«Πέθαιναν με πέτρες στο στόμα»

Στα 84 χρόνια του σήμερα, ο Σόσο Καβαμότο, είναι ένα από τα λίγα εν ζωή «χιμπακούσα» – η ιαπωνική λέξη για τους επιζώντες από την ρίψη των ατομικών βομβών στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι – ορφανά, που ακόμα διηγείται την ιστορία του.

Η ατομική βόμβα που έριξαν οι Αμερικανοί στην Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου του 1945, άφησε ορφανά περίπου 2.000 παιδιά, τα περισσότερα από την κεντρική Χιροσίμα, τα οποία επέζησαν διότι τα μετέφεραν εγκαίρως μακριά από την πόλη. Όταν τα παιδιά επέστρεψαν στην Χιροσίμα μετά την παράδοση της Ιαπωνίας στις 15 Αυγούστου, οι γονείς τους είχαν χαθεί και η πόλη είχε ισοπεδωθεί.

Πάνω από το 90% των κατοίκων της κεντρικής Χιροσίμα είχε εξοντωθεί. Σχεδόν το σύνολο των οικογενειών των παιδιών που είχαν μεταφερθεί εκτός πόλης, ήταν νεκροί. Μόνο τα παιδιά από 6 έως 11 ετών και οι άνθρωποι με διάφορες αναπηρίες είχαν εκκενωθεί. Τα ορφανά άρχισαν να πεθαίνουν μέσα στους πρώτους μήνες μετά την επιστροφή τους. Παρά τις προσπάθειες των γυναικών που τα είχαν αναλάβει, τα τρόφιμα που διανέμονταν δεν επαρκούσαν.

Σήμερα, την επιμέλεια των ιστοριών των επιζώντων, μεταξύ αυτών και των ορφανών, έχει το Μουσείο Ειρήνης και Μνήμης της Χιροσίμα. Ο Καβαμότο, όπως και άλλοι επιζώντες, διηγείται την ιστορία του σε ομάδες που συγκεντρώνονται στο μουσείο. Συνήθως ξεκινούν με την φράση «αυτή είναι η χιμπακούσα ιστορία μου» για να ξετυλίξουν το τραγικό κουβάρι όσων συνέβησαν στις 6 Αυγούστου, γνωστή στη Χιροσίμα ως «εκείνη η μέρα» ή «Άνο Χι». Ο Καβαμότο ξεκίνησε να διηγείται την ιστορία του αφού βγήκε στην σύνταξη και επέστρεψε στην Χιροσίμα, από την οποία έλειπε επί 30 χρόνια, μην μπορώντας να αντέξει τις αιματοβαμμένες αναμνήσεις.

Τα παιδιά της Βόμβας

Γεννημένος τον Μάρτιο του 1934, ο Καβαμότο μεγάλωσε σε μια περιοχή της Χιροσίμα, το Κακομάτσι. Είχε δύο αδερφές και τρεις αδερφούς, εκ των οποίων, ο μεγαλύτερος είχε επιστρατευτεί για τον αποικιακό πόλεμο της Ιαπωνίας στην Μαντζουρία. Η μητέρα του είχε σχέση με την οικογένεια των Ασάνο, κάποτε ισχυρούς σαμουράι άρχοντες της Χιροσίμα, ενώ ο πατέρας του ήταν υαλουργός.

Ο Καβαμότο μεταφέρθηκε στο Μιγιόσι, ένα γειτονικό της Χιροσίμα διοικητικό κέντρο, μαζί με άλλα παιδιά από το σχολείο του και κοιμόταν σε έναν ναό με υπεύθυνο έναν Βουδιστή μοναχό. Στις 6 Αυγούστου του 1945 δούλευε στα χωράφια, όταν είδε ένα λευκό σύννεφο να ανεβαίνει στον ουρανό πάνω από την Χιροσίμα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τους πει τι συνέβαινε στην πόλη.

Ήταν τυχερός. Όπως και η 16χρονη αδερφή του, η Τόκι. Εκείνη δούλευε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Χιροσίμα όταν έπεσε η βόμβα και σώθηκε χάρη στους χοντρούς τοίχους του κτιρίου. Την επόμενη μέρα έτρεξε στο Μιγιόσι για να βρει τον αδερφό της και να τον φέρει πίσω. Δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν κανένα άλλο μέλος της οικογένειάς τους και βρήκαν καταφύγιο στα ερείπια του σταθμού.

Εκεί ο Καβαμότο θα ζούσε την κόλαση που ακολούθησε τον εφιάλτη της βόμβας. Οι επιζήσαντες προσπαθούσαν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο και στις περισσότερες περιπτώσεις αυτός ο τρόπος παρέπεμπε σε ζούγκλα. Μια υποτυπώδης προσπάθεια μερικών γυναικών να στήσουν πάγκους γύρω από τα ερείπια του σταθμού για να ταΐζουν τα ορφανά κατέληξε σε έναν αγώνα επικράτησης του ισχυρότερου. Τα μεγαλύτερα και δυνατότερα παιδιά άρπαζαν τις μερίδες των μικρότερων και αδύναμων, τα οποία έξυναν τα σκεύη για να ξεγελάσουν την πείνα τους με τα καμένα κομμάτια. Προς τα τέλη του 1945, ο Καβαμότο είδε πολλά παιδιά να πεθαίνουν από την ασιτία. Θυμάται πως ήταν ήταν τόσο πεινασμένα που πέθαιναν με πέτρες στο στόμα τους.

Τον Φεβρουάριο του 1946 πέθανε και η Τόκι από μη διαγνωσμένη νόσο, πιθανώς λευχαιμία. Ο Καβαμότο βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε σάλτσα σόγιας το οποίο βρισκόταν στο χωριό Τόμο. Εκεί δούλεψε για τα επόμενα 11 χρόνια.

Στα 23 του ερωτεύθηκε μια κοπέλα, αρραβωνιάστηκαν, αλλά η οικογένειά της εμπόδισε το γάμο επειδή ο Καβαμότο είχε πιστοποιητικό υγείας «χιμπακούσα», το οποίο πιστοποιούσε ότι βρισκόταν στην Χιροσίμα μετά την ρίψη της ατομικής βόμβας. Ο κόσμος φοβόταν τους ανθρώπους που είχαν εκτεθεί στη ραδιενέργεια. Το αποτέλεσμα ήταν ο Καβαμότο να ζήσει μέχρι και σήμερα μόνος του, δίχως να κάνει δική του οικογένεια. Το μόνο που έφτιαξε ήταν ένα δικό του εστιατόριο στην κοντινή πόλη Οκαγιάμα.

Όπως αναφέρει σε άρθρο της Τhe Conversation η Ελίζαμπεθ Τσάπελ, ερευνήτρια των «χιμπακούσα», η οποία κατέγραψε την ζωή του Καβαμότο, ο ίδιος δεν μιλά πολύ για όσα έζησε ως παιδί για τουλάχιστον ένα μήνα του 1946, μετά το θάνατο της αδερφής του. Το πιθανότερο είναι να ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά του δρόμου, αν και ο ίδιος λέει μόνο ότι «είδε» παιδιά του δρόμου. Μια αίσθηση ντροπής και ταμπού εξακολουθεί να υπάρχει στις ιστορίες των «χιμπακούσα». Ειδικά εκείνων των ορφανών που παραμένουν εκτός οικογενειακών μερίδων στους καταλόγους, αφού ολόκληρη η οικογένειά τους εξοντώθηκε από τη βόμβα. Το 1945, τόσο η Ιαπωνία όσο και οι ΗΠΑ προσπάθησαν να λογοκρίνουν και να ελέγχουν τις πληροφορίες σχετικά με τις τρομακτικές ανθρωπιστικές συνέπειες της ατομικής βόμβας. Αυτό συνεχίζει να έχει επιπτώσεις στον τρόπο που οι «χιμπακούσα» ζουν τη ζωή τους και διηγούνται ιστορίες τους.

Από τον Σεπτέμβριο του 1945, οπότε ο Ιαπωνικός λαός άρχισε να εκφράζει ανοιχτά την οργή του για την ρίψη των βομβών, οι Αμερικανοί, ως στρατός κατοχής πλέον, επέβαλαν αυστηρή λογοκρισία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ολόκληρα κομμάτια από τα ρεπορτάζ του Αυστραλού δημοσιογράφου, Γουίλφρεντ Μπάρτσετ, για λογαριασμό της εφημερίδας Daily Express, υπό τον γενικό τίτλο «Η Ατομική Πανούκλα», λογοκρίθηκαν.

Οι φωτογραφίες και τα ρολά του φιλμ που κατέγραψαν τις βομβαρδισμένες πόλειςκατασχέθηκαν. Παρά το γεγονός ότι η έρευνα υπό τον τίτλο «The Life Span» (Προσδόκιμο Ζωής) με στόχο την μελέτη των βιολογικών επιπτώσεων της ακτινοβολίας στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι ολοκληρώθηκε το 1947, η πρόσβαση στην οικονομική στήριξη για ιατρική περίθαλψη των επιζώντων έγινε εφικτή μόλις το 1957.

Σήμερα, η κατάσταση σε σχέση με τις μαρτυρίες των «χιμπακούσα» έχει αλλάξει άρδην. Πλέον, οι ιστορίες τους είναι αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, εκπαιδευτικής πρακτικής και κοινά αποδεκτής κοινωνικής αναγκαιότητας. Ταινίες κάθε είδους, από ντοκιμαντέρ μέχρι animation γυρίζονται και ερευνητές φέρνουν στην επιφάνεια την τραγική μοίρα που είχαν πολλοί από τους επιζώντες και ειδικά τα ορφανά, μερικά από τα οποία εξακολουθούν να ζουν υπό δύσκολες έως άθλιες συνθήκες, στη φυλακή, σε νοσοκομεία ή σε γηροκομεία, πάνω από 70 ετών πλέον.

Για τα ορφανά αυτά, ακόμη και για τα πιο τυχερά, όπως ο Καβαμότο, η δυνατότητα να πουν την ιστορία τους είναι πλέον το «ικαγκάι» τους: Ο λόγος τους να ζουν…

Μοίρασε το άρθρο!