Οι θησαυροί της Θεσσαλονίκης: Μια βόλτα στις αρχοντικές μονοκατοικίες και τα νεοκλασικά της Συνοικίας των εξοχών

Κάθε πόλη έχει και τη δική της ιστορία, έτσι και Θεσσαλονίκη. Μια ιστορία που δεν την αναζητάς μόνο στα βιβλία, αλλά και σε στα απομεινάρια της στην πόλη. Στα αρχοντικά, τα νεοκλασικά κτίρια και τα μνημεία που μπορεί να προσπερνάμε καθημερινά.

Η Βασιλίσσης Όλγας, η κεντρική λεωφόρος της Συνοικίας των Εξοχών, κάποτε υπήρξε η πιο πλούσια και εξευρωπαϊσμένη γειτονιά της Θεσσαλονίκης! Σήμερα, διατηρεί κάτι από την παλιά της αίγλη!

Γράφει η Ασημίνα Τούνα

Υψώνονται επιβλητικά σε έρημους, αλλά και κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, κουβαλώντας εδώ και χρόνια την δική τους ιστορία. Η πόλη είναι γεμάτη από αρχιτεκτονικά μνημεία που μαρτυρούν την ιστορία. Επιβλητικά αρχοντικά και μαρμάρινα νεοκλασικά κτίρια του 19ου αιώνα, αναμειγνύονται με σύγχρονες πολυώροφες πολυκατοικίες, διαμορφώνοντας το ιδιόμορφο αστικό τοπίο της πόλης.

Παρακάτω θα σου παρουσιάσουμε την ιστορία πίσω από τις πιο εντυπωσιακές επαύλεις στη Συνοικία των Εξοχών, που αναδεικνύουν τη μοναδική αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης και που σίγουρα έχεις δει πολλές φορές στις βόλτες σου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Τα παλιά αρχοντικά της Θεσσαλονίκης, κρύβουν το δικό τους πέπλο ιστορίας. Κάνοντας έναν περίπατο στο κέντρο της πόλης, συναντά κανείς μία τεράστια αρχιτεκτονική κληρονομιά, εντυπωσιακά και περίτεχνα κτίρια που αποτελούν ατραξιόν για τους επισκέπτες της πόλης, ενώ είναι ευρέως γνωστά στους κατοίκους της. Ωστόσο, η ιστορία των διατηρητέων ή των αξιόλογων αρχιτεκτονικά κτισμάτων είναι άγνωστη στους περισσότερους και δυστυχώς, η φροντίδα πολλές φορές ανύπαρκτη.

Στις περισσότερες των περιπτώσεων, κτίσματα με ιστορία – που άλλοτε στέκονταν επιβλητικά, λέγοντας τη δική τους ιστορία – σήμερα μένουν αφημένα στη μοίρα τους, παρατημένα και ρημαγμένα. Άλλα πάλι, γκρεμίζονται και στη θέση τους χτίζονται τσιμεντένιες πολυκατοικίες, πολυτελή ξενοδοχεία και καταστήματα που όσο προηγμένη και αν είναι η αρχιτεκτονική τους, δεν κρύβουν μέσα τους ψυχή. Με την κατάρρευση των αρχοντικών της πόλης, καταρρέει και ένα κομμάτι της ιστορία της, ένα κομμάτι της ίδια της πολιτιστικής της κληρονομιάς.

Οι «Εξοχές» όπως ονομάστηκε η περιοχή, ήταν ευρύτερα γνωστή και είχε αναπτυχθεί έξω από τα νοτιοανατολικά τείχη της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η ονομασία «Εξοχές», σύμφωνα με το thessalonikihouses.gr οφείλεται στην περιορισμένη δόμηση της συνοικίας, στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού αγροτικών εκτάσεων αρχικά και στον ημιμόνιμο χαρακτήρα της διαμονής στην περιοχή.

Ιδιοκτησίες της Χ. Μοδιάνο κατά μήκος του χειμάρρου Κωνσταντινίδη. Αριστερά διακρίνεται η έπαυλη Χατζή Αγκιάχ.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς η Επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα αναστάτωσε τους Τούρκους, η πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν περιορισμένη κυρίως στην «καστροπερίκλειστη» περιοχή και ελάχιστα κτίσματα υπήρχαν πέρα από τα όριά της. Από το δεύτερο όμως μισό του 19ου αιώνα διαφοροποιούνται οι συνθήκες αυτές, καθώς επέρχεται μία κάποια ηρεμία στο χώρο της Ελλάδας με τη δημιουργία στο νότιο χώρο της του πρώτου ανεξάρτητου κράτους της Βαλκανικής.

Συγχρόνως, γίνεται μία προσπάθεια γενικότερου «εξωραϊσμού» της τουρκικής διοίκησης, ιδιαίτερα στα κατεχόμενα εδάφη της Βαλκανικής. Ακόμα, η ανάπτυξη πρωτοκεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, η εμπορευματοποίηση της αγοράς, η δημιουργία τάξης αστών εμπόρων και ανώτατων στελεχών της δημόσιας διοίκησης, έδωσε το έναυσμα της ανάπτυξης και των προαστίων, ιδιαίτερα της ανατολικής περιοχής (περιοχή Εξοχών), όπου άρχισαν να κτίζονται πολυτελείς και μεγαλοπρεπείς επαύλεις (πύργοι) από τους πλούσιους Έλληνες, Τούρκους, Εβραίους, Ντονμέδες (εξισλαμισμένους Εβραίους), Φράγκους και Λεβαντίνους.

Η βίλα Αλλατίνι σε αυτοχρωματική φωτογραφία του Auguste Léon (1913).

Σε μεγάλα, πια, οικόπεδα της περιοχής κατά μήκος των λεωφόρων Βασ. Γεωργίου και Βασ. Όλγας, αλλά και στον κεντρικό τομέα, κτίζονται πολυτελή κτίσματα με πολλά στοιχεία νεοκλασσκής μορφολογίας και ποικίλες διακοσμήσεις επηρεασμένες από το πνεύμα της ArtNouveau και του Ρομαντισμού. Στα κτίσματα αυτά, που δεν είχαν σαφή αρχιτεκτονικό ρυθμό, μπορούσαν να διακριθούν, μαζί με τα βαρυφορτωμένα με διακοσμήσεις αετώματα και διαζώματα, ένα πνεύμα επιστροφής στα αρχαιοελληνικά πρότυπα  του «δωρικού ρυθμού» και μία διάθεση δημιουργίας ενός παράξενου – οπωσδήποτε ξενόφερτου – κόσμου, που συμβάδιζε με το αισθητικό γούστο που διαμόρφωσε ο Ρομαντισμός στην Ευρώπη το 19ο και αρχές του 20ού αιώνα.

Στις Εξοχές, οι κάτοικοι δεν εγκαταστάθηκαν με βάση την εθνική και τη θρησκευτική τους ταυτότητα – όπως συνέβη στο υπόλοιπο κομμάτι της πόλης, αλλά με κριτήρια καθαρά οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα.

Μετά το ολοκαύτωμα, η ανοικοδόμηση ως συνέπεια των νόμων της υπεραξίας και της αντιπαροχής, θα βάλει τέλος στις πολυτελείς μονοκατοικίες και τα δίπατα με τις αυλές και στη θέση τους θα χτιστούν άχαρες οικοδομές που θα αλλάξουν μια και καλή την αριστοκρατική όψη της περιοχής. Άρχιζε τότε, μια άλλη εποχή, τσιμεντένια, με δρόμους ασφαλτοστρωμένους και με πεζοδρόμια πλακόστρωτα.

Σήμερα, η εικόνα της συνοικίας είναι αποσπασματική. Από τα κτίρια που υπήρχαν, έχουν απομείνει ελάχιστα, περίπου τριάντα κατοικίες κι αυτές διάσπαρτες. O κεντρικός δρόμος δεν υπάρχει πια και δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως να υπάρχει ιστορική συνέχεια στον χώρο. Πολλές από τις επαύλεις έχουν κατεδαφιστεί ή ρυμοτομηθεί, ενώ κάποιες έχουν διατηρηθεί. Άλλες εγκαταλελειμμένες, άλλες αναστηλωμένες, αλλάζουν χρήσεις προσφέροντάς – κάποιες από αυτές – στους επισκέπτες, αλλά και στους μόνιμους κατοίκους της πόλης ζεστούς και ρομαντικούς χώρους για ν’ απολαύσουν τον καφέ τους ή το φαγητό τους, αλλά και χώρους που μπορεί να επισκεφθεί κανείς για ν’ απολαύσει ένα ενδιαφέρον κομμάτι πολιτισμού.

Αξίζει να εξερευνήσετε μερικούς από τους πιο εμβληματικούς αρχιτεκτονικούς θησαυρούς που κοσμούν το τοπίο της Θεσσαλονίκης!

Βίλα Μορντώχ

Η Βίλα Μορντώχ είναι έπαυλη που χτίστηκε το 1905 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη. Είναι διώροφο κτίσμα με ημιυπόγειο και σοφίτα. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, εκτός από τη συνύπαρξη νεοκλασικών, αναγεννησιακών, μπαρόκ και αρτ νουβώ στοιχείων είναι ο κρεμμυδόσχημος τρούλος στην νοτιοδυτική γωνία της και η οκταγωνική πυργοειδή απόληξη.

Το 1930 πέρασε στην κατοχή του Μορντώχ. Λειτούργησε ως πολυϊατρείο του ΙΚΑ τα χρόνια 1952-1972. Σήμερα, αποτελεί ιδιοκτησία του Δήμου και στεγάζει τη Διεύθυνση Πολιτισμού-Τουρισμού και την Ε΄Δημοτική Κοινότητα.

Βίλα Αλλατίνη

Χτίστηκε το 1898 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι. Σημειώνεται ότι ο ίδιος αρχιτέκτονας σχεδίασε και τους Μύλους της οικογένειας Αλλατίνι που εγκαινιάστηκαν το 1890. Κατά την αρχική περίοδο της χρήσης της, η βίλλα αποτελούσε εξοχική κατοικία της Οικογένειας Αλλατίνι. Το 1926 στέγασε για ένα έτος τη Φιλοσοφική Σχολή, μοναδικό τμήμα του νεοσύστατου τότε Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης, ενώ κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941) χρησιμοποιήθηκε σαν νοσοκομείο. Σήμερα, στη Βίλλα Αλλατίνι εδρεύει η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.

Βίλα Καπαντζή – Πολιτιστικό Κέντρο ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης

Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα αρχοντικά της παλιάς Θεσσαλονίκης, το οποίο έχει συνδεθεί κατά καιρούς με πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της πόλης. Είναι χτισμένο στην περιοχή των Εξοχών, όπως ονομαζόταν παλαιότερα, έξω από τα παλιά τείχη της πόλης, τα οποία κατεδαφίστηκαν προς τα τέλη του 19ου αιώνα.

Το κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ, από τα ελάχιστα σωζόμενα λαμπρά οικοδομήματα του τέλους του 19ου αιώνα στην πόλη, με την πλούσια ιστορία του αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νεότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης. Δεν διασώζει μόνο μια ζωντανή εικόνα της άλλοτε Συνοικίας των Εξοχών, αλλά και ευρύτερα ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας της πόλης.

Βίλα Αχμέτ Καπαντζή (πρώην κτήριο Πολιτιστικής Πρωτεύουσας)

Το εξαιρετικά αναστηλωμένο αρχοντικό (Βασ. Όλγας 105) των αρχών του 20ού αιώνα (1905-1907), τυπικό δείγμα των σπιτιών που κοσμούσαν την περιοχή των «Πύργων», ανήκει στην ίδια οικογένεια Καπαντζή (που είχε και το γειτονικό κτήριο της Εθνικής Τράπεζας).

Το αρχοντικό σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα ΠιέροΑριγκόνι, ενώ ως ιδιοκτήτης φέρεται ο Αχμέτ Καπαντζή, μικρότερος αδερφός του Μεχμέτ που είχε την ομώνυμη βίλα (το σημερινό κτήριο του ΜΙΕΤ), στην περιοχή της Ανάληψης. Το 1926 το κτίριο περιήλθε ως ανταλλάξιμη περιουσία στο ελληνικό δημόσιο και στέγασε διαδοχικά τον Ερυθρό Σταυρό, στη γερμανική κατοχή τη Γκεστάπο και αργότερα ως το 1954 τη διοίκηση του ΝΑΤΟ στη Θεσσαλονίκη. Το 1967 περιήλθε στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Μετά τον σεισμό του 1978, αναστηλώθηκε υποδειγματικά και στέγασε για αρκετά χρόνια τον Οργανισμό της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης (έτος εορτασμού 1997) και αργότερα τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης.

Το κτίριο χαρακτηρίζεται στην πρόσοψή του από τον αρχιτεκτονικό εκλεκτικισμό με μοτίβα που αρχίζουν από νεοκλασικά και αναγεννησιακά πρότυπα και φτάνουν στην αρ νουβό και αραβικές και γοτθικές επιδράσεις. Αξιόλογες είναι λίγες τοιχογραφίες στο εσωτερικό του, που διασώθηκαν, παρά τις απανωτές χρήσεις και καταστροφές, με θέματα από φυτικό διάκοσμο, μενταγιόν με προσωπογραφίες, πουλιά, φανταστικά τοπία κλπ.

Το κτήριο είχε παραχωρηθεί από το δημόσιο στον  Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, ο οποίος το πούλησε σε τεχνική εταιρία και το  2012 μεταπουλήθηκε στον κ. Ιβάν Σαββίδη.

Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών

Το κτήριο κτίστηκε το 1897 ως έπαυλη του Οσμάν Αλή Βέη, Τούρκου εμπόρου, με στοιχεία νεοκλασικά και αναγεννησιακά, σύμφωνα με το εκλεκτικιστικό ρεύμα της εποχής. Το 1908 αγοράστηκε από τον Αθανάς Σοπώφ, εμπορικό ακόλουθο της Βουλγαρίας και στέγασε από το 1909 την Εμπορική Υπηρεσία της Βουλγαρίας και από το 1914 το Γενικό Προξενείο της, ενώ το 1913 είχε φιλοξενηθεί στο κτίριο ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος Β΄. Το 1915 καταλήφθηκε από τους Γάλλους και μετατράπηκε σε Στρατηγείο τους. Το 1916, τη χρονιά του κινήματος της Θεσσαλονίκης, φιλοξενήθηκαν στο κτίριο οι Βενιζέλος, Δαγκλής και Κουντουριώτης.

Μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, εγκαθίσταται σε αυτό το ορφανοτροφείο της πόλης. Το ίδρυμα γνωστό με την επωνυμία «Μέλισσα», παρέμεινε στο κτίριο (με μία μικρή διακοπή την περίοδο 1942-1944, όταν το οικοδόμημα καταλήφθηκε από τα στρατεύματα κατοχής), έως το 1977, οπότε ματαφέρθηκε στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Από τότε το νεοκλασικό κτήριο της Βασιλίσσης Όλγας, που ήδη από το 1959 αποτελεί ιδιοκτησία του ορφανοτροφείου, παρέμεινε ακατοίκητο μέχρι την ενοικίαση και συντήρησή του από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και την εγκατάσταση σε αυτό του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών.

Οικία Μιχαηλίδη

Η πρώην Βίλα Λεβή Μοδιάνο και Θεμελή χτίστηκε το 1888 και περιήλθε στην οικογένεια Μιχαηλίδη το 1926, η οποία διέμενε στο διώροφο οίκημα μέχρι το 1990. Στη συνέχεια, ενοικιάστηκε από τράπεζα, η οποία επισκεύασε το διώροφο κτίριο. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα διατηρητέα κτήρια της συνοικίας των «Εξοχών», το οποίο παρέμενε για χρόνια άδειο. Απέκτησε και πάλι ζωή με τους όμορφους χώρους του να στεγάζουν πλέον ένα νέο café – bar restaurant, το «Casablanca Social Club».

Κέντρο Εκπαιδεύσεως και Αποκαταστάσεως Τυφλών (ΚΕΑΤ) – Σχολή Τυφλών

Η Σχολή Τυφλών όπως είναι ευρύτερα γνωστή, στεγάζεται στο αρχοντικό που κτίστηκε ως κατοικία του Χαφίζ Μπέη. Αρχιτέκτονάς της οικίας αυτής ήταν ο Ξ. Παιονίδης.

Κατασκευάστηκε το 1879, αποτελείται από δύο ορόφους και ημιυπόγειο και φυσικά ξεχωρίζει για το φορτωμένο της διάκοσμο. Όπως αρκετά από τα κτίρια των εξοχών ακολουθεί κι αυτή την αρχή της συμμετρίας αφού εύκολα παρατηρεί κανείς πως αν είχαμε μια νοητή γραμμή στον άξονα Βορρά-Νότου θα βλέπαμε πως τα ανοίγματα έχουν τοποθετηθεί ισομερώς.

Ο γενικότερος αυστηρός κι επιβλητικός χαρακτήρας της Σχολής «σπάζει» μέσω των ψευδοπαραστάδων αλλά και μιας εσοχής στο κέντρο των πλαϊνών όψεων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει στην όψη του κτιρίου το αέτωμα, καθώς απουσιάζει το σημείο γέννησής του κι έτσι ενώ δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αφήνεται να εννοηθεί. Γενικότερα ο Παιονίδης όπως στα περισσότερα έργα του έτσι κι εδώ χρησιμοποιεί ροκοκό και μπαρόκ στοιχεία που όμως τα προσαρμόζει στο νεοκλασικό τύπο που τόσο του άρεσε.

Το 1ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης στεγάζεται σε δυο κτίρια: Τη βίλα Χατζημισέφ και τη Βίλα Μοδιάνο

Βίλα Χατζημισέφ

Χτίστηκε μεταξύ 1890-1896, για τον Βούλγαρο έμπορο Θεόδωρο Χατζημήσεφ, αδελφό του Ιωσήφ Χατζημήσεφ. Το 1921, μεταφέρεται εκεί το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων και το κτίριο από το 1928 ανήκει στο Δημόσιο. Το 1934 περνάει στην ιδιοκτησία του Σχολικού Ταμείου του Γυμνασίου και το 1960 το Γυμνάσιο επεκτείνεται και στο διπλανό κτίριο, του Ιωσήφ Χατζημήσεφ. Το 1978, μετά τον σεισμό της Θεσσαλονίκης, κρίνεται ακατάλληλο και εγκαταλείπεται για τουλάχιστον 20 χρόνια. Το 1997, με την ευκαιρία της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας αποκαθίσταται και επαναλειτουργεί. Βρίσκεται στην οδό Βασιλέως Γεωργίου 2.

Βίλα Γιόσεφ Μοδιάνο

Στο ίδιο οικόπεδο με τη βίλα Χατζημισέφ όπου στεγάζεται το κεντρικό κτίριο του 1ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης, βρίσκεται η βίλα Γιόσεφ Μοδιάνο, η οποίο έχει ανακαινιστεί και λειτουργεί ως παράρτημα του 1ου Γυμνασίου.

Το 1899, ο Γιόσεφ Μοδιάνο αγόρασε το οικόπεδο και έχτισε ένα μεταξουργείο. Στη συνέχεια έχτισε αυτή την διώροφη κατοικία (με 15 δωμάτια και 3 σαλόνια) για να στεγάσει την οικογένειά του. Οι Μοδιάνο μαζί με τους Αλλατίνι υπήρξαν οι πιο δυνατές εβραϊκές οικογένειες της Θεσσαλονίκης και μαζί χειρίζονταν το μεγαλύτερο ποσοστό του εμπορίου της πόλης. Μετά τον θάνατο του Γιόσεφ Μοδιάνο, η οικία πέρασε στους κληρονόμους του. Το 1931 πωλείται στον Ιακ. Μόλχο κατά ένα ποσοστό. Κατά την διάρκεια του Β Παγκοσμίου, η οικογένεια εκδιώχθηκε από τους Ναζί και το σπίτι περιήλθε στο Ιταλικό Κράτος. Μετά την λήξη του πολέμου το ακίνητο ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, ως περιουσία εχθρικού κράτους και ένα μικρό ποσοστό αποδίδεται στους μακρινούς πλέον κληρονόμους.

Από το 1946 έως και το 1958 φιλοξενεί πρόσφυγες και το 1960 μετατρέπεται σε παράρτημα του Α Γυμνασίου Αρρένων, που βρίσκεται στο διπλανό οικόπεδο. Τότε κατεδαφίζεται το μεταξουργείο και το θερμοκήπιο που βρισκόντουσαν πίσω από την κατοικία. Ο σεισμός του 1978 προκαλεί ανεπανόρθωτες ζημιές στο κτίριο και η εκκένωσή του είναι απαραίτητη. Το κτίριο αφήνεται στην τύχη του, μέχρι το 2014 οπότε ξεκινάει η αναστύλωσή του. Με τα ταβάνια να έχουν καταρρεύσει, τις σκάλες και τα πατώματα να μην υπάρχουν πια το κτίριο υφίσταται εργασίες μεγάλου εύρους. Τον Μάρτιο του 2016, ξανανοίγει πλήρως αποκατεστημένο στην παλιά του αίγλη.

πηγή: biscotto.gr

Μοίρασε το άρθρο!