ΠΑΜΕ ΣΙΝΕΜΑ: «Roar Uthaug: “Tomb Raider: Lara Croft”»

Αν και έχουν περάσει 22 χρόνια από τότε που εμφανίστηκε το πρώτο βιντεοπαιχνίδι της σειράς «Tomb Raider», η πρωταγωνίστριά του, η ατρόμητη αρχαιολόγος Λάρα Κροφτ, εξακολουθεί να έχει την ίδια δυναμική, ενώ από το 2000 και μετά, η φήμη της επεκτάθηκε και στον χώρο του κινηματογράφου, αλλά και της λογοτεχνίας. Από το 1996 έχουν κυκλοφορήσει 11 κύρια βιντεοπαιχνίδια (χωρίς να υπολογίζονται κάποιες συμπληρωματικές κυκλοφορίες και ειδικές εκδόσεις), με το δωδέκατο να αναμένεται τον Σεπτέμβριο του 2018, πέντε μυθιστορήματα και δύο ταινίες, το Lara Croft: Tomb Raider (2001) του Σάιμον Ουέστ και το Lara Croft Tomb Raider: Το Λίκνο της Ζωής(2003) του Γιαν ντε Μποντ, και οι δύο με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα Τζολί.

Με κυρίαρχα τα στοιχεία της δράσης και της περιπέτειας, συνδυασμένα με γοητευτικές ιστορίες οι οποίες βασίζονται σε πηγές υπαρκτές και μυθολογικές, με σκηνικά δράσης αρχαιολογικούς, ιστορικούς αλλά και σύγχρονους χώρους οι οποίοι απεικονίζονται με απόλυτη πιστότητα (η χαμένη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ο ναός του Άνγκορ Βατ στο Βιετνάμ, το υπόγειο σιδηροδρομικό δίκτυο του Λονδίνου), έμφαση σε ευρήματα με ανυπολόγιστη αξία (το πηνίο του Νίκολα Τέσλα, το Ημερολόγιο των Μάγιας, το ξίφος του βασιλιά Αρθούρου) και, κυρίως, με μια ηρωίδα συναρπαστική και δημοφιλή, η οποία στις τελευταίες ιστορίες έδειξε την πιο ανθρώπινη και ευαίσθητη πλευρά της, τα παιχνίδια της σειράς «Tomb Raider» αποτελούν μια εξαιρετική πρώτη ύλη για κινηματογραφική μεταφορά. Το φετινό Tomb Raider: Lara Croft του Νορβηγού Ρορ Ουθάγκ (Το κύμα) με πρωταγωνίστρια την Σουηδή Αλίσια Βικάντερ (Το κορίτσι από τη Δανία, Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς) αποτελεί την τρίτη συνάντηση της ψηφιακής ηρωίδας με τη μεγάλη οθόνη. Βασισμένη κατά κύριο λόγο στο ομώνυμο βιντεοπαιχνίδι του 2013, και παίρνοντας ορισμένα στοιχεία και από το τελευταίο ως τώρα της σειράς, το Rise of the Tomb Raider του 2015, η ταινία του Ουθάγκ μας συστήνει ουσιαστικά από την αρχή τη Λάρα Κροφτ, τοποθετώντας την στις απαρχές του μύθου της.

Η ανανεωμένη Λάρα Κροφτ ζει στο Λονδίνο και εργάζεται ως κούριερ για να βγάζει τα προς το ζην, ενώ η αρχαιολογία δεν είναι ακόμα στα σχέδιά της. Η Λάρα είναι κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, την οποία ωστόσο δεν μπορεί να πάρει ακόμα στα χέρια της καθώς αρνείται να υπογράψει τα χαρτιά που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν ότι ο πατέρας της είναι νεκρός. Ο Ρίτσαρντ Κροφτ ήταν αρχαιολόγος και κατά την τελευταία του αποστολή σε ένα μυστηριώδες νησί στην Ιαπωνία χάθηκαν ξαφνικά τα ίχνη του, με αποτέλεσμα, εφτά χρόνια αργότερα, να θεωρείται επίσημα νεκρός. Με αφορμή ένα ατυχές περιστατικό, και με την παρότρυνση της Άννα Μίλερ, συνεταίρου του πατέρα της, η Λάρα αναγκάζεται να προχωρήσει σ’ αυτό που απέφευγε τόσον καιρό ελπίζοντας στην επιστροφή του, ωστόσο ενώ είναι έτοιμη να βάλει την υπογραφή της, κάνει μια πολύ σημαντική ανακάλυψη που αφορά την αποστολή του Ρίτσαρντ Κροφτ στην Ιαπωνία. Λύνοντας έναν γρίφο και, στη συνέχεια, ακολουθώντας τις σημειώσεις του πατέρα της, φτάνει στο Χονγκ Κονγκ όπου, με τη βοήθεια του καπετάνιου Λου Ρεν, αρχίζει την αναζήτηση του μυστηριώδους νησιού στα ανοιχτά της Ιαπωνίας. Μια άγρια θαλασσοταραχή την οδηγεί κατευθείαν στον προορισμό της, όπου θα έρθει αντιμέτωπη με μια συνταρακτική αποκάλυψη και μια σειρά καθηλωτικών εξελίξεων που θα την κάνουν να συνειδητοποιήσει τη δύναμη της ψυχής, του μυαλού και της θέλησής της αλλά και τη δική της προσωπική αξία.

Αν και κατά βάση πρόκειται για μια περιπέτεια με έντονη δράση, το Tomb Raider: Lara Croft είναι παράλληλα ένα ταξίδι συναισθηματικής ενηλικίωσης της ηρωίδας του μέσα από μια αλληλουχία γεγονότων που την ωριμάζουν απότομα, αλλά και της δίνουν σημαντικά μαθήματα ζωής, ενώ και οι άλλοι χαρακτήρες, δευτερεύοντες αλλά εξόχως σημαντικοί, αναπτύσσονται παράλληλα με την πρωταγωνίστρια τόσο όσο χρειάζεται ώστε να έχουν βαρύτητα και εκτόπισμα στον άξονα της δράσης τους. Η Λάρα είναι από την αρχή υπεύθυνη και συνειδητοποιημένη, ωστόσο μέσα από αυτή την περιπέτεια ανακαλύπτει τον εαυτό της και το ψυχικό της σθένος. Ελέγχει τις αποφάσεις της και σκέφτεται λογικά και ψύχραιμα ακόμα και μέσα στο χάος. Νιώθει απέχθεια για τον Ματίας Βόγκελ, τον κακό της ιστορίας, αλλά στην τελική μάχη ανάμεσά τους τον αντιμετωπίζει με ανωτερότητα με αποτέλεσμα και εκείνος να τη βλέπει απέναντί του σαν ίση.

Η Αλίσια Βικάντερ, αν και είχε αντιμετωπιστεί με δυσπιστία όταν ανακοινώθηκε η επιλογή της, είναι μια εξαιρετική Λάρα Κροφτ και πάρα πολύ κοντά στην εικόνα της ηρωίδας: είναι όμορφη, με ευγενική φυσιογνωμία, εκφραστική και πολύ γήινη. Αποδίδει τη Λάρα Κροφτ με εσωτερικότητα και έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τον θεατή, μεταδίδοντάς του κάθε φορά τα συναισθήματά της. Νιώθεις το ίδιο έντονα το δέος της μπροστά στη συνειδητοποίησή της ότι μόλις σκότωσε έναν άνθρωπο – έστω κι αν ήταν ένας αιμοσταγής μισθοφόρος που παραλίγο να γίνει ο δικός της δολοφόνος– αλλά και την απίστευτη αποφασιστικότητα που της δίνει η οργή της απέναντι στον Βόγκελ, ο οποίος έγινε η αιτία να χάσει για δεύτερη φορά κάτι ανεκτίμητο. Ο Βόγκελ, πάλι, τον οποίο ερμηνεύει πολύ πειστικά ο Ουόλτον Γκόγκινς (Django ο Τιμωρός), εμφανίζεται εντελώς αλλοτριωμένος από το περιβάλλον, τις συνθήκες στο νησί αλλά και την εμμονή του για την ολοκλήρωση της αποστολής του εκεί, σε βαθμό που να έχει χάσει τον εαυτό του και να μην μπορεί να δει τίποτα καθαρά. Αντίθετα ο Λου Ρεν (Ντάνιελ Γου, πιο γνωστός από την ταινία Ο άνθρωπος με τις σιδερένιες γροθιές), τον οποίο η Λάρα βρίσκει μεθυσμένο και σε άθλια κατάσταση πριν το κοινό τους ταξίδι, γίνεται κύριος του εαυτού του και κλείνει κι αυτός δικούς του παλιούς λογαριασμούς. Ο Ρίτσαρντ Κροφτ (θαυμάσιος ο Ντόμινικ Ουέστ από τη σειρά «The Affair») έχει μια πολύ καίρια παρουσία που δρα καταλυτικά σε περισσότερα από ένα επίπεδα, ενώ ουσιαστικά αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, τουλάχιστον όσον αφορά τη Λάρα. Στον μικρό αλλά ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο της αινιγματικής Άννα Μίλερ εμφανίζεται η Κριστίν Σκοτ Τόμας (Ο Άγγλος ασθενής), ενώ κάνει ένα πέρασμα και ο βετεράνος Ντέρεκ Τζάκομπι (Εγώ ο Κλαύδιος, Νεκροί ξανά).

Οι σκηνές δράσεις είναι καλοκουρδισμένες και αληθοφανείς, με δυνατά εφέ και συνεκτικό, επιβλητικό ρυθμό. Η μουσική υπόκρουση από τον Ολλανδό Τομ Χόλκενμποργκ (Mad Max: Ο δρόμος της οργής) είναι σε αρμονικές δόσεις επική και συνοδευτική. Πολύ φροντισμένη και η φωτογραφία του Τζορτζ Ρίτσμοντ (Kingsman: Η μυστική υπηρεσία), προσδίδει ατμόσφαιρα στις εξωτερικές σκηνές και υποβλητικότητα στους κλειστούς χώρους στο νησί, όπου κυριαρχούν το μυστήριο και η αγωνία. Ο Ουθάγκ, όντας και ο ίδιος λάτρης των παιχνιδιών της σειράς, έχει εντάξει στην ταινία του λεπτομέρειες, αναφορές αλλά και ολόκληρες σκηνές που θα φανούν ιδιαίτερα οικείες σε όσους τα ξέρουν. Ωστόσο η ταινία είναι με τέτοιον τρόπο στημένη και χορογραφημένη ώστε να είναι το ίδιο απολαυστική και για όσους από εμάς έχουμε αγαπήσει τη Λάρα Κροφτ μέσα από τα βιντεοπαιχνίδια, αλλά και για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι μαζί της. Το τελευταίο πλάνο είναι ουσιαστικά ένα δώρο στους φίλους των βιντεοπαιχνιδιών της σειράς, στους οποίους κλείνει το μάτι με μια έξυπνη και συγκινητική αναφορά σε ένα σήμα κατατεθέν της ηρωίδας.

Η ταινία παίζεται στους κινηματογράφους από τις 15 Μαρτίου.

Η Βερίνα Χωρεάνθη είναι κριτικός, μεταφράστρια και αρθρογράφος.

Μοίρασε το άρθρο!