Τι δεν «πέτυχε» ο Ερντογάν στην Αθήνα– Του καθηγητή και διευθυντή ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνου Φίλη

Οι εκτιμήσεις ότι ο Ερντογάν από την Ελλάδα θα έριχνε γέφυρες στην Ευρώπη διαψεύστηκε με τον πιο ηχηρό τρόπο. Ποια ήταν τελικά η στόχευση του Τούρκου Προέδρου, από το μόλις δεύτερο ταξίδι του σε ευρωπαϊκό έδαφος, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο; Βγήκε χαμένος ή κερδισμένος από αυτή την επίσκεψη; Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα για την ελληνική πλευρά; Ο καθηγητής και διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Φίλης, απαντά στις ερωτήσεις.

Πριν ο Ερντογάν φτάσει στην Ελλάδα, το ταξίδι του εκτιμήθηκε ότι θα αξιοποιηθεί από τον ίδιο για να ρίξει γέφυρες με την Ευρώπη, καθώς οι σχέσεις της χώρας του με την ΕΕ έχουν πληγεί τον τελευταίο καιρό. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Γιατί έγινε αυτή η επίσκεψη από τουρκικής πλευράς κατά τη γνώμη σας; 

Τελικά τι μήνυμα έστειλε ο Τούρκος Πρόεδρος και ποιοι ήταν οι αποδέκτες; 

Για μια χώρα, η οποία βρίσκεται στο περιθώριο ή τελοσπάντων βρίσκεται σε μια απομόνωση διπλωματική από την Ευρώπη – για μια σειρά από λόγους – το να εμφανίζεται ο πρόεδρός της σε ευρωπαϊκή επικράτεια και να αναλώνεται στην αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης και τον ρόλο της μειονότητας στη Θράκη, την οποία χαρακτηρίζει τουρκική, δείχνει μια χώρα η οποία βρίσκεται ακόμη πιο μακριά σε σχέση με την ΕΕ. Δείχνει μια χώρα, η οποία δεν λειτουργεί με υπεύθυνο και αξιόπιστο τρόπο, ούτε προτίθεται να διορθώσει κάποιες από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί μιλώντας ο Ερντογάν για την τουρκική – δήθεν μειονότητα της Θράκης – στην πραγματικότητα υπενθυμίζει στους Ευρωπαίους το παιχνίδι που έχει επιχειρήσει κατά κόρον να κάνει το τελευταίο χρονικό διάστημα και θα εξακολουθήσει, πιθανόν να κάνει, με τις τουρκικές κοινότητες ανά την Ευρώπη. Ή μάλλον για να το πω καλύτερα, με τις μουσουλμανικές κοινότητες ανά την Ευρώπη. Μιλώντας για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, επικαιροποίηση, εκσυγχρονισμό, γιατί και ο ίδιος δεν ξέρει ακριβώς τι να πει, υπογραμμίζει στην Ευρώπη ότι είναι ένας παίκτης, ο οποίος καθίσταται ολοένα και πιο απρόβλεπτος κι ένας παίκτης, ο οποίος δεν σέβεται απαραίτητα τις διεθνείς νόρμες, όπως τις έχουμε γνωρίσει.

Γιατί πιστεύετε ότι επέλεξε να θέσει ζήτημα για τη Λωζάνη από τη στιγμή που φαντάζομαι ότι γνώριζε ποια θα είναι η απάντηση από Ελλάδα, ΕΕ ακόμη και ΗΠΑ. Αφορά το εσωτερικό του ακροατήριο; 

Είναι πολιτικό μήνυμα. Είναι σαφές. Δηλαδή, «εφόσον δεν ικανοποιηθώ ή πολύ περισσότερο ζημιωθεί η χώρα μου στη Μέση Ανατολή κι αν μερικοί από τους δυτικούς μου συμμάχους εξακολουθούν να στηρίζουν οντότητες ή οργανώσεις που εγώ θεωρώ εχθρικές προς τη χώρα μου – βλέπε δίκτυο Γκιουλέν, PKK, Κούρδοι της Συρίας – μπορώ να τα κάνω όλα Κούγκι. Αφήνω όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά ως προς το τι είμαι σε θέσει να κάνω». Το μήνυμά του σε σχέση με τη Συνθήκη της Λωζάνης είναι πολιτικό και ταυτόχρονα απευθύνεται και σε ένα εγχώριο ακροατήριο, το οποίο έχει εκπαιδεύσει στην υπερβολή και το οποίο αναμένει από τον Ερντογάν να του τονώνει το ηθικό, να ανατάσσει το αίσθημα του μέσου Τούρκου, δείχνοντας ότι η χώρα του είναι μια πολύ ισχυρή δύναμη. Και βέβαια, μιλώντας για τη Συνθήκη της Λωζάνης, παίζει πολύ έντονα και το χαρτί του θρησκευτικού στοιχείου, προσδιορίζοντας επί της ουσίας την Τουρκία ως το σημείο αναφοράς για το μουσουλμανικό κόσμο.

Ο διεθνής Τύπος εκτιμά ότι ο Ερντογάν βγήκε χαμένος από αυτή την επίσκεψη. Η δική σας άποψη; Και επίσης ποιο πιστεύετε ότι ήταν το αποτέλεσμα για την ελληνική πλευρά;

Ως προς την Ευρώπη – το είπα και πριν – είναι χαμένος. Δεν αξιοποίησε την ευκαιρία και με τα δυο θέματα, τα οποία πρόταξε – τη Συνθήκη της Λωζάνης και τις μουσουλμανικές μειονότητες – στην πραγματικότητα υπενθύμισε στους Ευρωπαίους ότι είναι ένας απροσδιόριστος, απρόβλεπτος παίκτης. Σε σχέση με το εσωτερικό του, βέβαια, ακροατήριο, εννοείται ότι, εφόσον τα μίντια είναι απολύτως ελεγχόμενα – η μεγάλη πλειοψηφία αυτών – οτιδήποτε και να κάνει ή πει, η εικόνα στο εσωτερικό είναι πάντα θετική για τον ίδιο. Σε σχέση με αυτούς που παρακολουθούν τα ζητήματα και με αυτούς που έχει προσεταιριστεί και θέλει να τους διατηρήσει ως συμμάχους του – βλέπε εθνικιστές – επίσης ήταν μια πετυχημένη επίσκεψη ενός ανθρώπου, ο οποίος πήγε και «τα είπε» μέσα σε ελληνικό έδαφος στους Έλληνες κι ενός ανθρώπου, που επισκέφτηκε τη Θράκη κι έγινε αποδεκτός ως ο προστάτης ενός μέρους της μουσουλμανικής μειονότητας.

Ως προς την Ελλάδα. Η Ελλάδα από αυτή την επίσκεψη δεν φαίνεται να κέρδισε κάτι σε σχέση με το να δημιουργηθούν οι συνθήκες βελτίωσης του κλίματος με την Τουρκία. Δεν φαίνεται να έφερε την Τουρκία πιο κοντά στην Ευρώπη – αλλά αυτό είναι που λέμε «It takes two to tango» (χρειάζονται δυο για να χορέψεις ταγκό). Από την άλλη κατ’ εμέ, εγκλωβίστηκε δημόσια στη συζήτηση για τη Συνθήκη της Λωζάνης και τη μειονότητα που είναι ζητήματα τουρκικής κι όχι ελληνικής ατζέντας. Όμως, η ελληνική πλευρά, ιδίως μέσω του πρωθυπουργού – και του Προέδρου της Δημοκρατίας αλλά αυτό έγινε με έναν μη ορθό τρόπο, κατ’ εμέ, από πλευράς όμως πρωθυπουργού έγινε με τον ορθό τρόπο – έθεσε όλα τα ζητήματα, έδωσε απάντηση σε όλα τα θέματα, τα οποία είχε ανοίξει ο Ερντογάν. Και θα έλεγα ότι μάλλον κέρδισε τις εντυπώσεις ο πρωθυπουργός σε σχέση με τον Ερντογάν στην κοινή Συνέντευξη Τύπου, γιατί του είπε θέσεις ελληνικές, στις οποίες ο Ερντογάν είτε δεν αντέδρασε, είτε αντέδρασε με υποτονικό τρόπο, πράγμα το οποίο σε επίπεδο εικόνας και εντυπώσεων δίνει πόντους στον Έλληνα πρωθυπουργό.

Στο επί της ουσίας. Αυτή η επίσκεψη, αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το λεγόμενο «νέο κεφάλαιο», έδωσε κάτι; 

Μπορώ εγώ κι οποιοσδήποτε συνάδελφος να κρίνουμε την επίσκεψη με βάση αυτά που είδαμε δημόσια. Δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε την επίσκεψη με βάση το τι διημείφθη, μεταξύ των δυο ηγετών. Δεν μπορούμε να κρίνουμε τα αποτελέσματα της επίσκεψης – τι, επί παραδείγματι, σημαίνει η αναβίωση των διερευνητικών επαφών μετά από μία περίοδο παγώματος. Δεν μπορούμε να ξέρουμε σε τελική ανάλυση που θα μας οδηγήσει. Άρα η πραγματική ουσία και το περιεχόμενο που κρύβεται στην κατ’ ιδίαν συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν και τις συμφωνίες, οι οποίες προέκυψαν και αυτά τα οποία αποφασίστηκαν για το μέλλον, θα κριθεί συν τω χρόνω. Δεν μπορεί να κριθεί σήμερα.

Της Αγγελικής Δημοπούλου

πηγή Tvxs

Μοίρασε το άρθρο!