Οι αυτουργοί μιας παγκόσμιας δολοφονίας

Σε έναν χρόνο, ένας πληθυσμός του μεγέθους σχεδόν της Ελλάδας, εξουδετερώνεται εξαιτίας μιας παγκόσμιας επιδημίας: του βρόμικου αέρα και του νερού.

Εννιά εκατομμύρια ανθρώπους ετησίως σκοτώνει η μόλυνση του περιβάλλοντος, τρεις φορές περισσότερους απ’ ό,τι το AIDS, η φυματίωση και η ελονοσία μαζί και σχεδόν 15 φορές περισσότερους από όσους χάνουν τις ζωές τους σε πολέμους και άλλες μορφές βίας, σύμφωνα με την πιο περιεκτική έκθεση που διεξήχθη ποτέ παγκοσμίως.

Το συναγερμό σήμανε η έκθεση της Lancet Commission on Pollution and Health, μιας διεθνούς ομάδας άνω των 40 επιστημόνων,  η οποία προειδοποιεί ότι «απειλείται η επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών».

Η ρύπανση σκοτώνει τους φτωχούς… για την ώρα

Σύμφωνα με το πόρισμα ένας στους έξι πρόωρους θανάτους οφείλεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος και το 92% των θανάτων αυτών σημειώνονται σε χώρες με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2015, 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από τη ρύπανση του περιβάλλοντος στην Ινδία και 1,8 εκατομμύρια στην Κίνα.

Ο μεγαλύτερος «δολοφόνος» είναι σύμφωνα με την έκθεση η ατμοσφαιρική ρύπανση από την καύση διαφόρων καυσίμων, που προκαλεί καρδιακά νοσήματα και νόσους του αναπνευστικού αλλά και καρκίνο των πνευμόνων λόγω της παρατεταμένης έκθεσης.

Κι ενώ η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ρύπανση των υδάτων φθάνουν σε επίπεδα επιδημίας, η παθολογία στη ρίζα της κρίσης δεν είναι ιατρική αλλά κοινωνική: «Με την παγκοσμιοποίηση η εξόρυξη και η μεταποίηση μετατοπίστηκαν σε φτωχότερες χώρες, όπου οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί και η εφαρμογή τους μπορεί να είναι χαλαροί», ανέφερε η Κάρτι Σαντιλίγια, μια από τις συντάκτριες του πορίσματος και σύμβουλος της περιβαλλοντικής οργάνωσης Pure Earth.

«Οι άνθρωποι στις φτωχότερες χώρες -όπως οι οικοδόμοι στο Νέο Δελχί- εκτίθενται περισσότερο στην ατμοσφαιρική ρύπανση και δεν έχουν πολλές δυνατότητες να προστατευθούν καθώς μεταβαίνουν πεζοί, με ποδήλατο ή λεωφορεία στους χώρους εργασίας τους, όπου μπορεί επίσης να είναι μολυσμένο το περιβάλλον».

Η μόλυνση δεν προκαλεί μόνον θανάτους και βλάβες στην υγεία, αλλά και τεράστια επιβάρυνση στα ασφαλιστικά ταμεία. Το κόστος ετησίως υπολογίζεται στα 4,6 τρισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 6,2% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής.

Σύμφωνα με τον ερευνητή Philip Landrigan, οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στη ρύπανση θεωρούνται: «η παγκοσμιοποίηση της βιομηχανίας σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη αστικοποίηση, η παγκόσμια εξάπλωση των πετρελαιοκίνητων οχημάτων και ο πολλαπλασιασμός των βιομηχανικών παραγωγών και η εντατική γεωργία».

Ιστορικά, οι επιπτώσεις της ρύπανσης στην υγεία και τις νόσους έχουν συνδεθεί με πολυεθνικές επενδύσεις σε βιομηχανίες που καταστρέφουν τις φτωχότερες περιφέρειες, μέσω εξορυκτικών πετρελαϊκών και άλλων δραστηριοτήτων και μεταποιητικής βιομηχανίας όπως η τοξική εξόρυξη της Νότιας Αφρικής ή η μονοκαλλιέργεια.

Τα παγκόσμια δεδομένα δείχνουν ότι οι πληθυσμοί που υποφέρουν περισσότερο είναι οι πολύ φτωχοί διότι μεταξύ άλλων αδυνατούν να παρέχουν τους πόρους και την τεχνολογία που οι πλούσιες (και οι ρυπογόνες) χώρες έχουν αναπτύξει ώστε να μειώνουν τις επιπτώσεις της ρύπανσης.

Αλλά η ταξική διαστρωμάτωση των επιπτώσεων της ρύπανσης αντικατοπτρίζονται και στο εσωτερικό των αναπτυγμένων χωρών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένας μικρόκοσμος της παγκόσμιας περιβαλλοντικής ανισότητας. Οι φτωχές κοινότητες, ειδικά εκείνες με υψηλή ανεργία και χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, αντιμετωπίζουν πολύ υψηλότερη έκθεση σε ασθένειες από ατμοσφαιρικούς ρύπους.

Έτσι, αν ζείτε κοντά στο αεροδρόμιο του Columbus  στη Τζόρτζια, ο τοπικός αέρας είναι περίπου τέσσερις φορές πιο τοξικός από ό, τι αυτός που αναπνέουν στο Martha’s Vineyard. Και ενώ οι περισσότεροι Αμερικανοί απολαμβάνουν με ασφάλεια το καθαρό νερό της βρύσης, τα παιδιά στο Flint του Michigan, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν μια επιδημία δηλητηρίασης με μόλυβδο, όπως και πολλά φτωχά νοικοκυριά στον Νότο.

Ο Jesse Bragg από τον Οργανισμό Παρακολούθησης Εταιρικής Λογοδοσίας (CAI) υποστηρίζει ότι η μελέτη δείχνει ότι «όσοι έκαναν το λιγότερο κακό στην κλιματική κρίση πληρώνουν συχνά την υψηλότερη τιμή, μερικές φορές ακόμη και με τη ζωή τους».

Το μέλλον του παγκόσμιου κινήματος περιβαλλοντικής δικαιοσύνης εξαρτάται από την κλιμάκωση της έννοιας «ο ρυπαίνων πληρώνει» για την αντιμετώπιση της πανδημίας της δημόσιας υγείας για τη νέα γενιά. Παρόλο που η συμφωνία για το κλίμα του Παρισιού προσφέρει ένα σχέδιο συντονισμένης παγκόσμιας δράσης για τα ορυκτά καύσιμα, οι ισχύοντες κανόνες και στόχοι της συμφωνίας διατυπώνονται γενικά γύρω από τα επιχειρηματικά συμφέροντα, αλλά παραμελούν τις δυσανάλογες επιπτώσεις των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στις περιθωριοποιημένες ομάδες που είναι πιο ευάλωτες σε ακραίες καιρικές συνθήκες και κλιματικές διαταραχές.

Η παγκόσμια κρίση της ρύπανσης φθάνει σε σημείο ανάφλεξης, καθώς η θνησιμότητα της βιομηχανικής ρύπανσης διασταυρώνεται με την αχαλίνωτη εταιρική ανάπτυξη. Έτσι το κίνημα για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη εξελίσσεται για να ανταποκριθεί στην πρόκληση. Ο τρόπος ανάπτυξης, η δημοκρατία και η περιβαλλοντική δικαιοσύνη είναι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν μαζί. Η επίτευξη μιας βιώσιμης ισορροπίας αυτών των παραγόντων απαιτεί μια επανάσταση στον τρόπο που κυβερνάμε τις κοινότητές μας και επαναπροσδιορίζουμε πού συναντώνται οι αυλές μας και τα παγκόσμια κοινά.

Άσχημα τα νέα, παγκόσμια ανησυχία για την αύξηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα

Την ίδια ώρα, όπως δείχνουν τα νέα στοιχεία των επιστημόνων, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να αυξηθούν ξανά το 2017, έπειτα από μια τριετία σταθεροποίησης. Η αύξηση, φέτος, εκτιμάται ότι θα φθάσει το 2% έναντι του 2016, με πιθανότητα να κινηθεί από 0,8% έως 3%. Αντίστοιχα, το συνολικό ΑΕΠ της παγκόσμιας οικονομίας προβλέπεται ότι θα αυξηθεί φέτος κατά 3,5%, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

Οι επιστήμονες, προς το παρόν, δεν είναι βέβαιοι αν η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου πολυετούς αύξησης των ανθρωπογενών «αερίων του θερμοκηπίου» ή πρόκειται για ένα «εφάπαξ» φαινόμενο, το οποίο δεν θα επαναληφθεί το 2018. Πάντως, οι αρχικές εκτιμήσεις τους είναι ότι του χρόνου είναι απίθανο να μειωθούν οι εκπομπές. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες (κυρίως καύσεις ορυκτών καυσίμων και βιομηχανίες) εκτιμάται ότι θα φθάσουν τους 41 δισεκατομμύρια τόνους έως το τέλος του 2017. Το μεγαλύτερο μερίδιο αφορά τις εκπομπές διοξειδίου από την καύση ορυκτών καυσίμων, που αναμένεται να φθάσουν τους 37 δισεκατομμύρια τόνους (νέο ρεκόρ), εμφανίζοντας αύξηση 2% σε σχέση με πέρυσι.

Η Κίνα -ο Νο 1 ρυπαντής παγκοσμίως- είναι η κύρια αιτία για τη φετινή αρνητική εξέλιξη, καθώς το 2017 οι εκπομπές διοξειδίου της αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,5%, λόγω της μεγάλης χρήσης άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου για τις ενεργειακές ανάγκες της. Αντίθετα, οι εκπομπές των ΗΠΑ θα μειωθούν κατά 0,4% και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 0,2% (πολύ λιγότερο όμως από ό,τι η μέση ετήσια μείωση 2,2% κατά την τελευταία δεκαετία). Η Ελλάδα -με ετήσιες εκπομπές περίπου 71 εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου, βρίσκεται στην 48η κατάταξη των χωρών, όσον αφορά τους εκπεμπόμενους ρύπους.

Οι εκτιμήσεις των 76 επιστημόνων του Παγκοσμίου Προγράμματος Άνθρακα (Global Carbon Project), από 15 χώρες και του Κέντρου Ερευνών Tyndall για την Κλιματική Αλλαγή του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας, με επικεφαλής αντίστοιχα τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Ρομπ Τζάκσον, και την καθηγήτρια, Κορίν Λε Κερ, έγιναν ενόψει της διεθνούς συνδιάσκεψης του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (COP 23) στη Βόννη. Οι ερευνητές έκαναν ταυτόχρονες δημοσιεύσεις σε τρία κορυφαία περιοδικά για περιβαλλοντικά θέματα «Nature Climate Change», «Environmental Research Letters» και «Earth System Science Data Discussions».

«Είναι πολύ απογοητευτικό ότι οι ανθρωπογενείς παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα εμφανίζονται να αυξάνουν σημαντικά για μια ακόμη φορά, μετά από μια τριετή περίοδο σταθερότητας. Μετά από τη φετινή αυτή εξέλιξη, ο διαθέσιμος χρόνος λιγοστεύει για να κρατήσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας αρκετά κάτω από τους δύο βαθμούς Κελσίου, πόσο μάλλον κάτω από τον ενάμιση βαθμό», δήλωσε η Λε Κερ. «Είναι ζωτική ανάγκη να φθάσουμε σε ένα μέγιστο σημείο στις παγκόσμιες εκπομπές μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, ώστε στη συνέχεια να τις μειώσουμε γρήγορα, για να περιορίσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», προσέθεσε.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η συγκέντρωση διοξειδίου στην ατμόσφαιρα αναμένεται, από 277 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο) στην προβιομηχανική εποχή και 403 ppm το 2016, να φθάσει τα 405,5 ppm το 2017.

Θετική εξέλιξη, κατά τους επιστήμονες, αποτελεί ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειες αυξάνονται με γρήγορο μέσο ετήσιο ρυθμό 14% κατά την τελευταία πενταετία. Επίσης, ενθαρρυντικό είναι ότι το 2017 οι εκπομπές εμφανίζουν πτωτική τάση σε 22 χώρες, που από κοινού εκλύουν το 20% των παγκόσμιων ρύπων. Από την άλλη, όμως, οι εκπομπές από 101 χώρες, που εκλύουν το 50% των παγκοσμίων εκπομπών άνθρακα, αυξήθηκαν το 2017.

Οι επιπτώσεις της απόφασης Τραμπ για τον πλανήτη

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε τον Ιούνιο ότι αποσύρεται από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, καταφέροντας ένα μεγάλο πλήγμα στις προσπάθειες που γίνονται παγκοσμίως για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και παίρνοντας με αυτό τον τρόπο αποστάσεις από πολλούς συμμάχους.

Υπό την προηγούμενη κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, οι ΗΠΑ είχαν συμφωνήσει να μειώσουν τις εκπομπές αερίων κατά περίπου 1,6 δισεκατομμύρια τόνους έως το 2025. Αλλά οι στόχοι ήταν προαιρετικοί που σημαίνει ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και τα υπόλοιπα 200 κράτη που μετείχαν στη συμφωνία θα μπορούσαν να τροποποιήσουν τις δεσμεύσεις τους.

Οι επιστήμονες από την πλευρά τους υποστηρίζουν ότι στον απόηχο της πρωτοβουλίας των ΗΠΑ η Γη αναμένεται να βρεθεί αντιμέτωπη με πολύ πιο επικίνδυνα επίπεδα θερμοκρασίας, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρυπαντές του πλανήτη.

Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς η απόσυρση των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει στην έκλυση 3 δισ. τόνων επιπλέον διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, ποσότητα αρκετή για να προκαλέσει ακόμη πιο ακραία καιρικά φαινόμενα, να κάνει τους πάγους να λιώσουν γρηγορότερα και τη στάθμη της θάλασσας να ανέβει κατά πολύ περισσότερο. Οπως είπε και ο δήμαρχος της Νέας Ορλέανης «η πρωτοβουλία αυτή θα αποδειχτεί μακροπρόθεσμα καταστροφική για τους Αμερικάνους. «Στην ουσία η άνοδος της στάθμης της θάλασσας από την ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή θα σημαίνει ότι πόλεις σαν τη δική μου θα πάψουν να υπάρχουν», είπε χαρακτηριστικά.

Οι ΗΠΑ είναι η δεύτερη κατά σειρά χώρα παγκοσμίως στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα μετά από την Κίνα.

Μοίρασε το άρθρο!