Οι έννοιες της Αρετής και της Αιδούς στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη

Οι έννοιες της Αρετής και της Αιδούς στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη – Γράφει ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Ωραιοκάστρου Παύλος Παπαδόπουλος

Ο Αριστοτέλης είχε αποκτήσει μία ευρεία εγκύκλια παιδεία, κύρια γνωρίσματα της αριστοτελικής σκέψης υπήρξαν, η ευρύτητα και η ακρίβεια της επιστημονικής σκέψης, καθώς επίσης και η απουσία δογματισμού. Ο σπουδαίος φιλόσοφος ενείργησε πραγματολογική έρευνα σε τρεις περιοχές: τη διαλεκτική, τη φυσική και την ηθική. Στο έργο του, ακόμη, κυριάρχησε ο ρεαλισμός και η αντίληψη γύρω από την πραγματικότητα, ενώ εξέτασε πολύπλευρα το πρόβλημα της ανθρώπινη; ηθικής.

Στην πρώτη ενότητα της εργασίας θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την έννοια της αρετής στην ηθική του Αριστοτέλη. Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος αναλώθηκε εκτενώς με το συγκεκριμένο θέμα, κατά βάση στο έργο του Ηθικά Νικομάχεια, αλλά και στα Ηθικά Ευμήδεια και Ηθικά Μεγάλα των οποίων όμως η γνησιότητα αμφισβητείται. Για το λόγο αυτό θα παραθέσουμε αποσπάσματα από το έργο Ηθικά Νικομάχεια, ενώ μέσα από το συγκεκριμένο πόνημα θα καταδείξουμε τη διάσταση που έδινε στην ανθρώπινη αρετή.

Η κατάσταση της «αιδούς», και ο συσχετισμός της με την αριστοτελική έννοια της αρετής, θα αποτελέσει αντικείμενο ανάπτυξης στη δεύτερη ενότητα της εργασίας. Τα διάφορα παραθέματα τα οποία θα χρησιμοποιήσουμε, θα προέρχονται εκ νέου από το έργο Ηθικά Νικομάχεια, το οποίο και θα θεωρηθεί σίγουρο έργο του Αριστοτέλη. Η «αιδώς» θα συνδεθεί και με ορισμένες άλλες ανθρώπινες ιδιότητες και συναισθηματικές καταστάσεις.

Η έννοια της αρετής στην Ηθική Φιλοσοφία του Αριστοτέλη.

Θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τους βασικούς αποδέκτες της Ηθικής μέσα στην πόλη-κράτος του Αριστοτέλη, ακόμη, θα προχωρήσουμε στον προσδιορισμό της ως έννοια, καθώς επίσης και στον τρόπο επίτευξης της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Θα μας απασχολήσει επίσης η σχέση μεταξύ επιστήμης και ηθικής. Κατόπιν θα δούμε το πώς ο άνθρωπος επιτυγχάνει τις αρετές, ενώ με τη χρήση του παραδείγματος της ανδρείας θα ορίσουμε τη διαχωριστική γραμμή, με γνώμονα της οποίας δυνάμεθα να επιτύχουμε τις διάφορες αρετές.

Η ηθική του Αριστοτέλη θα αφορά όχι όλους τους ανθρώπους που θα διαβιούν μέσα στα όρια της πόλης-κράτους, αλλά μόνο εκείνους που θα αποτελέσουν το σώμα των πολιτών και θα τους απασχολεί η διακυβέρνηση στης πόλης. Επιπρόσθετα θα είναι αυτοί οι οποίοι θα έχουν και ορισμένη οικονομική άνεση. Η κοινωνική τάξη στην οποία θα απευθυνθεί ο Αριστοτέλης θα είναι η αστική αριστοκρατία. «Το ότι αυτή η κοινωνική τάξη είναι ο αποδέκτης της ηθικής του Αριστοτέλη, επιβεβαιώνεται από την αριστοτελική ανάλυση περί αρετών. Σύμφωνα με αυτήν, σε κάθε κοινωνική ομάδα αντιστοιχεί μια συγκεκριμένη αρετή». Οι υπόλοιποι θα οφείλουν κατά τον Αριστοτέλη, υπακοή στον αρχηγό της οικογένειας. Η υπακοή αυτή θα είναι διαφορετική για τον καθένα, ανάλογα με τη θέση του. Μόνο ο αρχηγός της οικογένειας πρόκειται να αξιολογηθεί ηθικά από τον Αριστοτέλη.

Η ηθική στο έργο του Αριστοτέλη, δε θα απαιτήσει την ακρίβεια των μαθηματικών επιστημών, όπως αναφέρθηκε και στον πρόλογο. Σχετικά με τη συνάρτηση επιστήμης και ηθικής ο Αριστοτέλης θα διατυπώσει τα εξής και θα διευκρινίσει ότι η ηθική δεν είναι θετική επιστήμη,. «Γιατί την ακρίβεια δεν την επιδιώκουμε σε όλες τις έρευνες με το ίδιο μέτρο, ούτε σε ότι έργο κατασκευάζουμε τα καλά και τα δίκαια με τα οποία ασχολείται και μελετά, επιδέχονται μεγάλη διαφορά και πλάνη ώστε να θεωρούνται ότι υπάρχουν μόνο κατά συνθήκη και όχι από τη φύση τους». Η ηθική επιπλέον, θα αποτελέσει αντικείμενο που θα χαρακτηριστεί από ρευστότητα.

Στο ξεκίνημα των Ηθικών ο Αριστοτέλης θα πει: « Κάθε τέχνη, επιστημονική έρευνα και πράξη που αποφασίζεται μετά από σκέψη, φαίνεται ότι αποβλέπει σε κάποιο καλό. Γι’ αυτό σωστά ειπώθηκε ότι καλό είναι εκείνο στο οποίο αποβλέπουν όλα τα όντα». Έτσι λοιπόν θα σημειώσει ότι υπάρχουν δύο είδη αγαθού: το απόλυτον και το σχετικόν. Έτσι θα ξεκαθαρίσει: «Αλλά θα επανέλθουμε σ’ αυτό το θέμα, σε όσα αναφερθήκαμε υπάρχει μία αντινομία. Δεν εφαρμόζεται σε όλα τα αγαθά αλλά σε μερικά και μάλιστα σε εκείνα τα αγαθά που επιδιώκονται και αγαπιούνται από μόνα τους, ενώ αυτά της δημιουργίας ή της προφύλαξης ή αυτά που αποκρούουν τα αντίθετά τους, ονομάζονται με διαφορετικό τρόπο. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι υπάρχουν δύο είδη αγαθών, δηλαδή τα αυτά καθ’ εαυτά και τα αγαθά που είναι για χάρη τους». Κάθε πράξη αποσκοπεί σε κάτι διαφορετικό από τον εαυτό της, και από την τάση της να το αναπαράγει απορρέει η αξία της.

«Η ηθική του Αριστοτέλη είναι σαφώς τελεολογική, η ηθικότητα κατά την άποψη του Αριστοτέλη έγκειται σε ορισμένες πράξεις που γίνονται όχι επειδή είναι ορθές καθ’ αυτές, αλλά επειδή θα μας φέρουν κοντά στο «ανθρώπινο αγαθό»». Αυτό θα αποτελέσει και την κεντρική ιδέα των ηθικών. Όλες οι πράξεις έχουν έναν απώτερο σκοπό, με βάση τον οποίο θα ορίζονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες, και αυτός πρέπει να είναι ο ίδιος επιδιωκόμενος σκοπός που θα αποτελέσει το αγαθό, αυτό που δε θα επιδιώκουμε ως μέσο για κάτι άλλο, αλλά για κάποιο αυτάρκες τέλος, τέτοιο τέλος θα είναι η ευδαιμονία. Σημασία για τον άνθρωπο θα έχει ποιος σκοπός θα είναι τελειότερος. Η ευδαιμονία δηλαδή, είναι αυτάρκες τέλος και αφορά το σύνολο του ανθρώπινου βίου.

Η Ευδαιμονία επομένως, έχει δύο γνωρίσματα, το «τέλειον», δηλαδή το αγαθό πρέπει να είναι τελικό, και το «αυτάρκες». Ως προς την αυτάρκεια θα γράψει «Αυτάρκεια θεωρούμε εκείνο που, αν και μόνο του, κάνει τη ζωή μας ικανή να μη λείπει τίποτε. Και νομίζουμε πως αυτό είναι ευδαιμονία. Και είναι προτιμότερη απ’ όλα και δε σχετίζεται μ’ αυτά. Γιατί εάν θεωρήσουμε φανερό ότι συμψηφίζεται και αν προσθέτουμε και το πιο μικρό αγαθό, θα είναι προτιμότερη. Για κάθε τι που προσθέτουμε θα έχουμε πλεονασμό αγαθών και από τα αγαθά προτιμούμε το πιο σημαντικό. Ώστε η ευδαιμονία είναι κάτι το τέλειο και αυτοδύναμο, αφού είναι και ο σκοπός της δράσης μας». Ενώ σχετικά με το «τέλειον» θα πει: «Σε κάθε πράξη είναι ο σκοπός. Εάν πραγματοποιείται ο σκοπός, τότε αυτό είναι και το αγαθό, αγαθό θα είναι όλοι αυτοί οι σκοποί. Έτσι λοιπόν και από διαφορετικό δρόμο, φτάνουν στο ίδιο σημείο. Και θα το διευκρινίσουμε. Από τους πολλούς σκοπούς ξεχωρίζουμε κάποιους, όπως π.χ. τον πλούτο ή τα μουσικά όργανα και είναι φανερό ότι όλοι αυτοί οι σκοποί που επιδιώκουμε δεν είναι τέλειοι. Εάν το τέλειο είναι ένα μονάχα, αυτό και αναζητούμε, και αν είναι περισσότερα , τότε αυτό θα είναι το τελειότερο και αξίζει να αποκτηθεί για το ίδιο και όχι για κάποιο άλλο ». Αυτά είναι τα δύο χαρακτηριστικά του ανθρώπινου αγαθού.

Θεμέλιος λίθος, λοιπόν, της αριστοτελικής ηθικής θα είναι η ευδαιμονία, και θα αποτελεί απόρροια της ορθολογικής και ηθικής δραστηριότητας. Θα επιτευχθεί σε γενικές γραμμές από τον ενάρετο βίο. Δυνητικά θα μπορέσουν να την αποκτήσουν όλοι, εφόσον θα καταλάβουν τη φύση τους και θα επιδιώξουν να αποκτήσουν το αγαθό που θα αρμόσει στην κοινωνική τους τάξη. Έτσι λοιπόν ο φιλόσοφος θα πει: «Ίσως πάλι είναι πολύ κοινό επειδή μπορεί να αποκτηθεί με κάποια μάθηση και επιμέλεια σε όλους όσους δεν είναι πωρωμένοι με την αρετή». Οι άνθρωποι θα επιτυγχάνουν την ευδαιμονία με την κατάκτηση της αρετής.

Οι ηθικές αρετές αποτελούν μεσότητες ανάμεσα σε δύο άκρα την υπερβολή και την έλλειψη, αυτές, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποφεύγονται. Ο Αριστοτέλης θα πει σχετικά με την καταστροφική έλλειψη και υπερβολή, «Αρχικά πρέπει να παρατηρήσουμε ενέργειες παρόμοιες και για λόγους έλλειψης και για λόγους υπερβολής (γιατί πρέπει για τα άλυτα προβλήματα να απευθυνόμαστε στο κύρος των γνωστών), όπως παρατηρούμε ότι κάνουν οι άνθρωποι για τη σωματική δύναμη και την υγεία. Γιατί η υπερβολική γυμναστική και η λιγοστή φθείρουν τη σωματική δύναμη, και όμοια η υπερβολική ή λίγη χρήση ποτών και τροφίμων καταστρέφει την υγεία , ενώ η χρησιμοποίηση τους με λογικό μέτρο των δημιουργών, την αυξάνουν και τη σώζουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σωφροσύνη την ανδρεία και τις άλλες αρετές». «Οι αρετές οριστούν ως το «μέσον» ανάμεσα σε δύο ακρότητες, αναφορικά με την επίδραση των παθών ή τη μορφή της πράξης». Το «μέσον» θα είναι, σύμφωνα με το Σταγειρίτη φιλόσοφο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ υπερβολής και έλλειψης.

Όταν ο πολίτης ασκεί συστηματικά τη μεσότητα θα αποκτά «έξη», δηλαδή συνήθεια. «Ένα είδος αυτοματισμού, που θα του επιτρέπει να καταστέλλει, σε κάθε περίπτωση, τις υπερβολές των διαφόρων επιθυμιών και φόβων του, η αρετή που συνίσταται στη διαρκή τήρηση του μέτρου, μέσο ενός αυστηρού αυτοελέγχου, ο οποίος θα τον φέρει όσο πιο κοντά γίνεται στη μέση συμπεριφορά όλων των άλλων ενάρετων πολιτών». Σχετικά με τη μεσότητα θα γράψει στα Ηθικά Νικομάχεια «Η Ηθική αρετή είναι η μεσότητα και με ποιον τρόπο είναι τέτοια, το ότι είναι μεσότητα ανάμεσα σε δύο κακίες από τις οποίες η μία είναι υπερβολή και η άλλη έλλειψη, καθώς και τι σημαίνει αυτή, αφού όσον αφορά τα πάθη και τις πράξεις τείνει προς τη μεσότητα κλπ, γ». Με την μεσότητας ο άνθρωπος θα επιτυγχάνει την αρετή.

Η αρετή της ανδρεία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι βρίσκεται ανάμεσα στο θράσος και την έλλειψη φόβου. Με τον κανόνα της μεσότητας ο Αριστοτέλης θα προσδιορίσει την αρετή της ανδρείας «Είναι αποδεδειγμένο ότι η ανδρεία είναι η μεσότητα μεταξύ φόβου και θάρρους, γιατί είναι πεντακάθαρο ότι τα φοβερά τα φοβόμαστε, και τέτοια βέβαια είναι τα κακά γι’ αυτό και προσδιορίζουν το φόβο ως αναμονή κακού». Ο ανδρείος θα οφείλει να αποφεύγει σε κάθε περίπτωση τα άκρα, να συντηρεί το μέτρο και να αποφεύγει τις υπερβολές.

Το ηθικό μέσο θα επιτυγχάνεται με τη φρόνηση, κάτι τέτοιο θα συνεπάγεται ότι πρέπει κανείς να γνωρίζει τι είναι ηθικό και αγαθό. Κατά τον Αριστοτέλη η φρόνηση θα πρέπει να καθοδηγεί τη συμπεριφορά του ανθρώπου και να τον διατηρεί εντός των ορίων του. Ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει όσον αφορά τη φρόνηση «Το τι είναι φρόνηση μπορούμε να το μάθουμε, αφού προηγουμένως μελετήσουμε εκείνους που ονομάζουμε φρόνιμους. Φαίνεται ότι χαρακτηριστικό τους στοιχείο είναι ότι μπορούν να ξεχωρίζουν τι είναι αγαθό και ωφέλιμο για τους ίδιους όχι μόνο μερικώς, δηλαδή σχετικά με την υγεία και τη σωματική τους δύναμη. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι ονομάζουμε φρόνιμους εκείνους που δεν είναι σε ένα σημείο μόνο τέτοιοι, και εφόσον επιτελούν κάποιο σημαντικό σκοπό που δεν άπτεται της τέχνης.

Επομένως ονομάζουμε φρόνιμο εκείνον που μπορεί να σκέφτεται γενικά με ορθό τρόπο. Εξάλλου κανείς δε σκέπτεται για πράγματα που δε μεταβάλλονται ή για κείνα που δε μπορεί να πραγματοποιήσει». Όταν ο άνθρωπος νοιώσει τη φρόνηση μαζί με την ηδονή και την αρετή θα επιτύχει την ευδαιμονία. Η φρόνηση θα είναι κυρίαρχη ως έννοια και γενικά θα αποτελέσει την πιο σπουδαία αρετή στον αρχαίο κόσμο. Μεγάλη σημασία θα έχει και η προαίρεση για πράξεις που θα πραγματοποιούνται εκούσια, η κατάσταση δηλαδή της ηθικής επιλογής που θα είναι η αγαθή βούληση.

«Η αντίληψη του Αριστοτέλη για την αρετή, προφανώς περισσότερο ρεαλιστική από εκείνη του Πλάτωνα, θα βασιστεί στην πεποίθηση ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη αλλά μάλλον ζήτημα επιλογής και εθισμό». Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης θα διδάξει «Γιατί δεν αποκτήσαμε τις αισθήσεις μας με το να βλέπουμε και να ακούμε συχνά, αλλά τις είχαμε και τις χρησιμοποιούσαμε, δεν τις αποκτήσαμε επειδή τις χρησιμοποιούσαμε. Τις αρετές τις χρησιμοποιούμε αφού κοπιάζουμε προηγουμένως». Ο Πλάτων δηλαδή δίδασκε ότι οι διάφορες αρετές δεν μπορούν να διδαχθούν, ενώ ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο κάθε άνθρωπος εν δυνάμει, και μέσω της επίτευξης της μεσότητας δύναται να αποκτήσει την Αρετή. Όπως θα σημειώσει στα Ηθικά: «Η αρετή, λοιπόν, είναι μία κατάσταση του χαρακτήρα που αναφέρεται στην επιλογή δράσης και βρίσκεται στο μέσο, ως προς τον άνθρωπο που ενεργεί, και το μέσο αυτό αποφασίζεται με μια λογική αρχή με την οποία ο άνθρωπος της πρακτικής σοφίας μπορεί να το προσδιορίσει. Πάντως η μεσότητα βρίσκεται ανάμεσα στα δύο άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη».

Οι αρετές θα μπορούσαν να διαχωριστούν σύμφωνα πάντα με τον Αριστοτέλη, σε διανοητικές, αυτές που αφορούν το λογικό και σε πρακτικές (ηθικές), αυτές δηλαδή που αφορούν την ικανότητα του ανθρώπου να αποφεύγει τις ακραίες συμπεριφορές. Θα διαχωριστούν επομένως σε αυτές που θα αφορούν τη συμπεριφορά του ανθρώπου και τη λογική δραστηριότητα.

Εν κατακλείδι η ηθική του Αριστοτέλη θα απευθύνεται σε μόνο μία μερίδα ανθρώπων που θα ζουν εντός των ορίων της πόλης-κράτους, ενώ ακόμη δε θα απαιτήσει την ακρίβεια των άλλων επιστημών. Τα γνωρίσματα επίσης της ευδαιμονίας όταν επιτυγχάνονται θα είναι το «τέλειον» και το «αυτάρκες». Οι ηθικές αρετές θα είναι μεσότητες μεταξύ ακραίων συμπεριφορών και η συστηματική μεσότητα θα οδηγεί στη συνήθεια στη συμπεριφορά που θα καταλήξει στην ενάρετη ζωή. Η επίγνωση του τι είναι αγαθό και ηθικό θα αποτελέσει το όχημα με το οποίο θα εξασφαλίζεται η ευδαιμονία.

Η έννοια της αιδούς στην ηθική του Αριστοτέλη.

Η έννοια της «αιδούς», και εάν αυτή αποτελεί αρετή κατά την αριστοτελική φιλοσοφία θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Θα παρουσιάσουμε αρχικά την προϊστορία της έννοιας. Επιπλέον θα διερευνήσουμε εάν είναι δικαιολογημένη στους ανθρώπους διαφόρων ηλικιών. Κατόπιν θα εξετάσουμε τη σχέση της με την εγκράτεια και την αναισχυντία.

Η «αιδώς» ως έννοια, δε θα πρωτοεμφανιστεί στην αριστοτελική φιλοσοφία, αλλά θα προϋπάρξει αυτής. Στον Όμηρο, και ειδικότερα στην Ιλιάδα, θα αναφερθεί εν ολίγοις ότι ο άνθρωπος πέρα από το φόβο απέναντι στο θεό, θα οφείλει να σέβεται και τη δημόσια γνώμη, Ο Έκτορας θα πει: « ωστόσο μπροστά στους Τρώες περίσσια ντρέπουμε και στις μακρομαντούσες Τρωαδίτισσες, μακριά από τον πόλεμο σαν τον κιότη να τρέχω μήτε το λέει η καρδιά μου». Μάλιστα ο άνθρωπος του Ομήρου θα θέσει το δέος απέναντι στην κοινή γνώμη πάνω από το δέος απέναντι στους θεούς. Η πίεση και η ντροπή που θα προκαλεί για διάφορες κακές πράξεις της δημόσιας γνώμης θα είναι δυσβάσταχτη τελικά για τον ομηρικό άνθρωπο.

Στον Ησίοδο, η «αιδώς» ως ηθική έννοια, θα αποτελέσει αίσθημα προφύλαξης, αυτοσεβασμού αλλά και αλληλοσεβασμού, «Και καμία χάρη δε θα είναι για τον τηρητή του όρκου του και για το δίκαιο και για το καλό, και πιο πολύ όποιον κάνει το κακό και το άδικο θα τιμήσουν. Και το δίκιο δε θα ΄ναι στα χέρια, και σεβασμός δε θα υπάρχει και θα βλάφτει ο κακός τον καλύτερο άντρα ρίχνοντας του στρεβλά λόγια και γι’ αυτά θα ορκίζεται». Το αίσθημα ντροπής, εννοεί ο Ησίοδος δηλαδή, που θα καταλαμβάνει τον κοινωνικό άνθρωπο για κάθε πράξη που δε θα συμφωνεί με τις κοινωνικές αντιλήψεις.

Ο Πλάτωνας στο διάλογο Πρωταγόρας θα ασχοληθεί επίσης με την «αιδώ». Ο Πρωταγόρας «στη μυθική έκθεση του, που σώζεται από τον Πλάτωνα, διδάσκει ότι οι θεοί έδωσαν σε όλους τους ανθρώπους εξίσου ένα αίσθημα δικαιοσύνης και ηθικής ντροπής (αιδώς) ώστε στον αγώνα που κάνουν για να διατηρηθούν στη ζωή να μπορούν να συνάπτουν δεσμούς με διάρκεια». Ο Πλάτωνας θα γράψει στον Πρωταγόρα: «στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους τον σεβασμό και τη δικαιοσύνη, για να είναι και μέσα πειθαρχίας για τις πόλεις και συνεκτικοί δεσμοί φιλίας» Η «αιδώς» στη διδασκαλία του Αθηναίου φιλοσόφου θα ορίζεται ως το συναίσθημα ντροπής το οποίο θα καταλαμβάνει τον άνθρωπο όταν θα αντιβαίνει τους κοινωνικούς κανόνες.

Η «αιδώς κατά τον Αριστοτέλη δε θα εμπίπτει στη σφαίρα των αρετών. «Αν και οι αρετές αφορούν συναισθήματα, η «αιδώς δεν αποτελεί αρετή αφού δεν αποτελεί βουλητική τάση. Αυτή η ιδιότητα, μολονότι συνιστά ενδιάμεση κατάσταση και επαινείται, θεωρείται μέση συναισθηματική κατάσταση και όχι στάση βούλησης απέναντι στο συναίσθημα». Έτσι λοιπόν θα πει: « Για τη ντροπή σαν αρετή δεν αρμόζει να μιλήσουμε, γιατί αυτή μοιάζει περισσότερο με συναίσθημα παρά με έξη». Αμέσως μετά θα σημειώσει: «Την ορίζουμε, λοιπόν, ως φόβο για τη ντροπή, και παρουσιάζει αναλογία με το φόβο που αισθάνεται κανείς μπροστά στον κίνδυνο».Η ιδιότητα αυτή θα είναι μια μορφή φόβου έναντι της ανυποληψίας και θα ομοιάσει με φόβο απέναντι στον κίνδυνο.

Σε γενικές γραμμές κατά την αρχαιότητα, η «αιδώς» θα αποτελέσει τη ντροπή που θα νοιώθει κάποιος, για τη διάπραξη κακού. Κάτι τέτοιο θα εννοηθεί ως η ντροπή που θα ματαιώνει την πράξη του κακού και της αδικίας. Δηλαδή, σύμφωνα με το συλλογισμό του Αριστοτέλη «η εσωτερική εκείνη δύναμη που θα μας εμποδίζει να κάνουμε το κακό». Για τη ντροπή που θα δοκιμάσει ο άνθρωπος μετά τη διάπραξη κακής πράξης οι αρχαίοι θα χρησιμοποιήσουν τη λέξη «αισχύνη». Την «αισχύνη» ο Αριστοτέλης θα την προσδιορίσει ως αρετή: «Η ντροπή θα ήταν ηθική ιδιότητα, με τον όρο ότι θα την αισθάνονταν κανείς μόνο μετά από κακή πράξη». Η «αιδώς» λοιπόν, θα είναι το ηθικό συναίσθημα ή η συναισθηματική κατάσταση, που θα προκαλείται σε έναν άνθρωπο όταν θα αντικρίζει τους συνανθρώπους του, ειδικότερα όταν θα διαπράττει κακό και θα τους βλάπτει γενικά.

Σε ανθρώπους νεαρής ηλικίας η «αιδώς» θα δικαιολογηθεί, καθώς αυτοί θα δρουν πολλές φορές με γνώμονα τον παρορμητισμό τους, που θα τον παράγουν τα συναισθήματα τους. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης θα γράψει σχετικά: «Το συναίσθημα αυτό δεν αρμόζει σε κάθε ηλικία αλλά μόνο στη νεανική. Θεωρούμε ότι ο άνθρωπος οφείλει να έχει σ’ αυτή την ηλικία το συναίσθημα της ντροπής, γιατί βρίσκεται υπό την επιρροή των παθών και θα διέπραττε πολλά λάθη, αν δεν τον συγκρατούσε αυτό το συναίσθημα». Σε καμία όμως περίπτωση δε θα δικαιολογηθεί σε ηλικιωμένους, οι οποίοι δε θα πρέπει να κάνουν τίποτα για το οποίο θα ντρέπονται. Ο φιλόσοφος θα πει: «Επαινούμε τους σοβαρούς νέους, αλλά κανείς δε θα επαινούσε έναν ηλικιωμένο επειδή είναι σεμνός. Γιατί δεχόμαστε ότι ποτέ δε θα έκανε πράξεις που θα τον έκαναν να ντρέπεται». Οι νέοι, λοιπόν, έχουν ελαττώματα και η «αιδώς» αιτιολογείται πλήρως σε αυτούς.

Ο ευπρεπής δε θα δικαιολογείται να πράττει συνειδητά κακές πράξεις. «Αυτός ο ιδανικός άνθρωπος μπορούμε να πούμε ότι δε θα πράττει με τη θέληση του κάτι που δεν είναι ανάρμοστο και ταπεινό». Θα γράψει επομένως σχετικά: «Ούτε η ντροπή είναι γνώρισμα του ενάρετου επειδή ντρέπεται κανείς για την εκτέλεση ανήθικων πράξεων, που όμως δεν πρέπει να γίνονται, και δεν υπάρχει καμία διαφορά, αν οι πράξεις επιφέρουν ντροπή ή αν θεωρούνται τέτοιες». Επειδή δηλαδή, ο ευπρεπής δε θα πράττει συνειδητά κακές πράξεις, εδώ θεά πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η «αιδώς» θα συσχετιστεί μόνο με κακές πράξεις. Σώφρων θα χαρακτηριστεί εκείνος που δε θα έχει φαύλες επιθυμίες.

Η «αιδώς» καίτοι δεν θα αποτελεί αρετή, εντούτοις θα είναι μέσο μεταξύ εγκράτειας και αναισχυντίας. Θα διδάξει λοιπόν στα Ηθικά Νικομάχεια: «Η ντροπή π.χ. δεν είναι αρετή αλλά ο ντροπαλός επαινείται. Γιατί μιλάμε για τον άνθρωπό που τηρεί τη μεσότητα, για έναν άλλο που ξεπερνά το μέτρο, και τέτοιος είναι ο δειλός που αισθάνεται ντροπή για όλα, και για εκείνον που δε ντρέπεται για τίποτε και τον λέμε αναίσχυντο, είναι λοιπόν αυτός που τηρεί τη μεσότητα». «Η «αιδημοσύνη» τοποθετείται από τον Αριστοτέλη μεταξύ υπερβολικής συστολής (καταπληξίας) και αναισχυντίας, αδιαντροπιάς». Η κατάπληξη θα ισοδυναμεί και με αυταρέσκεια και η αναισχυντία αρέσκεια.

Η εγκράτεια, επίσης δε θα χαρακτηριστεί ως αρετή, θα αποτελέσει ένα μείγμα κακίας και αρετής. Η ιδιότητα αυτή θα βοηθά τον άνθρωπο να αποκλείσει κάτι το οποίο φαίνεται εκ πρώτης καλό για τον εαυτό του σε κοντινό χρόνο, προκειμένου να ωφεληθεί σε κάτι άλλο σε βάθος χρόνου. «Αντιστεκόμαστε συνήθως στον πειρασμό να ενδίδουμε άνευ όρων σε απολαύσεις όλων των ειδών ή στον πειρασμό να επιζητούμε σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι είναι καλό για μας οποιοδήποτε αγαθό με όρια π.χ. τον πλούτο».

Η αναισχυντία θα οριστεί ως η αδικαιολόγητη έλλειψη ντροπής, η οποία δε θα επιδέχεται μεσότητας. Η ξεδιαντροπιά δηλαδή, θα είναι η απάθεια και αδιαφορία απέναντι σε κουσούρια που θα πιστεύεται ότι παράγουν κακοήθεια για μας, και θα προέρχονται από πράξεις που θα οφείλονται σε κάποιο μεγάλο ελάττωμα. Πρόκειται για συναίσθημα ή πράξη που θα προϋποθέτει τη φαυλότητα, την έλλειψη δηλαδή ντροπής ύστερα από άσχημη πράξη. Ο ακρατής θα έχει τη γνώση των κακών πράξεων του σε αντιδιαστολή με τον ακόλαστο που θα έχει την πεποίθηση ότι πρέπει να απολαμβάνει ηδονές.

Σχετικά λοιπόν με την εγκράτεια και την ακράτεια ο Σταγειρίτης θα σημειώσει «Φαίνεται δηλαδή ότι ο εγκρατής ακολουθεί τη λογική, ενώ ο ακρατής απομακρύνεται από αυτή. Ο ακρατής παρασύρεται από το πάθος, ενώ ο εγκρατής, επειδή γνωρίζει τα αποτελέσματα των βλαβερών επιθυμιών, δεν τις ακολουθεί έχοντας σύμβουλο του τη λογική». Η αδικία επιπρόσθετα θα προκαλεί τη δικαιοσύνη, ο επιβεβλημένος σεβασμός σε άγραφους ηθικούς και γραπτούς νόμους θα έχει ως την τιμωρία όταν τους παραβαίνουμε. Θα γράψει λοιπόν αναφορικά με τη δικαιοσύνη και την αδικία: «Όταν λένε «δικαιοσύνη» εννοούν κάποια έξη που με την ισχύ της οι άνθρωποι πράττουν δίκαια. Ακόμη με τη λέξη αδικία εννοούν άλλη συνήθεια που μ’ αυτήν κάνει κάποιος άδικες πράξεις και σκοπό έχει το άδικο». Αιδώς και δικαιοσύνη θα αλληλοσυμπληρώνονται.

Συμπερασματικά, η «αιδώς» δεν αποτελεί αρετή αλλά μια μέση συναισθηματική κατάσταση. Η «αιδώς» θα είναι δικαιολογημένη στους νέους, αλλά όχι στους ευπρεπείς και τους ηλικιωμένους. Τέλος θα αποτελέσει το μέσο μεταξύ εγκράτειας και αναισχυντίας.

Συμπεράσματα

Η ηθική του Αριστοτέλη σε γενικές γραμμές, δε θα αφορά όλους τους ανθρώπους, αλλά μία σημαντική κατηγορία εκείνων που θα διαβιούν όντος της πόλης-κράτους, φορείς όμως της ηθικής θα δύναται να είναι όλοι υπό προϋποθέσεις. Επιπρόσθετα η ηθική δε θα έχει το χαρακτήρα μαθηματικής επιστήμης. Η ηθική θα είναι τελεολογική και θα αποσκοπεί στην ευδαιμονία, γνωρίσματα της ευδαιμονίας θα είναι το «τέλειον» και το «αυτέρκες».

Οι διάφορες αρετές, με την κατάκτηση των οποίων θα επιτυγχάνεται η ευδαιμονία θα αποτελούν μεσότητες ανάμεσα σε δύο ακραίες καταστάσεις, μίας υπερβολής και μίας έλλειψης. Προκειμένου να κατακτηθεί η αρετή θα χρησιμοποιηθεί ως όχημα η φρόνηση και μέσο η προαίρεση. Η αρετή θα αποκτάται από τον άνθρωπο με σκληρή προσπάθεια και δε θα είναι έμφυτη όπως υποστηρίχθηκε πριν τον Πλάτωνα.

Η έννοια της «αιδούς» θα επισημανθεί και από άλλους αρχαίους συγγραφείς της αρχαιότητας και πριν τον Αριστοτέλη. Για το Σταγειρίτη φιλόσοφο, παρά το γεγονός ότι η «αιδώς» θα αποτελεί μια ενδιάμεση, μεταξύ εγκράτειας και αναισχυντίας κατάσταση, δε θα θεωρηθεί αρετή όπως η αισχύνη, αλλά συναισθηματική κατάσταση ή ηθικό συναίσθημα. Η κατάσταση αυτή θα αιτιολογηθεί φυσικά σε άτομα νεαρής ηλικίας, τα οποία προβαίνουν σε λάθη εξαιτίας του παρορμητισμού τους, θα είναι όμως αδικαιολόγητη σε σώφρονες και γεροντότερους.

Ούτε η εγκράτεια όμως θα χαρακτηριστεί αρετή, αλλά ένα κράμα κακίας και αρετής. Η ιδιότητα που θα θυσιάσει κοντινές βραχυπρόθεσμα, αλλά επιβλαβής απολάυσεις, προκειμένου ο άνθρωπος να απολαύσει μακροπρόθεσμα χρονικά οφέλη. Όσον αφορά εν τέλει την αναισχυντία, την αδικαιολόγητη αυτή έλλειψη ντροπής, που δε θα συνιστά μεσότητα, θα είναι, κατά τον Αριστοτέλη, συναίσθημα που θα έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη φαυλότητα και την επίγνωση της διάπραξης κακών πράξεων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ηθικά Νικομάχεια τ.1, μετάφρ., Α. Τσολάκης, εκδ. De Agostini, Αθήνα 2005.
2) ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ηθικά Νικομάχεια τ.2, μετάφρ., Α. Τσολάκης, εκδ. De Agostini, Αθήνα 2005.
3) ΗΣΙΟΔΟΣ, Έργα και Ημέραι, μετάφρ. Σ. Σκάρτσης, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993.
4) ΟΜΗΡΟΥ, Ιλιάδα, μετάφρ., Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακρίδη, εκδ. Εστία, Αθήνα 1955.
5) ΠΛΑΤΩΝ, Πρωταγόρας, μετάφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993.
6) Σ. ΒΙΡΒΙΔΑΚΗΣ κ.α., Η ελληνική φιλοσοφία από την αρχαιότητα ως τον 20ο αιώνα, Τ1, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2000.
7) ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΓΚΙΚΑΣ, Πρακτική Φιλοσοφία, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1995.
8) A.S. BOGOMOLOV, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας ,(Ελλάδα και Ρώμη), μετάφρ. Φ.Κ. Βώρος, Εκδ. ΕΙΡΜΟΣ, Αθήνα 1995.
9) INGEMAR DURING, Ο Αριστοτέλης, παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, τ.2, μεταφρ. Α. Γεωργίου-Κατσίβελα, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2003.
10) MARIO VEGGETI, Ιστορία της αρχαίας Φιλοσοφίας, μετάφρ. Γ. Δημητρακόπουλος, εκδ. Τραυλός, Αθήνα 2000.
11) MORTIMER J. ADLER, Ο Αριστοτέλης για όλους, Δύσκολος στοχασμός σε απλοποιημένη μορφή, μετάφρ. Π. Κοτζιά-Παντελή, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2005.
12) W.D. ROSS, Αριστοτέλης, μετάφρ. Μ. Μήτσου, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1993.
13) W. WINDELBAND-H. HEIMSOETH, Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας τ.1, μετάφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1986.

-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

 

 

 

Μοίρασε το άρθρο!