Ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα των επιχειρήσεων – Τι αποτυπώνει η έρευνα «Βαρόμετρο» του ΕΒΕΘ για το δεύτερο εξάμηνο
Ενισχύεται σημαντικά το ποσοστό των νοικοκυριών που χαρακτηρίζουν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και θέρμανσης υψηλούς και δηλώνουν ότι δυσκολεύονται στην αποπληρωμή τους, ενώ η αίσθηση της ακρίβειας παραμένει και αυξάνεται το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές καταναλωτή θα αυξηθούν με παρόμοιο ή μεγαλύτερο ρυθμό στο μέλλον.
Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΖΟΥΦΗ
Την ίδια ώρα, το υψηλό κόστος φορολογίας ενισχύεται και παραμένει στην πρώτη θέση των αναφορών για τα δύο σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στον Νομό Θεσσαλονίκης (41% έναντι 37% τον Μάρτιο 2024). Το υψηλό κόστος ενέργειας και καυσίμων ανεβαίνει πάλι στη 2η θέση (27% έναντι 25% τον Μάρτιο 2024), ενώ στην 3η θέση βρίσκεται το κόστος πρώτων υλών/προϊόντων (22% έναντι 27% τον Μάρτιο 2024).
Τα συμπεράσματα αυτά αποτυπώνονται στην Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης (“Βαρόμετρο ΕΒΕΘ”) για το δεύτερο εξάμηνο του 2024, η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνολικό δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών) και παρουσιάστηκε σήμερα.
Συνολικά το βαρόμετρο καταγράφει μικρή επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης, όπως συμβαίνει και σε εθνικό επίπεδο.
Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα, ο Διευθυντής Ερευνών της εταιρίας Palmos Analysis, κ. Πασχάλης-Αλέξανδρος Τεμεκενίδης επεσήμανε ότι η επιφύλαξη των καταναλωτών από την πίεση που δέχονται από το κόστος ενέργειας και την ακρίβεια δεν επιτρέπει στο σχετικό δείκτη να ανέβει πιο ψηλά. Ανέφερε πάντως ότι πάντα το φθινοπωρινό βαρόμετρο αποτυπώνει μια αυξημένη πίεση στα νοικοκυριά καθώς τα κόστη είναι αυξημένα από την έναρξη της σχολικής χρονιάς και την επικείμενη χειμερινή περίοδο.
Από την πλευρά του, ο Α΄ Αντιπρόεδρος του ΕΒΕΘ, κ. Εμμανουήλ Βλαχογιάννη, επεσήμανε ότι διαχρονικά, στα 15 χρόνια που πραγματοποιείται το Βαρόμετρο, υπάρχει μεγάλη απόκλιση και διάσταση απόψεων μεταξύ όσων πιστεύουν οι επιχειρήσεις και όσων πιστεύουν οι καταναλωτές, όπως και απόκλιση μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων καταναλωτών, με τους Έλληνες να είναι «μονιμότερα πιο απαισιόδοξοι». Είπε ακόμη ότι ο πληθωρισμός επιμένει και έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα όπως είπε υπάρχουν χαμηλότερα εισοδήματα και τιμές με μεγαλύτερη μεταβλητότητα, ιδίως σε προϊόντα και υπηρεσίες που επηρεάζουν το καθημερινό βαλάντιο των καταναλωτών, όπως τα τρόφιμα, η στέγαση και η ενέργεια, όπου δεν υπάρχει η πολυτέλεια για μετάθεση αγορών για αργότερα καθώς αποτελούν πρωταρχικά αγαθά.
Οι καταναλωτές
Ειδικότερα, σε σχέση με τους καταναλωτές της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης καταγράφονται:
– Αρνητική αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών για το διάστημα που προηγήθηκε και αυξημένη απαισιοδοξία για την περαιτέρω εξέλιξή της, σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο. Συγκεκριμένα, αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπουν επιδείνωση (50% από 42%) της κατάστασής τους και μειώνεται το ποσοστό όσων προβλέπουν βελτίωση ή σταθεροποίηση από το 52% στο 44%.
– Μειώνεται το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας θα βελτιωθεί κατά το επόμενο δωδεκάμηνο (11% έναντι αντίστοιχου ποσοστού 17% τον Μάρτιο του 2024).
– Η ακρίβεια και η αύξηση των τιμών καταναλωτή ήταν ιδιαιτέρως αισθητές κατά τη διάρκεια της χρονιάς που μας πέρασε από το σύνολο σχεδόν των καταναλωτών, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης, ωστόσο στο τελευταίο εξάμηνο η αίσθηση αύξησης των τιμών ήταν ελαφρώς πιο ήπια, καθώς αυξήθηκε ελαφρά το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές είτε παρέμειναν σταθερές, είτε αυξήθηκαν λίγο (αθροιστικά 15% έναντι 9% το περασμένο εξάμηνο). Στον αντίποδα όμως, αυξάνεται το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές θα αυξηθούν με παρόμοιο ή μεγαλύτερο ρυθμό στο μέλλον (από 53% τον Μάρτιο του 2024 στο 63% σήμερα).
– Επιδείνωση καταγράφεται και σε σχέση με τις εκτιμήσεις των καταναλωτών για την εξέλιξη της ανεργίας, καθώς το 17% (αθροιστικά) θεωρούν πως το επίπεδο της ανεργίας θα μειωθεί «πολύ» ή «λίγο» (έναντι 24% τον Μάρτιο του 2024), ενώ το 39% αναμένουν αύξηση (μικρή ή μεγάλη) της ανεργίας κατά το επόμενο εξάμηνο (έναντι 33% τον Μάρτιο του 2024).
– Μόλις 7% των καταναλωτών θεωρούν τη συγκυρία κατάλληλη για σημαντικές αγορές, όπως έπιπλα, ηλεκτρικές/ηλεκτρονικές συσκευές κτλ, όσο και τον Μάρτιο 2024).
– Αποδυναμώνεται η πρόθεση για αποταμίευση (16% σήμερα σε σχέση με 20% τον Μάρτιο 2024), ενώ το επίπεδο όσων δηλώνουν ότι αποταμιεύουν εμφανίζει επίσης μικρή κάμψη (23% από 26%).
– Σχετικά σταθερή παραμένει η πρόθεση αγοράς αυτοκινήτου στον Νομό Θεσσαλονίκης, με μόλις το 4% των καταναλωτών να δηλώνουν ότι είναι πολύ ή αρκετά πιθανό να αποκτήσουν νέο όχημα.
– Σταθερή εμφανίζεται η πρόθεση αγοράς ή ανέγερσης σπιτιού για το επόμενο 12μηνο (στο 2% έναντι 3% τον Μάρτιο 2024), αλλά και ανακαίνισης ή επισκευής-βελτίωσης σπιτιού (στο 12%).
Από τις ad hoc ερωτήσεις στους καταναλωτές, προκύπτει ότι ενισχύεται σημαντικά σε σχέση με τον Μάρτιο του 2024 το ποσοστό των νοικοκυριών που χαρακτηρίζουν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος υψηλούς και δηλώνουν ότι δυσκολεύονται στην αποπληρωμή τους (62% έναντι 51% το προηγούμενο εξάμηνο). Τα αντίστοιχα ποσοστά για τους λογαριασμούς θέρμανσης είναι 58% έναντι 50% το προηγούμενο εξάμηνο.
Παράλληλα, μειώνεται στο 29% το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι οι λογαριασμοί ρεύματος είναι φυσιολογικοί και δεν αντιμετωπίζουν δυσκολία στην αποπληρωμή τους (από 40% τον Μάρτιο 2024).
Στο 6% είναι το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι οι λογαριασμοί θέρμανσης είναι δυσβάσταχτοι και δεν είναι σε θέση να τους αποπληρώσουν (όσο περίπου και τον Μάρτιο 2024), ενώ κι εδώ το ποσοστό όσων θεωρούν τους λογαριασμούς θέρμανσης φυσιολογικούς και δεν δυσκολεύονται στην αποπληρωμή τους, μειώνεται από το 39% τον Μάρτιο του 2024 στο 31% σήμερα.
Έρευνα Βιομηχανίας
Ο “Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών για τη Βιομηχανία” στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης εμφανίζει πτώση και περνάει ξανά σε ελαφρά αρνητικό έδαφος, συνεχίζοντας την ταλάντευσή του γύρω από την απόλυτη ουδετερότητα που καταγράφεται την τελευταία διετία, παραμένοντας, ωστόσο, στα υψηλότερα επίπεδα που καταγράφονται από την έναρξη των μετρήσεων του «Βαρόμετρου ΕΒΕΘ» το 2009. Έτσι, το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων του “Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών της Βιομηχανίας” βρίσκεται πλέον στις -3 μονάδες στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης, έναντι +4 τον Μάρτιο 2024.
Έρευνα Επιχειρήσεων Παροχής Υπηρεσιών
Με μικρή πτώση και κοντά στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη των μετρήσεων του Βαρόμετρου καταγράφεται ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στον κλάδο των Υπηρεσιών. Πιο αναλυτικά, ο σχετικός «Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών» για τον τομέα των Υπηρεσιών καταγράφεται στο +20, έναντι +27 το προηγούμενο εξάμηνο που ήταν και η υψηλότερη ιστορικά τιμή του δείκτη.
Έρευνα Επιχειρήσεων Λιανικού Εμπορίου
Σχεδόν αμετάβλητο καταγράφεται το κλίμα στις επιχειρήσεις Λιανικού Εμπορίου στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2023, με τον «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών για το Λιανικό Εμπόριο» να βρίσκεται σταθερά σε σχεδόν ουδέτερο έδαφος. Έτσι, το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων του «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών Λιανικού Εμπορίου» βρίσκεται στο +1 (από +2 τον Μάρτιο 2024).
Έρευνα Κατασκευών
Σταθερά σε θετικό έδαφος και κοντά στο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία των μετρήσεων του «Βαρόμετρου ΕΒΕΘ» που καταγράφηκε το προηγούμενο εξάμηνο, βρίσκεται ο Δείκτης Επιχειρηματικών Προσδοκιών στον κλάδο των Κατασκευών. Στο πλαίσιο αυτό το ισοζύγιο θετικών-αρνητικών εκτιμήσεων του «Δείκτη Επιχειρηματικών Προσδοκιών Κατασκευών» βρίσκεται στις +9 μονάδες στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης (έναντι +14 τον Μάρτιο του 2024).
Πώς αξιολογούν οι επιχειρήσεις τις εξαγγελίες της 88ης ΔΕΘ
Η κατάργηση 15 χρονοβόρων γραφειοκρατικών διαδικασιών με στόχο τη μείωση του διοικητικού βάρους σε εξαγωγικές επιχειρήσεις αποτιμάται ως το πιο σημαντικό από τα μέτρα για την στήριξη των επιχειρήσεων που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός στην 88η ΔΕΘ, καθώς χαρακτηρίζεται ως «Πολύ» η «Αρκετά» σημαντικό μέτρο από το 66% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα. Ακολουθεί η κατάργηση από το 2025 του τέλους επιτηδεύματος για ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις (59%), η ίδρυση νέου Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου με κεφάλαια 300 εκατομμυρίων ευρώ για παροχή κινήτρων για επενδύσεις σε τομείς με υψηλή προστιθέμενη αξία (52%) και η υποχρεωτική ασφάλιση για φυσικές καταστροφές κάθε επιχείρησης με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 500.000 ευρώ ώστε να μπορεί να αποζημιώνεται (50%). Στον αντίποδα, χαμηλότερα από πλευράς σημασίας αξιολογούνται ο περιορισμός στις 100.000 ευρώ του ελαχίστου κεφαλαίου εταιρίας που προκύπτει από μετασχηματισμό μικρότερων (23%), η χορήγηση Golden Visa σε όσους επενδύουν πάνω από 250.000 σε start-up επιχειρήσεις (27%) και η μείωση ασφαλιστικών εισφορών από την 1η Ιανουαρίου 2025 κατά 1% αντί για 0,5% που είχε ανακοινωθεί αρχικά (35%).
Επιπλέον, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αξιολογούν μάλλον ουδέτερα τα μέτρα-εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στην 88η ΔΕΘ από πλευράς αποτελεσματικότητας (39% ούτε πολύ/ούτε λίγο αποτελεσματικά, 24% πολύ/αρκετά αποτελεσματικά και 34% λίγο/καθόλου αποτελεσματικά. Στο επίπεδο της επάρκειας των μέτρων/εξαγγελιών υπερισχύουν μάλλον οι αρνητικές κρίσεις των θετικών (48% καθόλου/λίγο επαρκή, 33% ούτε πολύ/ούτε λίγο επαρκή και 15% πολύ/αρκετά επαρκή).
Ελλείψεις πρώτων υλών
Συνολικά σχεδόν 1 στις 4 επιχειρήσεις (26%) στο Νομό Θεσσαλονίκης διαπιστώνουν προβλήματα ελλείψεων πρώτων υλών ή προϊόντων στην αγορά (περίπου όσο και τον Μάρτιο 2024), είτε σε μικρό βαθμό (17%) είτε σε μεγάλο βαθμό (9%).
Σημαντικότερα προβλήματα
Το υψηλό κόστος φορολογίας ενισχύεται και παραμένει στην πρώτη θέση των αναφορών για τα δύο σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στον Νομό Θεσσαλονίκης (41% έναντι 37% τον Μάρτιο 2024). Το υψηλό κόστος ενέργειας και καυσίμων ανεβαίνει πάλι στη 2η θέση (27% έναντι 25% τον Μάρτιο 2024), ενώ στην 3η θέση βρίσκεται το κόστος πρώτων υλών/προϊόντων (22% έναντι 27% τον Μάρτιο 2024). Σχεδόν σταθερές είναι οι αναφορές στην περιορισμένη ζήτηση (15% έναντι 16% τον Μάρτιο 2024) και στην ρευστότητα (12% έναντι 15% τον περασμένο Μάρτιο). Επισημαίνεται, ότι το υψηλό εργατικό κόστος (μισθολογικό και μη μισθολογικό) αναφέρεται σήμερα αθροιστικά από το 20% των επιχειρήσεων, έναντι αθροιστικού ποσοστού 19%, τον Μάρτιο 2024, 13% τον Σεπτέμβριο 2023 και 12% τον Μάρτιο 2023. Ανά τομέα δραστηριότητας, οι επιχειρήσεις στον τομέα του Εμπορίου αναφέρουν σε αυξημένα ποσοστά την περιορισμένη ζήτηση (21% έναντι 15% στο σύνολο των επιχειρήσεων) και την ρευστότητα (16% έναντι 12% στο σύνολο), οι επιχειρήσεις στον τομέα των Υπηρεσιών δίνουν έμφαση στο υψηλό κόστος φορολογίας (49% έναντι 41% στο σύνολο) και στα προβλήματα γραφειοκρατίας και διαδικασιών συναλλαγής με το Δημόσιο (26% έναντι 16% στο σύνολο), οι επιχειρήσεις στον τομέα των Κατασκευών αναφέρουν εντονότερα το υψηλό κόστος πρώτων υλών (31% έναντι 22% στο σύνολο) και τα προβλήματα γραφειοκρατίας και διαδικασιών συναλλαγής με το Δημόσιο (24% έναντι 16% στο σύνολο), ενώ οι επιχειρήσεις στο τομέα της Μεταποίησης/ Βιομηχανίας αναφέρουν κυρίως το υψηλό κόστος ενέργειας/καυσίμων (37% έναντι 27% στο σύνολο) και το υψηλό κόστος πρώτων υλών/προϊόντων (28% έναντι 22% στο σύνολο).