Οδυσσέας Ελύτης: «Και η ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός»

Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις -Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία» Οδυσσέας Ελύτης

 Οδυσσέας Ελύτης, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979. Το έργο του αποτελεί ένα μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο της ποίησης και ο ίδιος ήταν ένα από τα επίλεκτα μέλη και τελευταίους εκπροσώπους της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η ροπή του τόσο προς την ελληνική παράδοση όσο και προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό τον οδήγησαν να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ύφος, λυρικό αλλά και εθνικό ταυτόχρονα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Ελύτη είναι ο πλούτος της γλώσσας, η διεισδυτική του αντίληψη για τον κόσμο, η πολυσημία των λέξεων και η σημασία τους. Ο Ελύτης δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτικός ποιητής. Σπάνια εξέφραζε πολιτικές αλληγορίες μέσα από τα ποιήματά του. Συνήθως απείχε από την πολιτική, τα κόμματα και τις ιδεολογίες και στα ποιήματά του εκφράζονται κυρίως η αγάπη για τον ελληνισμό και την παράδοση.

Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 85 ετών, όμως κληροδότησε στις επόμενες γενιές μια τεράστια παρακαταθήκη λογοτεχνικών έργων, κάποια εκ των οποίων έχουν μελοποιηθεί από εξαίρετους συνθέτες. Είναι γνωστός και ως ο ποιητής του Αιγαίου.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά, που είχαν  εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας στο Ηράκλειο. Το 1914 η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ξεκινά τη φοίτηση του στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή.

Το 1928 έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη λογοτεχνία και δημιουργεί μια σχέση αγάπης κι εξάρτησης μαζί της χωρίς ποτέ να την προδώσει. Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών και γρήγορα γοητεύεται από την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου. Παράλληλα, την ίδια περίοδο ανακαλύπτει το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία και τον έκαναν να παραδεχτεί τις δυνατότητες που παρουσίαζε η λυρική ποίηση.

Σημαντική στιγμή για την εξέλιξη της ποίησης του Ελύτη είναι το 1935 όταν γνωρίζει τον Αντρέα Εμπειρίκο, που του χαράζει και τον δρόμο του υπερρεαλισμού. O Ελύτης ψάχνει το νέο όραμα στην ποίηση, «την Μεγάλη Ιδέα», την ανανέωση, την αλλαγή και γίνεται μέσα από το έργο και την ζωή του ρομαντικός επαναστάτης. Μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο, γνωρίζουν τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Περνούν πολλές ώρες μιλώντας για την ποίηση, για τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα και γράφουν ποιήματα μαζί.

Ο ποιητής του Αιγαίου

Η πρώτη του εμφάνιση ως ποιητής μέσω του περιοδικού «Νέα Γράμματα» έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, παρά τις ποικίλες αντιδράσεις που προκάλεσε. Ο ποιητικός του λόγος είναι εντελώς καινούργιος και τα θέματά του, ο ήλιος, η θάλασσα, το Αιγαίο, η νεότητα, κάνουν τους αναγνώστες του να βλέπουν με μια νέα ματιά το ελληνικό τοπίο και την ίδια τη ζωή.

Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης» στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε τη νομική και, μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Προσανατολισμοί». Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του στα γαλλικά από τον Σαμουέλ Μπω Μποβύ.

Με το ξέσπασμα του πολέμου υπηρέτησε ως υπολοχαγός, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας παρέμεινε ενεργός, εκδίδοντας επιτυχημένες ποιητικές συλλογές και δοκίμια για τη σύγχρονη ποίηση και άλλα καλλιτεχνικά ζητήματα.

Το Νοέμβριο του 1943, εκδίδεται η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.

Το 1948 ξεσπά στην Ελλάδα εμφύλιος πόλεμος και μετακομίζει στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και είχε την είχε ευκαιρία να γνωριστεί με γάλλους ποιητές ζωγράφους και διανοούμενους, όπως ο Αντρέ Μπρετόν,ο Ελυάρ, ο Αλμπέρ Καμύ και ο Μιρό και να έρθει σε επαφή με τους αισθητικούς προβληματισμούς της εποχής. Γράφει συνέχεια χωρίς να δημοσιεύει τίποτα γιατί δεν τον ικανοποιούν τα έργα του. Όταν φύγει από την Γαλλία σχίζει καθετί που έχει που έχει γράψει.

Το 1952 επιστρέφει στην Ελλάδα και αναλαμβάνει διευθυντής του ΕΙΡ . Το 1959 είναι χρονιά ορόσημο για τον ποιητή, καθώς γράφει το αριστούργημά του «Ἀξιον Ἐστί», το «κτήμα του λαού» (όπως χαρακτηρίστηκε), ένα έργο που μελοποιήθηκε από τον Μ.Θεοδωράκη και 20 χρόνια μετά έμελλε να του χαρίσει το Νόμπελ λογοτεχνίας. Λίγους μήνες αργότερα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. 

Πώς γεννήθηκε το Άξιον Εστί;

Ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης είχε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξη για το  πως έγραψε το «Άξιον Εστί»: «Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα…

Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!… Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.

Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά – σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.

Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο Ελύτης την περίοδο 1969, αφού μεταφράσει έργα της Σαπφώ, φεύγει για το Παρίσι. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1971. Στα χρόνια της χούντας, προτίμησε να μιλήσει μέσα από το έργο του όπως ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» και το «Το φωτόδεντρο». Εκείνη την εποχή έγραψε και ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα, το «Μονόγραμμα». Η χούντα πέφτει (1974) και λίγο μετά αναλαμβάνει πρόεδρος του ΕΙΡ και μέλος του Δ.Σ του Εθνικού Θεάτρου. Στις 18 Οκτωβρίου 1979 η σουηδική ακαδημία ανακοινώνει ότι ο Ελύτης είναι υποψήφιος για το Νόμπελ λογοτεχνίας, «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα» σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.

Ο Ελύτης δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ, καθώς προτάθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος. Υπάρχουν μάλιστα φήμες που υποστηρίζουν ότι η πρόθεση της σουηδικής ακαδημίας ήταν να απονείμει το Νόμπελ και στους δύο, γι’ αυτό και έστειλε στην Ελλάδα το φιλόλογο Ίνγκεμαρ Ρέντιν. Ο Ρέντιν έκανε την επίσημη πρόταση στους δύο ποιητές. Αμφότεροι αρνήθηκαν.  Ο Ρέντιν ωστόσο είχε αρχίσει να μεταφράζει ήδη το έργο του Ελύτη, και συγκεκριμένα το πρώτο βιβλίο από το «Άξιον Εστί», τη «Γένεση». Όταν επέστρεψε στη Σουηδία, έδωσε τις μεταφράσεις στα μέλη της Ακαδημίας, που χαρακτήρισαν το έργο του Ελύτη συγκλονιστικό και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι ο Ρίτσος δεν πήρε το νόμπελ εξαιτίας της αριστερής του ιδεολογίας. Ο ίδιος ο Ρέντιν το αρνήθηκε και ανέφερε πως «ο Ρίτσος είχε γράψει πολύ ωραία ποιήματα, αλλά κανένα δε φτάνει το ‘Άξιον Εστί’».

Την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. «Τότε όμως η ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών», είχε πει για την βράβευσή του.

Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσι και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο Οδυσσέας Ελύτης διετέλεσε για λίγους μήνες πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, ενώ αρνήθηκε τη θέση του βουλευτή Επικρατείας με την ΝΔ.

Το έργο του μεγάλο και σημαντικό μέρος του έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδοποιούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Μεταξύ άλλων έχουν ξεχωρίσει τα «Άξιον Εστί», «Τα ρω του έρωτα», «Προσανατολισμοί» και άλλα πολλά. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

Συνέντευξη του στον Ρένο Αποστολίδη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία (15/6/1958), αποδεικνύει ότι ο ποιητής συνεχίζει να είναι σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ. «Δεν μ᾿ ενδιαφέρει ο επίσημος όρος της δουλοπρέπειας. Μ᾿ ενδιαφέρει η ουσία. Κι εκείνο που ξέρω είναι ότι  μ᾿ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε σε κάτι που θα μου επιτρέψετε να ονομάσω «ψευδοφάνεια». Έχουμε, δηλαδή, την τάση να παρουσιαζόμαστε διαρκώς διαφορετικοί απ’ ό,τι πραγματικά είμαστε. Και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος προς την αποτυχία, είτε σαν άτομο σταδιοδρομείς είτε σαν σύνολο, από την έλλειψη της γνησιότητας. Το κακό πάει πολύ μακριά. Όλα τα διοικητικά μας συστήματα, οι κοινωνικοί μας θεσμοί, τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα, αρχής γενομένης από τους Βαυαρούς, πάρθηκαν με προχειρότατο τρόπο από έξω, και κόπηκαν και ράφτηκαν όπως όπως επάνω σ᾿  ένα σώμα με άλλες διαστάσεις και άλλους όρους αναπνοής.

Ο Ελύτης μπορεί να έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, η ποίηση του όμως μας κάνει να ανακαλύψουμε την ταυτότητάς μας, τη δύναμη της εναντίωσης στο τρέχον, την πίστη στο ουσιώδες και διαρκές. Αυτό άλλωστε ήταν και ο πόθος του ποιητή…

 Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σου φορώ
Το λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα – ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας καί, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μιά για πάντα το κόψαμε
Και δέν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει τό χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά καί ποιος κλαίει – ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ ακούς.

[Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Ίκαρος Αθήνα, 2008, σ.17-19]

ΜΑΡΘΑ ΚΙΣΚΙΛΑ

Μοίρασε το άρθρο!