Η Σονάτα του Σεληνόφωτος: Του Γιάννη Ρίτσου

Η Νέλλυ Δελλή ερμηνεύει τη Σονάτα του Σεληνόφωτος

https://mail.google.com/mail/u/0/#inbox/FMfcgzQVwxHbCDftpKdtHvsCVSRqDnNv?projector=1

Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, του Γιάννη Ρίτσου, υπό την ερμηνεία της Νέλλυς Δελλή. Γράφει ο Παύλος Παπαδόπουλος.

Την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024, μέρα κατά την οποία συνέπιπτε με την καθιερωμένη ¨Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, παρακολούθησα τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», που ερμήνευσε η εξαιρετική ηθοποιός Νέλλυ Δελλή. Την παράσταση διοργάνωσε η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης, στην Αίθουσα Τέχνης της Αδελφότητας, εντός της οποίας έλαβε χώρα η παρουσίαση του σπουδαίου σκηνικού μονόλογου του Γιάννη Ρίτσου. Φυσικά ο χώρος ήταν κατάμεστος και η αγωνία για την της Δελλή με ένα τόσο δύσκολο έργο στο κατακόρυφο!

Ας πούμε όμως μερικά λόγια για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Γράφτηκε τον Ιούνη του 1956 και εκδόθηκε το Δεκέμβρη του ίδιου έτους. Πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα έργα που έχουμε διαβάσει. Η Σονάτα αναδείχθηκε σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας και έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Πρόκειται για έναν ύμνο της ζωής, του έρωτα και της νεότητας. Με τη σύνθεση αυτή ο Ρίτσος νοιώθει την ανάγκη να αποστασιοποιηθεί απέναντι στον κόσμο, να μη σκέφτεται το αύριο και για να το καταφέρει καταφεύγει στη αναγκαστικά διαλεκτική της ποιητικής της υποκριτικής, σε προσωπεία φυσικά ή στερεότυπα.

Μέσα από το έργο αναδύονται βιώματα και συγκινήσεις τα οποία δεν ανιχνεύονται στην προηγούμενη ηρωική δεκαετία του Ρίτσου. Αναμφίβολα πρόκειται για έναν από τους αγαπημένους πολιτικούς μονολόγους του Γιάννη Ρίτσου. Είναι μια εκ βαθέων εξομολόγηση, μια παρατεταμένη ικεσία για ζωή και ελπίδα μέσα από ροή παραστάσεων και συμβόλων. Με το ποίημα αυτό διαπιστώνεται η αφετηρία μίας νέας εποχής για την προσωπική ζωή και τη δημιουργία του ποιητή. Το ποίημα σημαδεύει την ιδιότυπη ατμόσφαιρα, το ξεκίνημα μιας νέας εποχής, όχι μόνο για το έργο του Ρίτσου αλλά και για την ποίηση γενικότερα.

Η Σονάτα είναι η πρωιμότερη από τις μακρές συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης. Αγγίζει κάθε άνθρωπο με ξεχωριστό τρόπο. Πρόκειται για τα λεγόμενα θεατρόμορφα πατήματα του. Η Σονάτα είναι τοποθετημένη τέταρτη κατά σειρά στην Τέταρτη Διάσταση. Η ερμηνεία της Δελλή πάνω σε αυτό το αριστούργημα, μου προκάλεσε άκρατο ενθουσιασμό.


Το ιστορικό υπόβαθρο.

Ο Ρίτσος πρέσβευε το δόγμα της στρατευμένης ποίησης που φέρνει την ποίηση να συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες. Εκείνη την εποχή μερίδα του ελληνικού λαού τελούσε υπό διωγμό. Στη Σονάτα αντανακλώνται οι ιδεολογικές ανακατατάξεις που συγκλονίζουν το χώρο της Αριστεράς την εποχή που γράφεται το ποίημα. Έτσι λοιπόν στη συνείδηση του ποιητή αντανακλώνται ιδέες που συνταράσσουν την εποχή αυτή τον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, στον οποίον πολιτικά είναι ενταγμένος ο Ρίτσος.

Το έργο ανήκει στο ψυχολογικό κλίμα εκείνης της εποχής, καθώς η φθορά του χρόνου είναι συνυφασμένη με κοινωνικές παραμέτρους. Ο Ρίτσος είναι βαθύτατα ευαισθητοποιημένος και στρατευμένος ποιητής από πεποίθηση, νιώθει όμως επιτακτική ανάγκη να επανατοποθετηθεί απέναντι στον κόσμο. Του είναι αδύνατο να μη σκέφτεται το αύριο και για να το καταφέρει καταφεύγει στη διαλεκτική της υποκριτικής.


Το σκηνικό.

Η Δελλή, άριστη γνώστης της σκηνοθετικής τέχνης, έστησε το σκηνικό το οποίο άρμοζε στο έργο. Δεδομένου ότι η αίθουσα δεν αποτελεί θεατρικό χώρο, η έμπειρη σκηνοθέτης αναγκάστηκε να προσαρμόσει τις ανάγκες του έργου στον περιορισμένων δυνατοτήτων χώρο.

Καταρχήν η Νέλλυ πέτυχε απόλυτα να δώσει στο θεατή την ατμόσφαιρα του ανοιξιάτικου βραδιού. Το μεγάλο δωμάτιο του παλιού σπιτιού στο οποίο δεν έχει ανάψει το φως, αναμφίβολα προκειμένου να σχηματιστεί παίδεψε αρκετά τη σκηνοθέτιδα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Από τα δύο παράθυρα έπρεπε να μπαίνει αμείλιχτο φεγγαρόφωτο, γεγονός που ήταν δύσκολο να επιτευχθεί σε ένα μη επαγγελματικό θεατρικό χώρο.

Το σπίτι δείχνει την περιορισμένη, μέσα σε προδιαγεγραμμένα όρια, ζωή που έζησε η πρωταγωνίστρια, την υποταγμένη στους τύπους της κοινωνίας. Μένει η πηγή των αναμνήσεων της, η φυλακή της, είναι ένας χώρος μακριά από την αληθινή ζωή που βρίσκεται έξω από αυτό. Η Δελλή όφειλε να δείξει στο κοινό ότι το σπίτι είναι σύμβολο του απομονωμένου, ασφυκτικά κλειστού και καταρρέοντος εσωτερικού χώρου, όπως το νεκρόσπιτο της Τέταρτης Διάστασης. Η έμπειρη σκηνοθέτιδα πέτυχε τελικά να εγκλωβίσει το θεατή μέσα σε ένα παλαιό σπίτι, πραγματικό σκοτεινό σκηνικό θανάτου. Όλα τα αντικείμενα (πιάνο, κουρτίνες, καρφιά, σουβάδες, καπέλο του πεθαμένου και πολλά άλλα) έχουν υποκύψει στη φθορά του χρόνου, κατά κάποιον τρόπο όλα έχουν πεθάνει, όπως μας τα έδειξε με μεγάλη επιμέλεια η Δελλή. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το ράγισμα του καθρέφτη, το οποίο θεωρείται σημάδι κακοτυχίας στις δοξασίες πολλών λαών.

Γενικά, όπως μας δίδαξε η Δελλή, το σπίτι στη Σονάτα του Σεληνόφως όχι μόνο επισκιάζει αλλά δημιουργεί και άσχημα συναισθήματα όπως φόβο. Επιπλέον δημιουργεί και στην ίδια την πρωταγωνίστρια και μια επιτακτική ανάγκη να το ξεφορτωθεί, γιατί όπως ομολογεί η ίδια δεν αντέχει να το σηκώνει στη ράχη της, δεν αντέχει πάντα να προσέχει και να στεριώνει πάντα το κάθε τι ετοιμόρροπο!


Τα Προσωπεία, το Ύφος και η Χρονικότητα.

Το έργο χαρακτηρίζεται από θεατρικότητα και αφηγηματική ροή. Κύριο πρόσωπο είναι ο παντογνώστης αφηγητής. Ο ποιητής εν προκειμένω λειτουργεί ως σκηνοθέτης-αφηγητής. Έτσι λοιπόν έχουμε τον αφηγητή, την ηλικιωμένη γυναίκα και το βουβό νέο που ακούει τους προβληματισμούς της γυναίκας. Όλοι αυτοι σχηματίζουν το καστ του έργου. Μέσα από το έργο του Ρίτσου σμίγουν η Χρονικότητα του σήμερα και του χθες αφού τα Προσωπεία εκφράζουν ήδη χρονικές αποστάσεις μεταξύ τους. Το ύφος, το οποίο απέδωσε σε όλη την πληρότητα του η Δελλή αποτέλεσε μια πένθιμη λιτανεία στο σκοτάδι της θλίψης της, της λύπης των στεναγμών προς το φως της νέας μέρας των ανθρώπων της πολιτείας, της μαχόμενης ζωντανής πραγματικότητας των ανθρώπων ¨που ορκίζονται στο ψωμί και στη γροθιά τους¨.


Η Γυναίκα.

Η Γυναίκα, την οποία υποδύθηκε η Νέλη Δελλή, επιχείρησε έναν απολογισμό της ζωής της μακριά από τον περίγυρο της. Ηλικιωμένη, ντυμένη στα μαύρα, απευθύνεται στο νέο χωρίς ανταπόκριση συνεχίζοντας ένα μακρύ άγονο μονόλογο που, κατά διαστήματα κόβεται από την απεγνωσμένη γεμάτη κούραση παράκληση με την οποία αρχίζει το ποίημα «άφησε με να έρθω μαζί σου». Την παράκληση τη συναντούμε συνολικά δεκαπέντε φορές.

Η Δελλή όφειλε να υποδυθεί μία γυναίκα στη δύση του βίου της με καρδιά όμως νεαρής γυναίκας. Το αποδίδει με μαεστρία. Στο στίχο 124 μας λέει με απελπισία ότι «η μεταμέλεια είναι ένα βασανιστικό συναίσθημα όπως ο ενοχλητικός και επίμονος χτύπος που κάνουν τα ξυλοπάπουτσα.» Με ατμοσφαιρικό τρόπο η Δελλή αναπαριστά ένα πρόσωπο που βλέπει τον κόσμο που έρχεται, μέσα από ένα πρίσμα εικόνων και βιωμάτων του δικού της κόσμου, του δικού της χρόνου, του δικού της παρελθόντος. Επιτυγχάνει με ακρίβεια τα κουρασμένα πόδια, το παλιωμένο βλέμμα και την αποκοιμωμένη-αποστεωμένη διάθεση και θέληση. Ζητά με σπαραγμό «άφησε με να έρθω μαζί σου», τελικά όμως μένει προσηλωμένη στο παρελθόν και μιλάει μέσα από αυτό.

Για να παρουσιαστούν όλα αυτά, χρειάστηκε πέρα από το ερμηνευτικό ταλέντο της ηθοποιού, και η άψογη κινησιολογία. Η Σοράνα Αργυροπούλου συνέδραμε το έργο της Δελλή. Η γυναίκα στο Τρίτο Μέρος αναζητούσε λύτρωση μέσα από επαναλαμβανόμενη ικεσία (άφησε με να έρθω μαζί σου…) και μέσα από μία εκτενή εξωτερίκευση των όσων βιώνει και βίωσε στην καθημερινότητα της, λύτρωση από το χρόνο. Το άνοιγμα στην 4η Διάσταση πραγματοποιείται μέσα από το δραματικό μονόλογο, δηλαδή μέσα από την τέχνη. Ειρωνικά και μόνο το τελευταίο χαρακτηρίστηκε ως άχρωμη εξομολόγηση του Επιλόγου. Σε αυτήν την εξωτερίκευση την οποία ερμήνευσε με άψογο τρόπο η Δελλή συνέβαλε τα μέγιστα η Αργυροπούλου. Οι πινελιές που έβαλε στο παίξιμο της Δελλή, η οποία σημειωτέων είναι άριστη γνώστης των θεατρικών κινήσεων, η Αργυροπούλου έγιναν φανερές στο αέρινο παίξιμο της Δελλή.

Θα σταθούμε λίγο και στους στίχους 74-101, όπου η παρέκβαση της πολυθρόνας έχει τελειώσει. Η γριά δημιουργεί ξανά ένα μονόλογο σε κλίμα ερωτισμού για να καταλήξει τελικά να ομολογήσει την επικοινωνία τους με το θεό. Ο Ρίτσος στον πρόλογο μας ενημέρωσε με αποτιμητικό ύφος πως «Η Γυναίκα με τα μαύρα» είναι ποιήτρια και δη ποιήτρια θρησκευτικού περιεχομένου, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της θρησκοληψίας της. Η Δελλή μας διαβάζει σωστά το έργο και αναδεικνύει την πρόθεση του Ρίτσου να δείξει ότι η θρησκοληψία της σε συνδυασμό με το συντηρητικό τρόπο ζωής που επέβαλλε η κοινωνική της θέση να αρνηθεί το νεανικό έρωτα, αφού «πολλούς νέους θυσίασε προκειμένου να παραμείνει αγνή…» Οι δύο παρενθέσεις (που έκανα πως δεν τα έβλεπα), (κι αλήθεια δεν τα έβλεπα) φανερώνουν μέσα από την ερμηνεία της γνωστής ηθοποιού, τον αγώνα της γυναίκας να νικήσει τον ερωτικό πειρασμό.


Ο νέος.

Ο νέος στον οποίον απευθύνεται η ηλικιωμένη γυναίκα πιθανότατα αποτελεί πλάσμα της φαντασίας της. Μπορεί να είναι απών ή παρών ή να μη δίνει σημασία στα λεγόμενα της ή να βιάζεται να φύγει. Ο βουβός νέος πάντως ακούει τους προβληματισμούς της γυναίκας (αυτό το κάνει σε όλους αντιληπτό με την ερμηνεία της η σπουδαία ηθοποιός) και συμμετέχει ψυχικά σ’ αυτή την ιστορία όπως ο κάθε αναγνώστης του ποιήματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου ο νέος παραμένει βουβός και απαθής υπογραμμίζοντας έτσι την πάλη διαφορετικών γενεών.

Η Δελλή υποδυόμενη τη μεγάλη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα του ζητάει να έρθει μαζί του και να περπατήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον. Επιτυγχάνει έτσι να μας υπενθυμίσει αυτό που κραυγάζει ο Ρίτσος στο έργο: «Είμαστε υπαρξιακά μόνοι, πορευόμαστε μόνοι και στο τέλος πεθαίνουμε μόνοι ως άνθρωποι!» Η ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής για γειτνίαση και τρυφερότητα με τους άλλους, διαρκής ανάγκη να αισθανόμαστε νέοι ανεξαρτήτως ηλικίας στην οποία βρισκόμαστε διέπει ολόκληρο το έργο. Μπορούμε τελικά να ξεγελάσουμε το χρόνο και να γίνουμε αυτό που θέλουμε πραγματικά εμείς. Ο νέος στην πραγματικότητα συμβολίζει τη ζωή.


Η μουσική.

Το ποίημα του Ρίτσου παραπέμπει στην αντίστοιχη μουσική σύνθεση του κλασικού μουσικού έργου του Γερμανού μουσικοσυνθέτη Λουδοβίκου Μπετόβεν (1770-18270. Η σύνθεση του Μπετόβεν αποτελεί το μουσικό διακείμενο, το οποίο αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία έχτισε ο Ρίτσος το θεατρικότερο μονόλογο της 4ης Διάστασης. Θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά έργα όλων των εποχών.

Μέσα από τη σονάτα μας αποκαλύπτεται ο έρωτας του Μπετόβεν με την Τζουλιέτα Γκουισάρντι, την κυρία που προτίμησε να ονομαστεί κυρία Φον Γκάλλεμπεργκ από το να έχει την τιμή να γίνει γυναίκα του Μπετόβεν. Στην άρνηση της Τζουλιέτας η ανθρωπότητα οφείλει αυτό το πιανιστικό αριστούργημα. Η βαθιά απελπισία του συνθέτη εξαγνίζει την έμπνευση του.

Η συγκλονιστική μουσική ψυχογραφία που συγκινεί ιδιαίτερα στο άκουσμα της αποδόθηκε από τη σολίστ Μαρία Ψυχομάνη υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Γιώργου Κωνσταντινίδη. Αμφότεροι οι δύο καλλιτέχνες συγχρονίστηκαν απόλυτα με τη Δελλή στη μορφή και στο περιεχόμενο με την απλότητα της σημασιολογικής μονάδας και την επαναληπτικότητα. Στη μουσική σύνθεση διαπιστώσαμε μια ευκολία στις συγχορδίες που υποδηλώνει μια αμεσότητα η οποία αγγίζει τα όρια της απλότητας και της καθημερινότητας. Η Ψυχομάνη κατάφερε τελικά να αποτυπώσει μεταφέροντας το έργο, το γεγονός ότι ο Μπετόβεν δεν εντυπωσιάζει με τη δυσκολία της μουσικής σύνθεσης όσο με την ατμόσφαιρα που μεταφέρει και την ένταση που υπάρχει στις στιγμές της κορύφωσης. Οι νότες της σολίστ χαρακτηρίστηκαν από μία εμμονή και μια επανάληψη τελετουργική, κάτι το οποίο απαιτεί και η σύνθεση. Άλλωστε και ο τίτλος υποδηλώνει την επίδραση της φαντασίας πάνω στη μουσική σύλληψη.

Ο μαέστρος Γιώργος Κωνσταντινίδης διεύθυνε το παίξιμο με απόλυτο σεβασμό προς το έργο. Η γνωστή σονάτα για πιάνο αρ. 14 σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 27/12 που φέρει τον τίτλο Quasiuna Fantasia (Με τον τρόπο της Φαντασίας). Πρόκειται για μια πολύμερη οργανική σύνθεση, αποτελούμενη από 3 ή 4 μέρη. Ο Κωνσταντινίδης έπρεπε να κατευθύνει την Ψυχομάνη ώστε να ξεκινήσει τη σονάτα με το δυναμικό της μέρος, έπειτα να ακολουθήσει το ήρεμο μέρος με αργό ρυθμό και λυρικό στο περιεχόμενο και στο τρίτο μέρος να επανέλθει στην κύρια τονικότητα του δυναμικού πρώτου μέρους. Από τους συντελεστές ακολουθήθηκε μια ντετερμιστική αναγκαιότητα την οποία επέβαλλε μια τριμερής δομή.

Όπως η Σονάτα του Μπετόβεν έτσι και αυτή του Ρίτσου έχει τριμερή ποιητική σύνθεση ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο. Οι συντελεστές της παράστασης μας πέτυχαν να μας επιδείξουν ότι ποίημα και σύνθεση έχουν την ίδια την ίδια μουσική σύνθεση: Αργός ρυθμός πρώτου μέρους που εμπίπτει με το σκηνοθετικό πρόλογο τον οποίον ερμήνευσε η Δελή, το allegro του δευτέρου μέρους με τις τρεις κορυφώσεις του μονολόγου της γυναίκας, ενώ το presto agitato του τρίτου μέρους με τον επίλογο.

Το έργο αποτελεί μια αλήθεια που επιβιώνει διαχρονικά από το παρελθόν μετασχηματιζόμενη στο εκάστοτε παρόν. Ο Ρίτσος ανοίγει μια νέα εποχή καθώς η ¨Γυναίκα με τα μαύρα¨ εκπροσωπεί τον πολιτισμό που πεθαίνει και ο ¨Νέος¨ τον πολιτισμό που γεννιέται… Ο ποιητής επηρεασμένος από την εμμονική άποψη μας: «Ο πολιτισμός είναι θνητός…»


Τεχνικά στοιχεία του έργου.

Εκ πρώτης όψης έχουμε ένα ποίημα μακροσκελές, καθαρά ερωτικό, δομημένο πάνω στο δίπτυχο εννοιών λήθη-θάνατος. Σε κάθε περίπτωση όμως θέλει μελέτη ώστε να αποκρυπτογραφηθούν τα βαθύτερα νοήματα του. Αυτό το τελευταίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη από τους συντελεστές και επιπλέον να επιτύχουν να κυριαρχήσει επί σκηνής το στοιχείο της φθοράς και του θανάτου.

Ο ποιητής κρύβει επίτηδες πίσω από το πρόχειρα δομημένο ερωτικό σκηνικό το διαρκές πέπλο του θανάτου και της λήθης που απλώνεται στο μεγάλο δωμάτιο του παλαιού σπιτιού. Αυτό το σκηνικό του παλαιού σπιτιού, δεδομένου ότι ο χώρος δεν ήταν ιδανικός για ανέβασμα παράστασης, στήθηκε με ακρίβεια από τη Δελλή. Ο Ρίτσος επίσης επιλέγει να υιοθετήσει το προσωπείο της υποκριτικής δίνει μέσα σε πέντε σειρές τις βασικές πληροφορίες που χρειάζεται ο αναγνώστης να στήσει μέσα στο μυαλό του το βασικό σκηνικό χώρο και χρόνο και να φανταστεί τα κύρια πρόσωπα που θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο εν συνεχεία. Κάτι τέτοιο καταδεικνύει το μεγαλείο του ποιητή.

Ένας ερωτικός απόλογος δοσμένος με ρομαντική διάθεση από τη Γυναίκα, συνδεδεμένος από τις μνήμες και τους προσφιλείς νεκρούς της προσπαθεί να μάθει στο Νέο ότι όλα πάνω του είναι ετοιμόρροπα. Με αυτό αναμετρήθηκε η σπουδαία ηθοποιός και τα πήγε περίφημα. Το γραμμένο σε έμμετρο, ελεύθερο στίχο συνδυάζει υπερρεαλιστικά και συμβολικά στοιχεία, καθώς απλά χρηστικά αντικείμενα έχουν συμβολισμούς.

Εν κατακλείδι, με επίμονη διάθεση ο Ρίτσος επαναλαμβάνει τα λόγια: «Άφησε με να έρθω μαζί σου. Το φεγγάρι απόψε είναι καλό φεγγάρι!» Το θεματικό μοτίβο φαίνεται να μετατρέπεται σε επίμονο και εφιαλτικό σύμβολο αλλά ταυτόχρονα διαδραματίζει και θετικό ρόλο, αφού παραπέμπει σε μία ερωτική περιπάθεια, εφηβική της γυναίκας που προσπαθεί να προσεγγίσει το νεαρό.


-Ο Παύλος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1978 στη Δράμα, μεγάλωσε στις Σέρρες και έζησε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Από το 1996 εργάζεται στο δημόσιο σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, της Σχολής Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας, της Σχολής Επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης ΕΛ.ΑΣ., και της Σχολής Ελληνικού Πολιτισμού, του Τμήματος Ανθρωπιστικών. Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά.

Μοίρασε το άρθρο!