Χίλιες φορές να ζούμε χωρισμένοι και μαλωμένοι, με θυμό ο ένας για τον άλλον, παρά να ζούμε αυτές τις συμφορές αγκαλιασμένοι

Η τραγωδία ψάχνει στο λεξικό της απόγνωσης να βρει τις λέξεις να συντάξει τον ασύντακτο πόνο. Μια φωτιά που άρπαξε τις ζωές μέσα από τα σπίτια. Έπνιξε στους καπνούς της βιαστικά ανθρώπους που δεν πρόλαβαν ν’ ανοίξουν την πόρτα του σπιτιού τους, να τρέξουν στο αύριο. Τους άφησε στο χθες. Ο εφιάλτης έτρεχε πάνω από τις στέγες, πετιόταν από δέντρο σε δέντρο, από κλαδί σε κλαδί, από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έκαιγε πόρτες και παράθυρα, έκανε στάχτη όνειρα και χαρές, έκανε στεναχώριες να μοιάζουν μικρές.

Σκηνές μια ανείπωτης τραγωδίας που δεν θα βρίσκει για χρόνια τις λέξεις. Πεσμένα στη θάλασσα τα σώματα, χέρια που παλέψαν να κρατηθούν στην άκρη ενός κουπιού, ζωές που ακούμπησαν στο πλάι μιας βάρκας και ένας καπνός μανιασμένος να κυνηγάει να πνίξει όσους η φωτιά δεν πρόλαβε να κάψει.

Όλοι νοιώθουμε ότι όλο αυτό δεν το έφερε ξαφνικά από μόνος του ο αέρας. Γιατί κάθε φορά που φυσάει έτσι δυνατά δεν καίγονται πόλεις, χωριά και άνθρωποι. Εδώ το σχέδιο είναι να καούν άνθρωποι. Να θρηνήσουμε. Ποιος είναι αυτός που ζητάει τον θρήνο των συνανθρώπων μας; Ανήμπορη η χώρα, ανήμπορο το κράτος, ανήμπορα τα Μέσα, ανήμποροι παρακολουθούμε την οργή της φύσης ή άραγε το μίσος ανθρώπων γι’ ανθρώπους; Τι σημασία έχει; Όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, όταν οι άνθρωποι καίγονται, όταν τα σπίτια γίνονται στάχτες μάταιο τα λόγια να ψάχνουν να βρουν το δίκιο. Το δίκιο το αρπάζει ο θυμός, έτσι όπως αρπάζουμε το μικρό παιδί να το σώσουμε και αρχίζει να τρέχει μέσα στις μαυρισμένες μας ψυχές. Όλοι νοιώθουμε ότι δεν υπάρχει τυχαιότητα σ’ αυτό το αδιανόητο ολοκαύτωμα ή τουλάχιστον δεν υπάρχει μόνο τυχαιότητα. Ο καθένας κάνει τις δικές του υποθέσεις και λογισμούς. Ευθύνες ας τις ρίξει ο καθένας όπου θέλει. Αυτή την ώρα να πιάσουμε ο ένας τον άλλον, ν’ αγκαλιαστούμε και να κλάψουμε.

Φαίνεται πως ο Θεός στην Ελλάδα μάς δίνει συμφορές για να μας βλέπει μαζί. Ενωμένους. Αλλιώς θα μας βλέπει πάντα χωρισμένους. Τώρα λοιπόν που ο Θεός μας βλέπει, ας αγκαλιαστούμε, ας τρέξουμε κι ας νοιαστούμε. Ο ένας για τον άλλον. Το κράτος είμαστε εμείς, ο λαός είμαστε εμείς, οι ψυχές είμαστε εμείς. Και, ναι, θα παρακαλέσω για κάτι που στη λογική μοιάζει αλλόκοτο. Χίλιες φορές να ζούμε χωρισμένοι και μαλωμένοι, με θυμό ο ένας για τον άλλον, παρά να ζούμε αυτές τις συμφορές αγκαλιασμένοι.

ΛΑΚΗΣ ΛΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

Μοίρασε το άρθρο!