Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 μέσα από την ποντιακή ποίηση

Ο ποντιακός λαός συγκλονίστηκε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Έκλαψε για το χαμό της και τραγούδησε με λιτούς και δυνατούς στίχους τη λύπη του για τη συμφορά. Ένα άρθρο του Χρήστου Σαμουηλίδη.

Πριν μιλήσουμε για την άλωση της Τραπεζούντας, αξίζει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να αναφερθούμε για λίγο στην Άλωση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου, της Κωνσταντινούπολης, που συνέβηκε στα 1453.

Ο ποντιακός λαός συγκλονίστηκε από το πάρσιμο της Πόλης. Έκλαψε για το χαμό της και τραγούδησε με λιτούς και δυνατούς στίχους τη λύπη του για τη συμφορά. Αλλά το ενδιαφέρον στο τραγούδι του ήταν ότι δεν αφέθηκε ολότελα στο κλάμα.

Απεναντίας, η βαθιά θλίψη του κατέληξε σε μια άκαμπτη και αισιόδοξη πίστη για το μέλλον. Ιδού το τραγούδι:

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην·
ουδέ σ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ σα περιβόλια
επήγεν και εκόνεψεν, σ’ Αγιά-Σοφιάς την πόρταν

Έδειξεν τ’έναν το φτερόν σο αίμαν βουτεμένον
και σ’ άλλο το φτερόν αθέ, χαρτίν βαστά γραμμένον
ατό, κανείς κι αναγνώθ’, κάνεις κι ξέρ’ ντο λέει,

μηδέ κι ο Πατριάρχης μου, μ’ όλους τους ποπάδες.
Κ’ ένα παιδίν, καλόν παιδίν, πάει κι αναγνώθει,
Σιτ’ αναγνώθει, σιτα̣ κλαίει, σιτα̣ κρούει την καρδίαν

– Ναϊλί εμάς και βάι εμάς ‘πάρθεν η Ρωμανία!
επαίραν το βασιλοσκάμν και ελάεν η Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εγκλησιάς, κλαίγ’νε τα μοναστήρα̣
κι Αγιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει δερνοκοπάται

– Μη κλαίς, μη κλαίς Άϊ Γιάννε μου και μη δερνοκοπάσαι
Η Ρωμανία επέρασεν η Ρωμανία ‘πάρθεν
Η Ρωμανία αν πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο.

Μ’ άλλα λόγια, αν έπεσε η Πόλη, ο Ελληνισμός μπορεί να δημιουργήσει άλλη Πόλη, άλλο κράτος, άλλα μεγαλεία, άλλα μεγάλα έργα. Η φράση τούτη διαφέρει αρκετά, ως προς το μήνυμα και το πνεύμα, από την ομόλογή της, στο «ομόθεμο» πανελλήνιο τραγούδι, που λέει: «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ναι».


Όπως και να ναι, το ποντιακό τραγούδι, παραδόξως, το πρόσεξε ιδιαίτερα ο Κωνσταντίνος Καβάφης και εμπνεύστηκε από αυτό για να γράψει το παρακάτω γνωστό ποίημα του με τον τίτλο «Πάρθεν». Tο ποίημά του «Πάρθεν», γραμμένο στο 1921, είναι εκμυστήρευση του ποιητή για την εντύπωση που του προξένησε το διάβασμα των ιστορικών δημοτικών μας τραγουδιών, και ιδιαίτερα ενός που είναι γραμμένο στο γλωσσικό ιδίωμα της Τραπεζούντας και σχετίζεται με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και της Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος του ποιήματος του Καβάφη «Πάρθεν» σημαίνει «επάρθη», δηλαδή έπεσε στα χέρια των Τούρκων η Κωνσταντινούπολη.

Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.

Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.

Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.

Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»

Έτσι σπαραχτικά, λοιπόν, θρήνησε το χαμό, την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο ποντιακός λαός, και ο θρήνος του άγγιξε πιο πολύ από κάθε άλλον παρόμοιον την ευαίσθητη ψυχή του ποιητή Κ. Καβάφη.

Του Χρήστου Σαμουηλίδη

Μοίρασε το άρθρο!