσα από τα κοινωνικά κυρίως δίκτυα, στα οποία η πρόσβαση όλων είναι εύκολη, η είδηση αναπαράγεται αρκετές φορές, συχνά μάλιστα χωρίς να γίνεται αναφορά στην πρώτη έκδοσή της. Με αυτό τον τρόπο το αρχικό ψέμα αποκαθαίρεται μέσα στη διαδικτυακή κολυμπήθρα και αποδίδεται ως η μόνη αλήθεια στη συνείδηση του κοινού. Μια αλήθεια κατασκευασμένη, μια ψεύτικη «αλήθεια», έννοια τόσο γνώριμη στην μετα-αλήθεια εποχή σύμφωνα και με το λεξικό της Οξφόρδης, που μόλις το 2016 περιέλαβε και σχετικό ορισμό.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την πρόσφατη υπόθεση της στυγερής δολοφονίας νεαρού κοριτσιού στις 18.10.2017 από εξαρτημένο από τα ναρκωτικά δράστη. Σε διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης αναρτάται στις 8/11/2017 ότι ο δολοφόνος της είχε αποφυλακισθεί με βάση τον νόμο που ψήφισε συγκεκριμένος υπουργός Δικαιοσύνης, αναφέροντας συνάμα απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για το πρόσωπό του. Την ίδια μέρα, η είδηση αναπαρήχθη σε τουλάχιστον τρία διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης. Αν και το υπουργείο Δικαιοσύνης στις 8.11.2017 με επίσημη ανάρτησή του διαψεύδει την παραπάνω είδηση, μόλις πέντε ημέρες μετά, στις 13.11.2017, στη διαδικτυακή έκδοση γνωστής εφημερίδας αναπαράγεται τα αρχικό ψευδές δημοσίευμα χωρίς καν ο δημοσιογράφος να λάβει υπόψη ή να μνημονεύσει την επίσημη διάψευση του υπουργείου! Η είδηση πλέον έχει αναπαραχθεί τόσες φορές ώστε να ακούγεται σαν κάτι αυτονόητο, δεδομένο.
Από την άλλη πλευρά, αν και η ελευθερία του Τύπου, τόσο η έντυπη όσο και η διαδικτυακή, προστατεύεται συνταγματικά, υπάρχει πάντα ο αυτονόητος περιορισμός από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, που τιμωρούν την προσβολή της προσωπικότητας. Ενδεικτικά αναφέρω τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα για την εξύβριση και τη δυσφήμηση, απλή ή συκοφαντική. Για τους μη νομικούς σημειώνεται ότι τα παραπάνω εγκλήματα κατ’ εξαίρεση δικαιολογούνται κάθε φορά που υπάρχουν λόγοι δικαιολογημένου συμφέροντος, όπως εν προκειμένω η ενημέρωση του κοινού. Η δικαιολογία όμως αυτή δεν είναι δυνατή όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης ή όταν το διαδιδόμενο γεγονός είναι ψευδές2.
* Η Mατίνα Πούλου είναι δικηγόρος / διδάκτορας Νομικής
1 Ως είδηση θεωρείται η το πρώτον γινομένη ανακοίνωση, ειδικά στο αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων του άρθρου 191 ΠΚ από τον Ι. Μανωλεδάκη “Η προστασία της δημόσιας τάξεως κατά τον Ελληνικόν Ποινικόν Κώδικα”, 1970, σελ. 188-189
2 Κατά το άρθρο 367 ΠΚ
3 Έχει κριθεί ότι η παραβίασή του αποκλείει ακόμα και την τυχόν ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος που θα επέτρεπε την ανακοίνωση της είδησης σε ΑΠ 471/2013ΝοΒ 2013, σελ. 2.423.
4 Βλ. ΑΠ 471/2013ΝοΒ 2013, σελ. 2.423
5 Έτσι Γ. Βασάλου, “Πότε ο κιτρινισμός παράγει εγκλήματα;”, “ΕφΣυν” 16.5.2018
6 Έτσι Σ. Παπαγεωργίου – Γονατάς, “Ο σκοπός δυσφήμησης στα εγκλήματα κατά της τιμής”, 2016, σελ. 146