Ο Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη της Λωζάννης

Στη Συνθήκη της Λωζάννης, η χώρα προσήλθε ηττημένη και ταπεινωμένη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, έχοντας καλέσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο να ηγηθεί της ελληνικής αντιπροσωπείας, προκειμένου να συμμαζέψει τα εγκλήματα των πολιτικών του αντιπάλων και την κτηνώδη αφιλοτιμία του ίδιου του λαού.
Ο μέγας εθνάρχης, που ακόμα και σήμερα αμφισβητείται από πολλούς σ’ αυτήν την αγνώμονα, καθυστερημένη και κακομαθημένη χώρα, έφερε εις πέρας στη Λωζάννη έναν τεράστιο άθλο, εν πολλοίς άγνωστο στον λαό, ο οποίος το 1920 ωρυόταν εναντίον του γιατί διπλασίασε την Ελλάδα και τον θεωρούσε ψεύτη με το επιχείρημα ότι «αφού διπλασιάστηκε η Ελλάδα, γιατί δεν διπλασιάστηκε και το χωράφι μου;».
Στη Λωζάννη, ο Βενιζέλος, ουσιαστικά ολομόναχος, μια και δεν αισθανόταν ο ίδιος ότι είναι εντολοδόχος της πραξικοπηματικής κυβέρνησης των Αθηνών, αλλά του έθνους (ενός έθνους το οποίο δεν μπορούσε να διαχειριστεί ούτε το ένδοξο παρελθόν του ούτε τους θριάμβους του), αγωνίστηκε μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες. Στην Αθήνα μάλιστα αδυνατούσαν να κατανοήσουν το μέγεθος των δυσκολιών της Λωζάννης και – το χειρότερο – δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν την ουσία των εισηγήσεων και των διπλωματικών του ενεργειών.
Ολομόναχος και έχοντας μεγάλη ανησυχία για το μέλλον του μικρασιατικού Ελληνισμού, γιατί από τη Λωζάννη θα προέκυπταν οι συμφωνίες για τις ανταλλαγές πληθυσμών και για το καθεστώς προστασίας των μειονοτήτων, ο Βενιζέλος προσπαθούσε να κλείσουν όλα αυτά τα θέματα το συντομότερο, θεωρώντας ότι κάθε καθυστέρηση μπορούσε να αποβεί μοιραία για τη χώρα μας, έχοντας απέναντι μια υπεροπτική και προκλητική ανατολίτικη κυβέρνηση, η οποία διαπραγματευόταν με την απειλή της συνέχισης του πολέμου κατά της Ελλάδας.
Τα βασικά ελληνικά θέματα 
Από τα σημαντικότερα άρθρα που αφορούσαν την ελληνική πλευρά της συνθήκης ήταν οι εδαφικοί όροι. Συγκεκριμένα, στα άρθρα 2 και 3 καθορίζονταν τα σύνορα της Τουρκίας με τη Βουλγαρία και την Ελλάδα στη Βαλκανική και με τη Συρία και το Ιράκ στη Μέση Ανατολή. Τα σύνορα μαζί με άλλες σχετικές λεπτομέρειες, που συμπεριλάμβαναν και χάρτες, καταγράφηκαν σε πρωτόκολλα, τα οποία υπογράφονταν εις τριπλούν, δυο για τα όμορα κράτη και ένα για την κυβέρνηση της Γαλλίας, που είχε αναλάβει την ευθύνη έκδοσης και διαφύλαξης των εγγράφων της συνθήκης. Το άρθρο 12 επαναβεβαίωνε τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης του Λονδίνου της 13ης Φεβρουαρίου 1914, που αφορούσαν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου: Λήμνο, Σαμοθράκη, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία. Εξαιρείτο η Ίμβρος και η Τένεδος.
Το άρθρο 13 προέβλεπε σχετικά με τις υποχρεώσεις της ελληνικής κυβέρνησης στα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία να μην αναγερθούν οχυρωματικά έργα ή να εγκατασταθεί ναυτική βάση, και να έχουν περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις. Αντίθετα, προέβλεπε αυξημένες δυνάμεις αστυνομίας και χωροφυλακής. Το ίδιο άρθρο προέβλεπε ρητά ότι απαγορεύονταν οι πτήσεις της ελληνικής στρατιωτικής αεροπλοΐας πάνω από την ακτή της Ανατολίας και αντίστοιχα ότι απαγορεύονταν οι πτήσεις της τουρκικής στρατιωτικής αεροπλοΐας πάνω από τα νησιά.
Το άρθρο 14 προέβλεπε ότι τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, που παρέμειναν στην τουρκική κυριαρχία, θα είχαν ειδική διοικητική μεταχείριση. Επίσης, στο άρθρο 15 η Τουρκία υποχρεωνόταν να παραιτηθεί υπέρ της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα και στο Καστελόριζο, καθώς και από τις νησίδες που θεωρούνταν εξαρτώμενες από αυτά. Με το άρθρο 16, η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε τίτλο και δικαίωμα πάνω στα εδάφη και τα νησιά που βρίσκονταν έξω από τα όριά της, όπως αυτά καθορίζονταν από τους όρους της συνθήκης. Στο άρθρο 20 η Τουρκία αναγνώρισε την προσάρτηση της Κύπρου στη Μεγάλη Βρετανία.
Παρέμβαση Αλεξανδρή 
Για να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση, ο Βενιζέλος εισηγήθηκε την ενίσχυση του στρατού στη Θράκη και τη διπλωματική συνεννόηση με τη Γιουγκοσλαβία για το ενδεχόμενο βουλγαρικής πολεμικής κινητοποίησης στην Ανατολική Θράκη. Στην ουσία, ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε ούτε βεβαίως ενθάρρυνε μια εισβολή στην Ανατολική Θράκη, γνωρίζοντας καλά ότι η Τουρκία θα έριχνε τον όγκο των στρατευμάτων της εκεί, ενώ ταυτόχρονα η χώρα θα βρισκόταν αντιμέτωπη και με τις δυνάμεις των Συμμάχων που στάθμευαν στην περιοχή.
Έχοντας να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα δυσβάστακτα προβλήματα, ο Βενιζέλος είχε απέναντί του και μερίδα του Τύπου, η οποία με σχετική αρθρογραφία τον επέκρινε για τους χειρισμούς του.
Ο Βενιζέλος τότε ζήτησε από τον Πάγκαλο να μεταβεί στη Λωζάννη προκειμένου να συζητήσουν τις εξελίξεις. Αντ’ αυτού, του έστειλαν τον υπουργό Απόστολο Αλεξανδρή για να τον αντικαταστήσει. Ο Αλεξανδρής, που υπήρξε υπουργός και φίλος του Βενιζέλου, αφίχθη στη Λωζάννη τον Μάιο με εντολή από την Αθήνα να εξασφαλίσει ή την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων ή έστω τη σύμπραξη μιας εξ αυτών, προκειμένου να αρχίσουν οι επιχειρήσεις. Τελικά, οι δυο άνδρες απέφυγαν μια ακόμα ενδοελληνική σύγκρουση και συνέχισαν από θέση μεγαλύτερης ισχύος τις διαπραγματεύσεις.
Ακολούθως, ο Βενιζέλος ζήτησε άμεση συνάντηση με τον Ινονού προς εξεύρεση λύσης των τελευταίων διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η διάσταση απόψεων Βενιζέλου – Αλεξανδρή, ωστόσο, ήταν μεγάλη, τόση ώστε ο τελευταίος ειδοποίησε την κυβέρνηση των Αθηνών με την πρόταση να καταγγείλουν τη συμφωνία ανακωχής και να εισβάλουν στη Θράκη στις 26 προς 27 Μαΐου. Παραμένει άγνωστο αν αυτό υπήρξε μια μπλόφα του Βενιζέλου με τον Αλεξανδρή, η οποία διέρρευσε σκοπίμως προς τις μεγάλες Δυνάμεις και την Τουρκία, προκειμένου να εκβιάσουν το τέλος των διαπραγματεύσεων – όπερ και εγένετο.
Την επομένη, η Τουρκία εύσχημα παραιτήθηκε από την απαίτηση των πολεμικών αποζημιώσεων που ζητούσε από την Ελλάδα και η Ελλάδα συναίνεσε στην παραχώρηση προς την Τουρκία του τριγώνου του Καραγάτς στον Έβρο.
Ήταν 24 Ιουλίου του 1923, όταν ο Βενιζέλος με τηλεγράφημά του ενημέρωνε την ελληνική κυβέρνηση για την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Με συναίσθηση της ευθύνης τού τι υπέγραψε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα τηλεγραφήσει λίγες ώρες μετά στον πρωθυπουργό Στυλ. Γονατά και στον αρχηγό της Επαναστάσεως Νικ. Πλαστήρα τα παρακάτω:
«Ευχαρίστως αγγέλλων υμίν ότι σήμερον, μεταμεσημβρίαν, εις την μεγάλην αίθουσαν του Πανεπιστημίου της Λωζάννης, υπεγράφη η συνθήκη ειρήνης μετά πασών των σχετικών συμβάσεων, δηλώσεων και πρωτοκόλλων. Η συνθήκη αύτη, συναφθείσα μετά την Μικρασιατικήν καταστροφήν, δεν σημαίνει ατυχώς ελληνικόν θρίαμβον. Αλλά η Επανάστασις δύναται να είναι υπερήφανος ότι, αναδιοργανώσασα εθνικόν στρατόν, έδωκε τα μέσα εις την αντιπροσωπίαν της να επιτύχη την συνομολόγησιν εντίμου ειρήνης, ήτις επιτρέπει εις την Ελλάδα να επιστρέψη εις τα έργα της ειρήνης και να αφοσιωθή εις το έργον της εσωτερικής της περισυλλογής.
Εάν διά της προσεχούς διεξαγωγής ελευθέρων εκλογών τερματισθή οριστικώς ο εμφύλιος πόλεμος, επανέλθη η κανονική λειτουργία του πολιτεύματος και λυθή το προσφυγικόν ζήτημα δι’ οριστικής εγκαταστάσεως προσφύγων, η Ελλάς δύναται να αποβλέπη μετά εμπιστοσύνης εις καλύτερον μέλλον…».
————————————————————————————-

Μοίρασε το άρθρο!