Γεντί Κουλέ: Η εφιαλτική φυλακή της Θεσσαλονίκης

Το Επταπύργιο ή αλλιώς Γεντί Κουλέ είναι από τα κορυφαία μνημεία της Θεσσαλονίκης, από τα πιο εντυπωσιακά αξιοθέατα, σήμα κατατεθέν του δήμου Νεάπολης – Συκεών, ωστόσο μέχρι και πριν από λίγα χρόνια ήταν συνώνυμο του πόνου και του τρόμου.

Γράφει η Ασημίνα Τούνα

Το φρούριο της Θεσσαλονίκης που έγινε κάτεργο και τόπος εκτελέσεων. Τα βασανιστήρια και οι αποδράσεις που άφησαν ιστορία, όπως και τα μεσαιωνικά βασανιστήρια, έμειναν χαραγμένα στις μνήμες. Ένας χώρος – κολαστήριο, από τις πιο σκληρές φυλακές της χώρας, με τους φυλακισμένους να χαρακτηρίζουν το Γεντί Κουλέ ως «υγρό τάφο«, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες.

Το «Κάστρο» της Θεσσαλονίκης, το διαβόητο Γεντί Κουλέ, είναι σήμερα μουσείο, ουδείς όμως από τους επισκέπτες του μπορεί να αντιληφθεί την έκταση του πόνου που περικλείουν αυτά τα τείχη.

Η μετατροπή του φρουρίου σε μία από τις πιο απάνθρωπες και σκληρές φυλακές

Στην Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης δεσπόζει το Επταπύργιο, μια από τις σκληρότερες ελληνικές φυλακές, όπου φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν χιλιάδες πολίτες τον περασμένο αιώνα. Είναι γνωστές με την οθωμανικική ονομασία «Γεντί Κουλέ», που σημαίνει «επτά πύργοι» και πήραν το όνομά τους από τους επτά πύργους που κοσμούν τα τείχη της πόλης χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα μεσοπύργια.

Το κτίριο χτίστηκε την εποχή των Παλαιολόγων ως φρούριο για να στρατοπεδεύει η φρουρά και να καταφεύγουν οι κάτοικοι σε περίπτωση επιθέσεων ή ξαφνικών επιδρομών. Αποτελείται από δύο ενότητες: το Βυζαντινό φρούριο, το οποίο συνθέτουν δέκα πύργοι με τα μεταξύ τους μεσοπύργια διαστήματα και τον περίδρομο, καθώς και τα νεότερα κτίσματα των φυλακών που έχουν κτιστεί εντός και εκτός του φρουρίου.

Στα τέλη του 19ου αιώνα τα φρούρια δεν είχαν την ίδια αμυντική αξία και οι Τούρκοι το μετέτρεψαν σε φυλακή. Από τότε και για 99 χρόνια θα γίνει μια από τις σκληρότερες φυλακές της χώρας, μέχρι το 1989 όταν οι τελευταίοι 340 ποινικοί κρατούμενοι του Γεντί Κουλέ θα μεταφερθούν στις νέες φυλακές Θεσ­σαλονίκης στα Διαβατά και το συγκρότημα θα αποδοθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, το Γεντί Κουλέ πέρασε στην κυριότητα του ελληνικού κράτους και χτίστηκαν βοηθητικοί χώροι, ώστε το κτίριο να είναι λειτουργικό. Υπήρχε εσωτερική αυλή που ήταν χωρισμένη με φράχτες σε τμήματα, παρατηρητήριο, εκκλησάκι, κελιά απομόνωσης, φυλακές γυναικών και στρατιωτική πτέρυγα.

Σε αυτή τη μετατροπή κατεδαφίστηκαν τα υπάρχοντα κτίρια στο εσωτερικό, από τα οποία κανένα ίχνος δεν σώζεται σήμερα. Οι αλλαγές στις οχυρώσεις δεν ήταν σημαντικές, αν και ο πρωταρχικός τους ρόλος αντιστράφηκε: από την προστασία των κατοίκων από την εξωτερική απειλή, τώρα υπηρετούσε για την απομόνωση κρατουμένων από τον έξω κόσμο.

Το Επταπύργιο λειτούργησε ως φυλακή (ποινικών κατά βάση, αλλά και πολιτικών κρατουμένων κατά τις περιόδους των δικτατορικών και του Εμφυλίου) για περίπου έναν αιώνα.

Έμεινε γνωστό για τις πολύ δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων σε υγρά και σκοτεινά κελιά, ενώ είναι ίσως από τα πλέον διάσημα σωφρονιστικά ιδρύματα, στο οποίο τελέστηκαν βασανισμοί και εκτελέσεις τόσο βαρυποινιτών, όσο και πολιτικών κρατουμένων. Για το λόγο αυτό είναι ίσως οι πλέον τραγουδισμένες φυλακές, με πολυάριθμα ρεμπέτικα τραγούδια της εποχής, αλλά και μεταγενέστερα να περιγράφουν με γλαφυρότητα τις συνθήκες διαβίωσης εντός των τειχών τους.

Ο χώρος εκτελέσεων βρισκόταν 300 μέτρα έξω από τις φυλακές, όπου εκτελέστηκαν αρκετοί κατάδικοι, καθώς και αγωνιστές από τις γερμανικές δυνάμεις την περίοδο της κατοχής. Στους χώρους του λειτουργούσαν φυλακές ανδρών, γυναικών και στρατιωτικές.

Oι παγεροί τοίχοι μεταφέρουν ακόμη τις κραυγές των βασανισμένων

Βιασμοί κρατουμένων – ειδικά ανηλίκων από ενήλικες – βασανιστήρια με φυλακισμένους δεμένους σε κρίκους, ελεύθερη διακίνηση ναρκωτικών, θάλαμοι των 50 ατόμων – ανάμεσα στους οποίους και βαριά ασθενείς με φυματίωση – είναι μερικά από τα φρικιαστικά στοιχεία που περιγράφονται στις καταθέσεις που συγκέντρωσαν οι δύο εισαγγελείς στην αποκαλυπτική έρευνά τους.

«Ευγενείς» κρατούμενοι με οικονομική επιφάνεια που έμεναν στο αναρρωτήριο, αντί στα κελιά, κάποιοι που επιλεκτικά είχαν ελεύθερο επισκεπτήριο, συγκεκριμένοι άνθρωποι που μοίραζαν τα ναρκωτικά στους τοξικομανείς, αφού τα έβαζαν μέσα οι φύλακες, ενώ μία κατηγορία είχε το προνόμιο να γράφει μεροκάματα που δεν έκανε, αφού δούλευαν άλλοι στη θέση τους.

Το Γεντί Κουλέ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της πόλης, κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της και είναι στενά δεμένο με τους αγώνες του λαού για λευτεριά, δημοκρατία και εθ­νική ανεξαρτησία. Από την περίοδο της μεταξικής  δικτατορίας, αλλά και νωρίτερα, της Γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου μέχρι και τη χούντα των συνταγματαρχών, εδώ στις φυλακές του Γεντί Κουλέ θα φυλακιστούν, θα βασανιστούν, θα εκτελεστούν χιλιάδες αγωνιστές, κομμουνιστές, αριστεροί, δημοκράτες, ΕΠΟΝίτες, αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, νέοι και γέροι, άντρες, γυναίκες, εργάτες, αγρότες, διανοούμενοι.

Οι φυλακές λειτούργησαν από το 1890 μέχρι το 1989. Εκεί φυλακίστηκαν μερικοί από τους διαβόητους εγκληματίες τη χώρας. Μεταξύ άλλων, ο φερόμενος ως «δράκος του Σέιχ Σου«, ο ναζί μακελάρης της Κρήτης και της Μακεδονίας Φρίτς Σούμπερτο λήσταρχος Τζατζάςοι συμμορίτες του Φώτη Γιαγκούλα, αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι τα χρόνια του εμφυλίου και της κυβέρνησης Μεταξά. To 1918 βρίσκονται στο Γεντί Κουλέ 800 άντρες κρατούμενοι και 13 γυναίκες.

Την περίοδο της κατοχής περισσότεροι από 500 κρατούμενοι στο Γεντί Κουλέ εκτελέστηκαν. Δεκάδες ακόμη φυλακίστηκαν από το χουντικό καθεστώς. Το 1926 θα φυλακιστεί εδώ ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο κατοπινός Γ.Γ του ΚΚΕ. Την περίοδο 1932-1933 εδώ θα φυλακιστεί ο Μάρκος Βαφειάδης. Εδώ φυλακίζεται και ο Λεωνίδας Κύρκος, εμβληματική μορφή της αριστεράς, ο οποίος είπε για το Γεντί Κουλέ: «Το Γεντί Κουλέ είναι ένα μνημείο της βυζαντινής εποχής και της ανθρώπινης βαρβαρότητας. Είναι μια έπαλξη για την υπεράσπιση της ελευθερίας κι ένα σύμβολο καταπίεσης και απανθρωπιάς

Την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας οι φυλακές και τα ξερονήσια της χώρας θα γεμίσουν κομμουνιστές – ανάμεσά τους φυσικά και το Γεντί Κουλέ. Στη Γερμανική Κατοχή στις 19 Αυγούστου 1941, εδώ, οι Γερμανοί θα εκτελέσουν τον πατριώτη Γιώργο Πολυχρονάκη, που είναι ο πρώτος Έλληνας που εκτελείται στη Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς. Τον Μάρτιο του 1968 εκτελέστηκαν στο χώρο του Επταπυργίου με τουφεκισμό οι θανατοποινίτες Μιχάλης Σπυριδάκης και Δημήτρης Γιακουμάκης, τελευταία θύματα της θανατικής ποινής στην Ελλάδα.

Το 1946 στεγάστηκε εκεί και το περιβόητο Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο με βάση το «Ιδιώνυμο» εξέδιδε σωρηδόν αποφάσεις για την εκτέλεση μελών του Δημοκρατικού Στρατού και δημοκρατικών πολιτών που χαρακτηρίζονταν ως «αντεθνικώς δρώντες».

Την περίοδο του Εμφυλίου, δημιουργήθηκε επίσης ένα άτυπο νεκροταφείο όπου οι αρχές έριχναν τα πτώματα των εκτελεσθέντων αγωνιστών, χωρίς να φροντίζουν να υπάρχει κάποια αναφορά στα ονόματά τους. Η ασέβεια προς τους νεκρούς ολοκληρώθηκε λίγο μετά την πτώση του Πλαστήρα, όταν η νέα κυβέρνηση ζήτησε από το Γ’ Σώμα Στρατού να στείλει μπουλντόζες για να εξαφανίσουν τα ίχνη τους.

Κολαστήριο ψυχών

Οι συνθήκες εγκλεισμού ήταν πολύ άσχημες και κατά περιόδους υπήρχαν μαρτυρίες για καψώνια και σκληρά βασανιστήρια των δεσμοφυλάκων προς τους κρατούμενους. Χαρακτηριστικά έλεγαν ότι οι φωνές και τα ουρλιαχτά των βασανισμένων ακούγονταν έξω από τα τείχη.

Όσοι φυλακίστηκαν στους υγρούς θαλάμους του, άφησαν την τελευταία τους πνοή από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια και ελάχιστοι κατάφεραν να αποδράσουν. Κάθε όροφος της φυλακής και ένας θάλαμος κρατουμένων, παρόμοιος με αυτούς των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Τα μόνα κελιά της φυλακής ήταν αυτά της απομόνωσης.

Οι άγριοι βασανισμοί των κρατουμένων είχαν μετατραπεί σε καθημερινότητα. Τους έφερναν σε τέτοια απόγνωση, που για να βγουν από κει μέσα καταπίνανε ξένα σώματα, ότι βρίσκανε μπροστά τους, πιρούνια, κουτάλια, λαμπτήρες ηλεκτρικούς, σύρματα, καλώδια, ότι βρίσκανε το καταπίνανε για να μεταχθούν στα χειρουργεία, στα νοσοκομεία. Προτιμούσαν δηλαδή να παίξουνε κορώνα γράμματα τη ζωή τους για να φύγουν από κει μέσα έστω και για 3 – 4 μέρες.

Μέσα στο κολαστήριο για πολλά χρόνια δεν υπήρχε κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στους κρατούμενους και ισοβίτες που είχαν καταδικαστεί εξαιτίας σκληρών εγκλημάτων. Τον Αύγουστο του 1915 τριάντα φυλακισμένοι του Γεντί Κουλέ έστειλαν επιστολή στον τότε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης να μεσολαβήσει, ώστε να χωριστούν από το διαμέρισμα των υπολοίπων φυλακισμένων «οι οποίοι είναι χασισοπόται και μέθυσοι και διαφθείρουν τα ήθη των».

Σκληροί ποινικοί συναθροίζονταν στους ίδιους χώρους (πολλές φορές και στα ίδια κελιά) με κρατούμενους για πολύ πιο ελαφρά αδικήματα και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτό το φαινόμενο αποτελούσε συνειδητή επιλογή των Αρχών και όχι μια απλή παράλειψη.

Φαίνεται ήταν γραμμένο στη μοίρα του «Γεντί Κουλε» να αποτελεί πάντα έναν τόπο μαρτυρίου. Ανεξάρτητα από το ποιος ήταν στα… πράγματα ή το ποιους θεωρούσε εχθρούς δικούς του ή της κοινωνίας, το Επταπύργιο έγινε το «μεγάλο χωνευτήρι«, στο οποίο μπήκαν οι πάντες.

Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν άντεξαν και άφησαν την τελευταία πνοή τους εκεί μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Τα βασανιστήρια ήταν μια απλή, καθημερινή πρακτική. Έτσι κι αλλιώς οι φωνές τους από τα υπόγεια δεν έφταναν μέχρι τα αυτιά των κατοίκων της πόλης. Πέθαιναν μόνοι και αβοήθητοι, δίχως πολλοί από αυτούς να είχαν ποτέ μια δίκαιη δίκη ή την παραμικρή πρόσβαση στα στοιχειώδη για την επιβίωσή τους.

Στο Γεντί Κουλέ φυλακίστηκαν επίσης αμέτρητοι θανατοποινίτες. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που κατάφεραν να αποδράσουν από το κολαστήριο του Επταπυργίου. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ανάμεσά τους ο λήσταρχος Τζατζάς, αλλά και ο γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Ωστόσο, τραγικές φιγούρες ήταν πάντα οι θανατοποινίτες, που περπατούσαν προς τη χαράδρα του θανάτου για να πληρώσουν με τη ζωή τους εγκλήματα που διέπραξαν ή ιδέες που υπηρετούσαν.

Οι πολιτικοί κρατούμενοι συχνά διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες κράτησης και τη συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων. Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, οι φωνές που απαιτούσαν να κλείσει αυτό το κολαστήριο ψυχών πλήθαιναν μέρα με τη μέρα. Ολοένα και περισσότεροι ζητούσαν να σφραγιστεί για πάντα αυτή η «πληγή» και να σταματήσει να λειτουργεί ως φυλακή το Γεντί Κουλέ. Πρωτοστάτης υπήρξε ένας πολιτικός κρατούμενος, ο καθηγητής Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης – ο μετέπειτα υπουργός των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, που έζησε μέχρι να δει το τέλος του Κάστρου.

Παράλληλα κινητοποιήθηκε και η αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, Χρυσούλα Γιαταγάνα, η οποία αποκάλυψε σε ειδική αναφορά προς την Εισαγγελία, ότι οι συνθήκες κράτησης ήταν απαράδεκτες. Σταδιακά οι πολίτες ξεκίνησαν να ασκούν πιέσεις υπέρ της απομάκρυνσης των φυλακών από το Γεντί Κουλέ.

Η Παναγία των κρατουμένων

«Όσο προχωρά η ανάκριση, τόσο η άβυσσος αυτή μοιάζει λιγότερο με σκοτεινή τρύπα και περισσότερο με καλοκουρδισμένη μηχανή, της οποίας τα γρανάζια δεν μαντεύεις εύκολα από πόσο μακριά τηλεκατευθύνονται.»

Το ημερολόγιο δείχνει 6 Ιουνίου 1984 και η εισαγγελική πάρεδρος Χρυσούλα Γιαταγάνα περιγράφει με αυτές τις λέξεις τι αντιμετωπίζει στην τακτική επιθεώρηση που ξεκίνησε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν περίμενε ότι η επιθεώρηση εκείνη θα τάραζε συθέμελα το «σύστημα» που είχε οργανωθεί μέσα στο «Κεντρικόν Σωφρονιστικόν Κατάστημα Επταπυργίου», με επικεφαλής σωφρονιστικούς υπαλλήλους και όργανα κρατουμένους, με καταγγελίες για υψηλή επιτήρηση κυβερνητικών.

«Τη μάνα μου την αποκαλούσαν «Παναγία των Κρατουμένων» οι φυλακισμένοι», λέει η κόρη της Θεοδώρα Γιαταγάνα, λίγες ημέρες μετά τον θάνατο της μητέρας της σε ηλικία 74 χρόνων.

Ο αγώνας προς την δικαίωση 

Όλα ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1984, όταν οι καταγγελίες για διακίνηση ναρκωτικών στο Γεντί Κουλέ πλήθαιναν. Η αποστολή της τακτικής επιθεώρησης ανατίθεται στη Χρυσούλα Γιαταγάνα.

Από την πρώτη ημέρα του ελέγχου, στις 6 Ιουνίου 1984, φαίνεται πως κάτι συμβαίνει. Ο διευθυντής της φυλακής προσπαθεί να την αποτρέψει από το να μπει στους θαλάμους, ενώ τα βιβλία επιθεώρησης είχαν συμπληρωμένη την έκθεση για να την υπογράψει, όπως αναφέρει στο πόρισμά της.

Περισσότερο, όμως, ενόχλησε το «σύστημα» η καταγραφή στοιχείων που έθιγαν τους ίδιους τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους: Το καθεστώς των μεροκάματων, τα προνόμια που απολάμβαναν οι κρατούμενοι, επειδή είχαν συγκεκριμένους δικηγόρους και η εμπλοκή φυλάκων στη διακίνηση ναρκωτικών και στους φρικτούς βασανισμούς. Τα τελευταία περιλαμβάνονται στις 137 καταθέσεις που συγκέντρωσε η εισαγγελέας και περιλήφθηκαν στη δικογραφία.

Όσα περιλαμβάνονται στις καταθέσεις είναι φρικιαστικά: Αίματα στους τοίχους του πειθαρχείου, βιασμοί ανηλίκων μέχρι λιποθυμίας με χορήγηση ηρωίνης, παραμονή στη φυλακή κρατουμένου με ποινή τριών μηνών για έναν χρόνο, για κλοπή που δεν έκανε ποτέ – τον οποίο, μάλιστα, δεν άφηναν ούτε να τηλεφωνήσει στους γονείς του.

Το πόρισμα της Χρυσούλας Γιαταγάνα ακολουθούν ανακρίσεις με τη συγκέντρωση καταθέσεων. Διαπιστώνεται, όμως, ότι από την Εισαγγελία Εφετών επιχειρείται να κλείσει την έρευνά της. Φτάνει στο γραφείο του τότε υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος τη διαβεβαιώνει ότι έχει τη στήριξή του, όμως όταν απευθύνεται στον Γενικό Γραμματέα, ακούει την ίδια προτροπή: «Κλείσε την έρευνα». Καταγγέλλει ότι δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα στο σπίτι της από συγκεκριμένο υπουργό και όταν αντιλαμβάνεται την επιχείρηση – κουκούλωμα, δίνει το πόρισμα στους δημοσιογράφους.

Τίτλοι όπως «Βόρβορος», «Κάτεργο», «Κολαστήριο» γίνονται πρωτοσέλιδοι στον Τύπο της εποχής και δημοσιογράφοι φτάνουν στη Θεσσαλονίκη ενισχύοντας τα ρεπορτάζ των μόνιμων ανταποκριτών.

Το «σύστημα» επιχειρεί να αμυνθεί και να απαξιώσει το πόρισμα Γιαταγάνα, παρουσιάζοντας ότι ήταν προϊόν εκβιασμών στους κρατούμενους. Οι τελευταίοι, ο ένας μετά τον άλλον, με υπεύθυνες δηλώσεις τους ανακαλούν τις καταθέσεις τους.

Δύο χρόνια μετά την έναρξη της έρευνας Γιαταγάνα, τον Απρίλιο του 1986, η Εισαγγελία Θεσσαλονίκης αναθέτει στον τότε αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Κώστα Λογοθέτη να διενεργήσει έρευνα στο Γεντί Κουλέ, με κύριο αντικείμενο τον έλεγχο της ανάκλησης των καταθέσεων των κρατουμένων που κατήγγειλαν τα κυκλώματα και όσα συνέβαιναν στις φυλακές Θεσσαλονίκης, όπως και την επιβεβαίωση ή μη της κατάστασης.

Ο άνθρωπος που άντεξε μέχρι τέλους

Ένας εισαγγελέας, την δεκαετία του ’80, επισκέπτεται τις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη και διαπιστώνει τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης. Τότε, θέτει στόχο ζωής να τις κλείσει, αγνοώντας κάθε προσωπικό και επαγγελματικό κόστος.

Ο εισαγγελέας Λογοθέτης συνέβαλε όσο κανείς για το λουκέτο της φυλακής. Είδε με τα μάτια του τις φρικαλεότητες, τις κακοποιήσεις και τον αγώνα των κρατουμένων για να μπορέσουν να ξεφύγουν, κάνοντας αψυχολόγητες κινήσεις, όπως να καταπιούν κουτάλια, κεραίες αυτοκινήτων, παραμάνες ακόμα και θερμόμετρα. Το αναρρωτήριο και το νοσοκομείο ήταν η καλύτερη λύση ακόμα και αν οι πόνοι ήταν φρικτοί.

Ο Λογοθέτης αποκάλυψε ότι οι έρευνες δεν προχωρούσαν όπως θα έπρεπε, γιατί ένα «μικρό κύκλωμα» μέσα από το υπουργείο Δικαιοσύνης, προσπαθούσε να τις σταματήσει. Σε σημείο που ανέφεραν ότι το το πόρισμα δεν είχε κατατεθεί. Όταν αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα, ξέσπασε μεγάλος σάλος και οι αποκαλύψεις διαδέχονταν η μία την άλλη.

Tον Ιανουάριο του 1987, o Λογοθέτης αμυνόμενος σε όσα του καταμαρτυρούν, καλεί τους δημοσιογράφους του δικαστικού ρεπορτάζ και μοιράζει το πόρισμα και την αρχική αναφορά που έκανε. Γίνεται πρωτοσέλιδο σε πολλές εφημερίδες. «Το εξπρές του Επταπυργίου» γράφει το Έθνος στις 19 Ιανουαρίου 1987, «Γεντί – Κουλέ: Φυλακές κόλαση», αναφέρουν Τα Νέα την ίδια ημέρα και «Όργιο πιέσεων και απειλών αποκαλύπτεται στο πόρισμα Λογοθέτη», τονίζει η Μακεδονία.

Το υπουργείο Δικαιοσύνης αντιδρά με μια ανακοίνωση, στην οποία αναφέρεται ότι το πόρισμα Λογοθέτη είχε διαβιβαστεί στη Βουλή για να περιληφθεί σε απάντηση ερώτησης βουλευτών, ενώ αναφορικά με την ουσία της έρευνας γίνεται λόγος για «δήθεν πιέσεις που ασκήθηκαν σε κρατουμένους της δικαστικής φυλακής Θεσσαλονίκης». Γίνεται φανερό ότι το Υπουργείο απορρίπτει όλα τα ευρήματα Γιαταγάνα και Λογοθέτη και επιχειρεί να τους απαξιώσει.

Το τέλος του Κάστρου

Η επόμενη πράξη διαδραματίζεται στην αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενη τη Χρυσούλα Γιαταγάνα για συκοφαντική δυσφήμιση του πρώην υπουργού Νίκου Αθανασόπουλου – αυτόν κατονόμασε η εισαγγελέας ότι την απειλούσε, για να κλείσει το πόρισμα.

Η δίκη έκλεισε τα πρακτικά της με συμβιβασμό, όμως η Γιαταγάνα, όπως αναφέρει στο βιβλίο της Γεντί Κουλέ – Η Απολογία (εκδ. Μολύβι), δεν συμβιβάστηκε ποτέ, ούτε ανακάλεσε. Η κατάθεση του Κώστα Λογοθέτη στη δίκη εκείνη, οδήγησε στην επαγγελματική του εξόντωση. Τον παρέπεμψαν σε επτά πειθαρχικά συμβούλια, τα οποία εξέτασαν δύο φορές τις υποθέσεις του.

Ο εισαγγελέας τελικά παραιτήθηκε, όταν παρά την απαλλαγή του απ’ όλα τα αδικήματα και την επιβεβαίωση όσων βρήκε με το κλείσιμο της φυλακής, τον παρέλειψαν στις προαγωγές του εισαγγελικού κλάδου.

Κανείς απ’ όσους κατηγορήθηκαν δεν τιμωρήθηκε. Η Γιαταγάνα σύρθηκε κατηγορούμενη για συκοφαντική δυσφήμιση, διώχθηκε πειθαρχικά και τελικά αποχώρησε από το εισαγγελικό σώμα για οικογενειακούς λόγους, ενώ ο Λογοθέτης αντιμετώπισε σωρεία διώξεων από τις οποίες απαλλάχθηκε, όμως το «σύστημα» τον είχε αναγκάσει ήδη να παραιτηθεί.

Το Γεντί Κουλέ, ύστερα από τον θόρυβο που δημιουργήθηκε, έκλεισε τελικά τον Ιούνιο του 1989, όταν τελικά το ελληνικό κράτος πήρε την απόφαση να μεταφέρει το «σωφρονιστικό ίδρυμα» στα Διαβατά, ανάβοντας παράλληλα το «πράσινο φως» αλλαγής της χρήσης του και μετατροπής του σε μουσείο. Έτσι, έκλεισε ο κύκλος του. Ένας κύκλος αιματοβαμμένος και ντροπιαστικός για κάθε πολιτεία και κάθε κοινωνία που θέλει να αποκαλείται σύγχρονη.

Ένα μνημείο σήμα κατατεθέν της πόλης & οι μνήμες που πληγώνουν

Καμία βόλτα στην ιστορική Άνω Πόλη δε θα μπορούσε να θεωρηθεί ολοκληρωμένη, χωρίς μια στάση στο Γεντί Κουλέ. Περιπλανηθείτε στους χώρους της φυλακής τόσων ψυχών, περπατήστε στο προαύλιο όπου προαυλίζονταν οι φυλακισμένοι, βρεθείτε στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου και στο φυλάκιο όπου οι φύλακες – σκοποί επόπτευαν τον χώρο του προαυλισμού.

Επίσης, επισκεφθείτε τους αποπνικτικούς χώρους απομόνωσης των φυλακισμένων και τους χώρους κράτησης των καταδίκων, που σήμερα έχουν μετατραπεί σε μουσείο, με εκθέματα όπως προσωπικά αντικείμενα, έγγραφα, χρηστικά αντικείμενα των καταδίκων, βιβλία κ.α. 

Η σημερινή του διαμόρφωση του Γεντί Κουλέ περιλαμβάνει το Βυζαντινό φρούριο με τους πύργους του, καθώς και τα νεότερα κτίρια που δημιουργήθηκαν ως προσθήκες – κυρίως κατά την περίοδο της χρησιμοποίησης του ως φυλακές. Η λειτουργία τους ξεκίνησε το 1890, ενώ η κατασκευή τους προκάλεσε σημαντικές αλλοιώσεις στην αρχιτεκτονική του μνημείου.

Τα τελευταία χρόνια ο χώρος αναστηλώθηκε, αποδόθηκε στο κοινό και χρησιμοποιείται ως μνημειακός – εκθεσειακός χώρος ή φυσικό σκηνικό για παραστάσεις και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Παρακολουθήστε τις εκθέσεις που φιλοξενούνται στον χώρο και θαυμάστε από τα τείχη του την υπέροχη θέα της Θεσσαλονίκης που απλώνεται μπροστά σας.

Το μνημείο επιβαρυμένο αρκετά από τις σχεδόν πρόσφατες μνήμες των φυλακών – τις οποίες η νέα χρήση του όχι μόνο δεν απάλειψε, αλλά φρόντισε να διαφυλάξει και να προβάλλει στην έκθεση «Δημοκρατία» που λειτουργεί στο ισόγειο ενός από τα νεότερα κτίρια του συγκροτήματος – είναι ανοικτό στο κοινό της πόλης και επισκέψιμο καθημερινά, ενώ ενίοτε χώροι του (ανοιχτοί και κλειστοί) διατίθενται για πολιτιστικές εκδηλώσεις υπό την αιγίδα της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Τα τραγούδια γίνονται οι αθάνατες φωνές των βασανισμένων

Για δεκαετίες όλα όσα συνέβαιναν εκεί μέσα, μεταφέρονταν μόνο από στόμα σε στόμα. Και κυρίαρχο ρόλο, προκειμένου να διατηρηθεί αυτή η συλλογική ιστορική μνήμη, έπαιξε το ρεμπέτικο. Δεκάδες τραγούδια γράφτηκαν με κεντρικό θέμα την φρίκη και τον πόνο που έζησαν τόσοι και τόσοι.

Οι φυλακές  του Επταπυργίου, Γεντί Κουλέ όπως έχουν περάσει  στη μνήμη του λαού μας, είναι ένας τόπος που έχουν χυθεί ποταμοί αίματος και δακρύων. Γι’ αυτό  είναι ίσως και οι πιο πολυτραγουδισμένες φυλακές της χώρας μας. Καμιά άλλη φυλακή δεν τραγουδήθηκε τόσο.

Το Γεντί Κουλέ χιλιοτραγουδήθηκε ως σύμβολο μίσους ή καταπίεσης. Ο Μάρκος Βαμβακάρης θα γράψει το 1936 το «Αντιλαλούνε οι φυλακές», o Γιώργος Μητσάκης «Τα κάστρα του Γεντί Κουλέ» που πρωτοτραγουδήθηκε  το 1960, κ.α.

Χρονικά, είμαστε μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κατά τη διάρκεια της λευκής τρομοκρατίας. Τότε που οι αριστεροί κυνηγούνταν, βασανίζονταν και φυλακίζονταν. Ο Απόστολος Καλδάρας όταν σπούδαζε στη Γεωπονική Σχολή της Θεσσαλονίκης είδε φιγούρες φυλακισμένων να προχωρούν μέσα στη νύχτα στο Γεντί Κουλέ, μία από τις πιο σκληρές φυλακές της χώρας, εκείνη την εποχή.

Σε αυτές τις φυλακές οι Γερμανοί εκτέλεσαν πολλούς πατριώτες και αργότερα, εκτός από τους ποινικούς κρατούνταν και πολιτικοί κρατούμενοι, ως επί το πλείστον αριστεροί, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ο Απόστολος Καλδάρας επηρεασμένος από αυτό το γεγονός, στα τέλη του 1945 έγραψε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι«, το οποίο όμως λογοκρίθηκε και αναγκάστηκε να αλλάξει τους στίχους, τραγουδήθηκε για πρώτη φορά το 1947.

Το μαρτύριο όσων φυλακίζονταν στο Γεντί Κουλέ αποτυπώνεται και στο ρεμπέτικο τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου «Πέντε χρόνια δικασμένος”», το οποίο ηχογραφήθηκε το 1934. Στους στίχους αναφέρονται οι δυσκολίες ενός φυλακισμένου του Γεντί Κουλέ: «Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ, από το πολύ σικλέτι το’ ριξα στο ναργιλέ».

Μοίρασε το άρθρο!